«Ἐλᾶτε παιδιά, σὲ μισὴ ὥρα πρέπει νὰ βρισκόμαστε στὴν πισίνα». Μόλις τελείωσε ἡ τακτοποίηση τῶν ἀποσκευῶν στὸ σπιτάκι μας, καὶ ὅπως θὰ πηγαίναμε γιὰ τὴν πρώτη δραστηριότητα, ὁ ὁμαδάρχης μας, ὁ κύριος Γιάννης, θὰ μᾶς ἔκανε μία πρόχειρη ξενάγηση στοὺς χώρους τῆς κατασκήνωσης.
«Κύριε Γιάννη, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μπῶ στὸ νερό, τὸ ἔχουν δηλώσει οἱ γονεῖς μου στὴν γραμματεία· ὅλο τὸν χειμώνα ἔπαιρνα εἰσπνεόμενα γιὰ τὴν ἀλλεργικὴ βρογχίτιδα, καὶ πρέπει νὰ μείνω μακριὰ ἀπὸ τὸ χλώριο. Δὲν θέλω νὰ ἔρθω καθόλου στὴν πισίνα».
Σὰν νὰ μὴν ἄρεσε αὐτὸ στὸν κύριο Γιάννη, καὶ κάπως δίστασε. «Δηλαδή; Ποῦ θέλεις νὰ βρίσκεσαι τὶς ἑπόμενες δύο ὧρες; Δωρόθεε, τὸ ξέρεις ὅτι ἔχω εὐθύνη γιὰ ἐσένα, ἔτσι;».
«Τὸ ξέρω. Δὲν ἔχω δεῖ ἄλογα ἀπὸ κοντά, ἐκεῖ θέλω νὰ πάω!».
Ἀφοῦ πρῶτα μὲ κοίταξε καλὰ στὰ μάτια, τὸ ἀποφάσισε. «Νομίζω ὅτι δὲν θὰ ὑπάρχει πρόβλημα ἄν δὲν μᾶς ἀκολουθήσεις. Θὰ σὲ ἐμπιστευτῶ, δείχνεις καλὸ παιδί!», εἶπε καὶ τὸ ἐπίμονο βλέμμα του πάνω μου, ἔδειχνε νὰ μὴν ταλαντεύεται.
Ἕνα πλατὺ χαμόγελο ἀντανάκλασε τὴν χαρά μου, ποὺ ἡ καλοβουλία μου πέτυχε νὰ μὲ προβάλλει ὡς ἀξιόπιστο. Μὲ τὴν σκέψη ποὺ ἀκολούθησε ὅμως, τὸ χαμόγελό μου πάγωσε! Μήπως ὁ κύριος Γιάννης μὲ εἰρωνεύτηκε; Μήπως λέγοντάς με “καλὸ παιδί” μὲ κορόιδευε, ἐννοώντας ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ὅτι παραήμουν βολικός; Ἀσυναίσθητα ἔψαχνα μὲ ἀγωνία στὸ πρόσωπό του κάποια σημάδια σὰν ἀπάντηση, ποὺ θὰ μὲ ἀπάλλασσε ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία. Βγαίνοντας ὅλα τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ σπιτάκι, ἀκολουθοῦσα τελευταῖος, βυθισμένος σὲ σκέψεις. Ἀκόμα καὶ ἐδῶ θὰ μὲ κυνηγοῦσε ἡ συμφορά; Ἄθελά μου, ἄρχισα νὰ ξαναζῶ τὸν ἐφιάλτη ποὺ καθόρισε γιὰ πάντα τὴν ζωή μου. Θυμήθηκα τὴν περσινὴ δασκάλα μου —στὴν ἕκτη— ποὺ ταραζόταν μὲ τὰ ὑπάκουα παιδιά, τὰ μετρημένα, τὰ συνεσταλμένα, ἐπειδὴ ὅπως ἔλεγε εἶχαν πρόβλημα ποὺ τοὺς ἔλειπε ἡ τόλμη, καὶ δὲν ἐμπιστεύονταν τὸν ἑαυτό τους. Στὴν ἀρχὴ δὲν καταλάβαινα τὸν λόγο ποὺ ἔλεγε ὅτι χρειαζόταν νὰ βγάζουμε πρὸς τὰ ἔξω ἕνα “ἰσχυρὸ ἐγώ”, ποὺ θὰ ἐπιβεβαίωνε τὸν ἑαυτό μας. Ἦταν ἡ μόνη δασκάλα ποὺ δὲν ἦταν εὐχαριστημένη μαζί μου, ὥσπου ἀναγκάστηκε νὰ καλέσει τὴν μάνα μου. Τὴν προειδοποίησε ὅτι εἶναι λυπηρὸ νὰ μὴν ἔχει τὸ παιδὶ τὸν δυναμισμὸ νὰ διεκδικεῖ τὰ δικαιώματά του, ἤ νὰ μὴν ἔχει ἀπαιτήσεις ἀπὸ τοὺς ἄλλους· ὅτι ἕνα παιδὶ μὲ χαμηλὴ αὐτοεκτίμηση δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ “ὄχι” καὶ δὲν ἀντιδρᾶ, γιὰ νὰ ἐξωτερικεύσει τὴν ἄποψή του· ὅτι τὸ γεγονὸς πὼς δὲν μπορεῖ νὰ βάλει ὅρια στοὺς ἄλλους —καὶ οἱ ἄλλοι τὸ πατᾶνε— ἐξηγεῖ τὸν λόγο ποὺ τὸ “καλὸ παιδὶ” δὲν δημιουργεῖ ποτὲ προβλήματα μέσα στὴν τάξη… Μετά, καταπιάστηκε μὲ τὴν στάση τῶν γονιῶν μου, ἀπέναντί μου· ἐπισήμανε ὅτι ἴσως τοὺς εἶναι βολικὸ νὰ μὲ μεγαλώνουν μὲ αὐστηρότητα, ὅπως τοὺς “συμφέρει” ἐκείνους, καὶ νὰ γίνονται πιεστικοὶ μὲ τὶς πολλὲς ἀπαιτήσεις καὶ προσδοκίες ἀπὸ ἐμένα, ἀλλὰ ἄν μποροῦσα νὰ μιλήσω(!), θὰ ἐξέφραζα παράπονο γιὰ τὶς ἐνοχὲς ποὺ μὲ φόρτωναν! Τόνισε ὅτι συνήθως κανεὶς δὲν κάθεται νὰ ἀκούσει αὐτὰ τὰ παιδιά, γι’ αὐτὸ δὲν τολμοῦν νὰ μιλήσουν! Γιὰ νὰ πάρει τὸ “μπράβο” τὸ “καλὸ παιδί”, κάνει πάντα αὐτὸ ποὺ τοῦ λένε καὶ δὲν ξέρει τί χρειάζεται τὸ ἴδιο· ὅπως πνίγεται ἀπὸ τὴν “καλοσύνη τῆς καταπίεσης”, τὰ συναισθήματά του μετὰ ἐκρήγνυνται εἶτε πρὸς τοὺς ἄλλους, εἴτε πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ὥσπου ἡ κατάθλιψη νὰ τὸ ἐξοντώσει… Προανήγγειλε μάλιστα, ὅτι ἄν δὲν ἔχω μία ἰσχυρὴ ἄποψη ποὺ νὰ ἐκφράζω δυναμικά, θὰ βιώνω τὴν ἀνασφάλεια καὶ τὸ ἄγχος, καὶ μεγαλώνοντας θὰ μπῶ στὸ περιθώριο τῶν σχέσεων! Τῆς ἐπέστησε τὴν προσοχὴ πὼς ὅσο δὲν ἐνημερώνονται πάνω στὴν προσωπικὴ ἀνάπτυξη, τὸ παιδί τους θὰ μεγαλώνει στὸ “ἀθόρυβο”, δηλαδὴ σὲ “παραίτηση”, ἐπειδὴ μονίμως θὰ φροντίζει τοὺς ἄλλους…
«Δωρόθεε, ἐδῶ εἶναι τὸ γήπεδο τῆς ἱππασίας. Οἱ ὑπόλοιποι, θὰ προχωρήσουμε». Ὁ κύριος Γιάννης συννενοήθηκε ἀπὸ μακριὰ μὲ κάποιον ποὺ βρισκόταν στοὺς στάβλους, καὶ ἄρχισε νὰ ἀπομακρύνεται μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα παιδιά, ποὺ κρατοῦσαν τὶς πετσέτες τους.
Πλησιάζοντας πρὸς τὸν χῶρο μὲ τὶς ξύλινες περιφράξεις, εἶδα πολλὰ ἄλογα νὰ βόσκουν ξένοιαστα καὶ ἐντυπωσιασμένος, πλησίασα γιὰ νὰ τὰ βλέπω ἀπὸ κοντά. Τὸ ἀγόρι ποὺ σκορποῦσε τὴν τροφή τους σὲ διάφορα σημεῖα, ἦρθε κοντὰ καὶ μοῦ εἶπε, σὰν νὰ ἤμασταν φίλοι:
«Οὔτε ἐσὺ πᾶς στὴν πισίνα, ἔ; Ἐγὼ γεμίζω κοκκινίλες, ἀπὸ τὸ χλώριο. Θέλεις νὰ πάρεις ἄδεια γιὰ νὰ ἔρθεις μέσα, νὰ σκορπίσεις καὶ ἐσὺ τὶς μπάλες ἀπὸ ἄχυρο; Μόλις γεμίσουμε καὶ τοὺς κουβάδες μὲ νερό, θὰ πᾶμε νὰ κάτσουμε σὲ μία σκιὰ γιὰ νὰ βλέπουμε τὰ ἄλογα. Ἐμένα μὲ λένε Γεώργιο».
Ἔκθαμβος, μετὰ ἀπὸ λίγο ἔριχνα ξερὰ χόρτα στὰ ἥμερα ζῶα, κάτι ποῦ ἔδιωξε τὰ μαῦρα σύννεφα ποὺ ἦταν μαζεμένα μέσα μου. Τώρα ποὺ ξεσφίχτηκε ἡ καρδιά μου, πρόσεξα ὅτι ὀ Γεώργιος φερόταν στὰ ἄλογα μὲ καλοσύνη ποὺ δὲν ἔκρυβε, ὅπως καὶ ὅτι δὲν δίσταζε νὰ φαίνεται ἐργατικός, καὶ ὑπάκουος στὶς ὑποδείξεις τοῦ ὑπεύθυνου τοῦ στάβλου. Ἔχοντας μπροστά μου ἕνα ἐπίσης “ἀμετανόητα” καλὸ παιδί, ποὺ δὲν διαπραγματευόταν τὴν καλοσύνη του, οἱ ἐλπίδες μου ἀναπτερώθηκαν! Πηγαίνοντας νὰ κάτσουμε κοντὰ στὸ μέρος μὲ τὸ ἀπομονωμένο ἄλογο, μία ἑτοιμόγεννη φοράδα, εἶχα προλάβει νὰ πῶ ὅτι ἡ δασκάλα μου μὲ κυνηγοῦσε ποὺ ἤμουν καλὸ παιδί· τὸ μυαλό μου ἦταν γεμάτο ἀπορίες ποὺ ἤθελα νὰ πῶ στὸν Γεώργιο. Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε δυνατά! Ἡ καλοσύνη, ἡ εὐγένεια, ἦταν ἡ βάση τῆς προσωπικότητάς μου, τὴν ὁποία ὅμως δὲν εἶχα τρόπο νὰ προστατέψω…
Καὶ τοὺς δύο μᾶς ἐνδιέφερε ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων, ὁπότε δὲν χάσαμε καθόλου χρόνο. «Μὰ ἡ Ἴδια ἡ Μάνα μας, ἡ Παναγία ποὺ μιλάει στὴν ψυχή μας, θέλει νὰ εἴμαστε καλὰ παιδιά! Τότε θὰ εἶναι δίπλα μας, νὰ μᾶς παρηγορεῖ καὶ νὰ μᾶς βοηθάει σὲ ὅ,τι μᾶς δυσκολεύει!», μὲ διαβεβαίωσε ὁ Γεώργιος. «Ὅλοι οἱ ἅγιοι βρίσκονται δίπλα μας, γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό· κάπου εἶχα διαβάσει ὅτι κάθε ἀπόγευμα, πάνω στὸ ἄλογό του ὁ ἅγιος Γεώργιος κάνει περιπολία στὸν οὐρανό, καὶ μᾶς περιφρουρεῖ!», εἶπε καὶ ἡ ματιά του ἔφυγε γιὰ ἄλλη μία φορὰ πρὸς τὰ ἄλογα.
«Γεώργιε, ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ παιδί; Πῶς μποροῦμε νὰ τὸ περιγράψουμε, χωρὶς νὰ τὸ ἀδικήσουμε;». Ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ ἀξιοποιήσω τὸν ἀναπάντεχο σύμμαχο, μὲ τὴν στέρεη ἐμπιστοσύνη στὴν πίστη μας.
«Ὅταν ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἦταν διευθυντὴς στὴν Ῥιζάρειο Σχολή, καὶ μερικοὶ μαθητὲς ἔκαναν κάποια σοβαρὰ παραπτώματα, ὁ ἅγιος θεώρησε ὑπεύθυνο τὸν ἑαυτό του, πιστεύοντας ὅτι δὲν εἶχε κάνει ὅ,τι ἔπρεπε. Ἀντὶ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ νὰ τρώει, προσευχόταν γιὰ τὸ θέμα τῶν μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι συγκλονίστηκαν! Γιὰ πρώτη φορὰ ἕνας διευθυντὴς ἔριχνε τὴν εὐθύνη πάνω του, κι ἄς ἦταν φανερὸ πὼς ἔφταιγαν οἱ μαθητές του! Μάλιστα, καὶ τὶς ἑπόμενες ἡμέρες ἔκανε αὐστηρὴ νηστεία, καὶ ὅπως ὁ διευθυντής τους δὲν ἀκουμποῦσε τὸ φαγητό του, οὔτε καὶ οἱ φταῖχτες τοῦ ἐπεισοδίου ἤθελαν νὰ φᾶνε! Ἡ ταπείνωση τοῦ ἀγίου μιλοῦσε στὴν καρδιά τους! Ἄν παρεκτρεπόταν στὸ ἑξῆς κάποιος, ἔπεφταν πάνω του οἱ ὑπόλοιποι γιὰ νὰ τὸν συνεφέρουν: “Θέλεις πάλι νὰ μὴν τρώει ὁ Νεκτάριος; Δὲν τὸν βλέπεις πῶς ἀγωνίζεται ἐδῶ μέσα; Θὰ ἀρρωστήσει…”. Ὅλοι ἔτρεμαν μήπως τὸν στενοχωρήσουν, ἐπειδὴ ΤΟΝ ΑΓΑΠΟΥΣΑΝ! Δηλαδὴ εἶχαν γίνει καλὰ παιδιὰ, ἀπὸ ἀγάπη! Άκολουθοῦσαν μὲ ἀκρίβεια τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ ὁ ἅγιος διευθυντής τους, τοὺς δίδαξε μὲ τὸ παράδειγμά του ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!».
«Ὁπότε συμφωνοῦμε!», ὕψωσα τὴν φωνή μου. «Ἐπειδὴ ἀγαπάω καὶ ἐγὼ τὸν Κύριο, δὲν θέλω νὰ Τὸν στενοχωρῶ! Ὁ Κύριος ἔζησε τὰ φρικτὰ Πάθη γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μου, καὶ γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἁρπάξω τὴν βασιλεία τῶν οῦρανῶν, πρέπει νὰ εἶμαι ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ! Γιατὶ οἱ γονεῖς μου ἄκουσαν τότε τὴν δασκάλα, καὶ ἄρχισαν νὰ διαβάζουν στὸ διαδίκτυο ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἔλεγαν γιὰ τὸ καλὸ παιδί, τὰ χειρότερα λόγια; Πῶς δέχτηκαν νὰ γίνουν “ἄλλοι” ἄνθρωποι, καὶ πάσχιζαν γιὰ νὰ κάνουν καὶ ἐμένα “ἄλλο” ἄνθρωπο;».
«Δηλαδή; Τί ἄσχημο διάβαζαν;».
Πῆρα μία βαθιὰ ἀνάσα, γιὰ νὰ ἀντέξω νὰ περιγράψω τὰ πιὸ ἀπίθανα χρώματα τοῦ παραλόγου… «Μετὰ ἀπὸ τὶς “ζυμώσεις” τῶν γονιῶν μου μὲ τὴν προσωπικὴ ἀνάπτυξη, ἐπέμεναν ὅτι χρειαζόταν νὰ ἔχω “ἄμυνες” ἀπέναντί στοὺς ἄλλους, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἄφηνα νὰ μὲ βροῦν “εὐάλωτο”! Ἔλεγαν, νὰ ἔχω διαρκῶς στὸ νοῦ μου νὰ μὴν ἐπιτρέπω τὴν ἀγενὴ συμπεριφορά! Κάποιοι συνάδελφοι τοὺς ἔπεισαν νὰ ἀποδεχτοῦν ὡς πρόβλημα, τὸ ὅτι ἤμουν “καλὸ παιδί”, τὸ ὁποῖο πρόβλημα θὰ λυνόταν μόνο ἄν μὲ ὑποστήριζαν στὴν πρωτοβουλία τῆς ἐλεύθερης ἔκφρασης τῆς γνώμης μου. Τὸ “σωστότερο” ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀπὸ ἕνα τέτοιο παιδὶ ἦταν, ΝΑ ΤΟΛΜΑΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ ΔΕΝ ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ! Τὸ στοίχημα τῶν γονιῶν μου λοιπόν, ἦταν ἄν θὰ κατάφερναν νὰ μὲ “βοηθήσουν” νὰ ἐνεργοποιήσω τὸ “ἀντιδραστικὸ ὑλικὸ” ποὺ ἔκρυβα βαθιὰ μέσα μου, ποὺ ἦταν “τὸ πραγματικὸ δυναμικό μου”, ὥστε νὰ ἐπιβεβαίωνα ἕναν ἰσχυρὸ ἑαυτό, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ προσδοκοῦσαν οἱ γονεῖς μου! Τὸ νὰ δυσαρεστοῦσα τοὺς ἄλλους, ὥστε μετὰ νὰ μάθαινα νὰ “σχετίζομαι” μαζί τους, ὀνομαζόταν “διαδικασία ὡρίμανσης” καὶ “αὐτονόμησης”, μέσω τῆς ὁποίας θὰ διαμόρφωνα μία “μοναδικὴ” ταυτότητα!».
«Μᾶλλον, κατηγορώντας ἡ δασκάλα σου τὴν μητέρα σου ὅτι σὲ μεγάλωναν ὅπως τοὺς “συμφέρει”, τὴν ἔριξε σὲ θέση ἀδυναμίας μὲ τὶς ἐνοχὲς ποὺ τῆς δημιούργησε, καὶ τὴν ἔκανε νὰ χάσει γιὰ τὰ καλὰ τὴν πνευματικὴ ἰσορροπία της».


«Θέλεις νὰ ἀκούσεις γιὰ τὶς ἐνοχές; Ἀφοῦ ἀρχίσαμε νὰ μὴν συνεννοούμαστε μέσα στὸ σπίτι, μπῆκα ἀπὸ περιέργεια στὸ διαδίκτυο γιὰ νὰ δῶ τί δὲν κάνω σωστά. Συγκεκριμένα γιὰ τὴν ἐνοχή, ἄλλος ἔλεγε ὅτι ἁπλῶς βρίσκεται σὲ ὅλους τοὺς νευρῶνες(!) καὶ κάποτε ἐνεργοποιεῖται, ἄλλος ὅτι ἡ ἐνοχὴ εἶναι ὁ θυμὸς ποὺ στρέφουμε πρὸς τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ αὐτοσυγχωρηθοῦμε, ἄλλος ὅτι εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς αὐταγάπης καὶ νὰ αὐταγαπηθοῦμε, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐρχόταν στὸ μυαλὸ τοῦ καθενός, οἱ γονεῖς μου τὸ δέχονταν! Ἐγὼ ἔβλεπα ὅτι ἔνιωθαν ἐνοχές, ποὺ ἔχασαν τὴν ἐπικοινωνία μαζί μου, ἀπὸ ὅταν ἔπαψαν νὰ σέβονται τὸ πρόσωπό μου. Ὅμως οἱ ἁρμόδιοι στὸ διαδίκτυο σημείωναν ὅτι οἱ ἐνοχὲς “δὲν πρέπει” νὰ ὑπάρχουν, ἤ ἄν κάποιος τὶς ἔχει, θὰ πατήσει κάποιο “σωστὸ κουμπὶ” καὶ θὰ ἡσυχάσει! Οἱ γονεῖς μου ὅμως δὲν ἡσύχαζαν… Ἐνῶ μὲ μεγάλωσαν μὲ εὐαισθησία, μαθαίνοντάς μου τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὶς χριστιανικὲς ἀρετές, λίγους μῆνες μετὰ εἶχαν πάθει “ἀμνησία”. Μὲ πλήγωνε ποὺ οἱ δικοί μου ἄνθρωποι “ἀπέσυραν” τὴν γλυκύτητα ποὺ ἔσπερναν στὴν ψυχή μου ἀπὸ τὰ μικρότερα χρόνια μου, τὴν ὁποία ὅμως ἐγὼ ἔνοιωθα ὡς τὴν βάση τῆς προσωπικότητάς μου! Ἔπαψαν νὰ ἀναγνωρίζουν τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν καλοσύνη ὡς ἀρετὲς τῆς εὐσέβειας, καὶ ἀναγνώριζαν κάτι μόνο ἄν εἶχε θετικὴ ἐνέργεια… Γεώργιε, καταλαβαίνεις ὅτι μέσα στὸ σπίτι μου ἔχω γίνει κρυφοχριστιανός;».
Τὸ πρόσωπό του σοβάρεψε. «Τὸ καταλαβαίνω, καὶ μάλιστα πολύ! Ὁ Χριστιανὸς παλεύει γιὰ νὰ καθαριστεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του, καὶ ζητάει συνέχεια ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλεεῖ. Ὁ θυμός, ἡ στενοχώρια καὶ ὅλα τὰ πάθη, εἶναι συναισθήματα ποὺ ἐχθρεύονται τὴν καρδιά μας· γι’ αὐτὸ ὁ διάβολος λυσσάει ποὺ παλεύουμε μαζί τους, καὶ μὲ τὴν ταπείνωση δὲν ἐπιτρέπουμε νὰ ῥιζώνουν μέσα μας! Τὸ εὐκολότερο εἶναι νὰ μᾶς “κατηγορεῖ” ὅτι εἴμαστε “ἄτολμοι” καὶ μὲ χαμηλὴ αὐτοεκτίμηση, ἀλλὰ ἡ θέση μας εἶναι νὰ τὸν περιφρονοῦμε, ὄχι νὰ πείσουμε ὅτι διαθέτουμε μία “μοναδικὴ” ταυτότητα…».
«Αὐτὸ λέω κι ἐγώ! Ἡ ἐνοχὴ εἶναι ἀποκλειστικά, τὸ συναίσθημα ποὺ βασανίζει τὴν ψυχὴ μόλις ἁμαρτήσει. Ὅμως ἐκ τῶν πραγμάτων, τὸ καλὸ παιδὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ κατ’ ἐπέκταση δὲν ἔχει σχέση οὔτε μὲ τὴν ἐνοχή! Δηλαδὴ πρόκειται γιὰ συκοφαντία ὅτι τὸ καλὸ παιδὶ νοιώθει μειονεκτικὰ ἐξ αἰτίας κάποιας ἐνοχῆς, ἤ ὅτι ἐξ αἰτίας της δὲν μπορεῖ νὰ σχετιστεῖ καὶ μπαίνει στὸ περιθώριο, ἄρα καλὰ θὰ ἔκανε νὰ ἀπενοχοποιηθεῖ, νὰ γίνει κακὸ παιδὶ… Σχετικὰ μὲ τοὺς γονεῖς μου τώρα, μέχρι καὶ πρὶν γνωρίσουν αὐτὴ τὴν δασκάλα, ἡ συμβουλή τους πάντα μὲ ἠρεμοῦσε, μὲ προστάτευε καὶ μὲ βοηθοῦσε! Ποτὲ δὲν μὲ ἐξέθεσαν σὲ κίνδυνο ἤ ἀπρέπεια, δηλαδὴ δὲν ὑπῆρχε ΚΑΝΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ νὰ τοὺς φέρνω ἀντιρρήσεις, ἤ νὰ μὴν διαβάζω τὰ μαθήματά μου, ἤ νὰ μὴν ὑπακούω σὲ ὅλα τὰ “πρέπει” καὶ τοὺς κανόνες τους! Ὅχι ἐπειδὴ θὰ εἶχα κυρώσεις —τί γελοῖο— ἀλλὰ ἐπειδὴ τοὺς ἀγαποῦσα! Δὲν χρειαζόμουν νὰ τραβήξω τὴν προσοχή πάνω μου μέσα στὴν τάξη κάνοντας φασαρία, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἔνοιωθα μειονεκτικά, καὶ δὲν ἐνοχλοῦσα ἐπειδὴ ἀναγνώριζα τὰ ὅρια τῆς εὐπρέπειας. Ἀναγνώριζα τὰ δικά μου ὅρια! Ἡ δασκάλα συμπεριφερόταν σὰν ἡ καλοσύνη νὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία, ἤ τὸ αἰσχρότερο πράγμα, ἤ κάποια ὑποκρισία, ποὺ ἄν ἔξέλειπε, ἡ ζωή μας θὰ καλυτέρευε… Δὲν καταλαβαίνω πῶς περίμενε ὅτι θὰ δείχνουν σθένος τὰ παιδιά, ἀντιμιλώντας ἤ κάνοντας ἐμπόλεμη ζωὴ… Οὔτε ὅμως καὶ ἔνοιωσε ἡ ψυχή μου, ὅτι ἡ δασκάλα ἀνησυχοῦσε ἤ νοιαζόταν καθόλου γιὰ ἐμένα…».
«Δωρόθεε, νομίζω ὅτι κατάλαβα ποῦ βρίσκεται ἡ παγίδα. Ἡ μητέρα σου ὑποτάχτηκε στὶς ἐντολὲς τῆς δασκάλας, ἡ ὁποία δὲν ἔνοιωθε ἐνοχές, γιὰ τὶς ἐνοχὲς ποὺ δημιούργησε στὴν μητέρα σου, φοβερίζοντάς την· ἔτσι, ἡ διαπαιδαγώγησή σου πέρασε εὔκολα στὰ χέρια τῆς δασκάλας, ποὺ ἤθελε νὰ σὲ κάνει ὅπως ἦταν καὶ ἡ ἴδια, δηλαδὴ νὰ μὴν ἐπιτρέπεις στὸν ἑαυτό σου νὰ “πτοεῖται” ἀπὸ τὶς ἐνοχές! Στὴν οἰκογένειά μου λέμε ὅτι ἡ προσευχὴ συνθλίβει τὸν φόβο, ἐπειδὴ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο. Ἴσως στὴν μητέρα σου νὰ ἐπικράτησε ὁ φόβος, καὶ δὲν κατάφερε νὰ διακρίνει τὶς συνέπειες τῆς ὑποταγῆς της… Ἄν δὲν ἔχανε τὴν πνευματικὴ ἰσορροπία της, θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει μὲ θάρρος στὴν δασκάλα, ὅτι καλὸ παιδὶ ΕΠΙΘΥΜΕΙΣ νὰ εἶσαι! Εἶναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ νὰ σὲ κάνει ὁ ἄλλος ἐπειδὴ τὸ θέλει!».
«Ἐννοεῖται! Νὰ ἁγιάσει τὸ στόμα σου, Γεώργιε! Τελικά, ἡ αὐτοπεποίθηση ποὺ στοχεύει στὴν ἀπενοχοποίηση, δὲν εἶναι δύναμη, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο λείπει ἡ καρδιά, δηλαδὴ ἡ εὐαισθησία καὶ ἡ ἑνότητα. Πολλοὶ ἄνθρωποι ὑποτάχτηκαν στὴν “νοοτροπία χωρὶς ἐνοχές”, καὶ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει σωστὸ καὶ λάθος. Πιστεύουν ὅτι ἔτσι ἀποκτοῦν δύναμη, μὲ τὴν ὁποία θὰ ὑποκριθοῦν πὼς εἶναι θεοί. Ὅσο ὅμως προσπαθεῖ κάποιος νὰ συγκεντρώσει τὴν δύναμη ποὺ προτείνει ἡ κοινωνία, τόσο περισσότερο τρωτὸς ἀποδεικνύεται, σὲ σημεῖο νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς τὴν ἐξάρτηση ἤ τὴν παρανομία. Εἶναι τόσο τὸ μίσος τοῦ διαβόλου γιὰ ἐμᾶς, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀφήνουμε τὸ παραμικρὸ ἴχνος ἐγωισμοῦ μέσα μας, γιὰ νὰ τοῦ κλείνουμε τὴν πόρτα. Ἐχουμε ἀνάγκη τὴν προσευχή, γιὰ νὰ ἑλκύσουμε τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀκούσουμε μέσα στὴν ψυχή μας, νὰ λέει: “Ἐγὼ Πατήρ, ἐγὼ Ἀδελφός, ἐγὼ Νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ· μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς”».
Στῶμεν καλῶς
Στῶμεν μετὰ φόβου

