You are currently viewing -Ὁ Θεὸς ταπεινοῖς δίδωσι Χάριν

-Ὁ Θεὸς ταπεινοῖς δίδωσι Χάριν

«Ὁ μπαμπὰς εἶναι ἄντρας, δὲν ξέρει ἀπὸ αὐτά, καὶ λέει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ διαθέσουμε χρήματα ἐκεῖ· ἀλλὰ ἡ μαμὰ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ περιποιημένα νύχια ἐπειδὴ ἀσχολεῖται μὲ τὰ οἰκειακά! Γιαγιά, εἶσαι ἡ μόνη μου ἐλπίδα γιὰ νὰ τοὺς πείσουμε νὰ μὲ ἀφήσουν νὰ πάω νὰ φτιάξω τὰ νύχια μου! Βλέπεις; Τὰ ἄφησα λίγο νὰ μεγαλώσουν. Σὲ παρακαλῶ, σκέψου κάτι! Ἄμα καταφέρουμε τὴν μαμὰ ὅτι δὲν εἶναι τίποτα, ὅταν πηγαίνεις στὸ γυμνάσιο νὰ ἔχεις φανταστικὰ σχέδια στὰ νύχια, θὰ σοῦ εἶμαι αἰωνίως εὐγνώμων! Ἀλήθεια στὸ λέω!». Ἡ γιαγιὰ μὲ κοίταζε κάπως ἔκπληκτη, μὲ τὴν φόρα ποὺ εἶχα πάρει, ἀλλὰ τὰ βαμμένα νύχια μὲ πολιορκοῦσαν ὅπου καὶ νὰ βρίσκομαι… Δὲν ξέρω πῶς τὰ κατάφερα νὰ βρίσκομαι ἔτσι “ξεκρέμαστη”, ἀλλὰ εἶμαι τὸ μοναδικὸ κορίτσι στὴν παρέα μὲ ἄφτιαχτα νύχια καὶ νομίζω ὅτι ἀκόμα καὶ στὸν δρόμο, τὰ μάτια ὅλων διαρκῶς κοιτάζουν τὰ χέρια μου! Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτή, νὰ νιώθεις σὰν τὴν μύγα μὲς τὸ γάλα!

«Βαΐτσα, ξέρεις τί θὰ κάνουμε;», εἶπε ἡ γιαγιά, καὶ ἡ ἀχτύπητη ἰδέα ποὺ φώτισε τὸ γελαστὸ βλέμμα της μὲ πλημμύρισε μὲ αἰσιοδοξία. «Θὰ πᾶμε νὰ μοῦ φτιάξουν πρῶτα ἐμένα τὰ νύχια, μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ παρδαλὰ σχέδια ποὺ μοῦ ἔλεγες καὶ ἀκόμα περισσότερα, καὶ μετὰ θὰ πᾶμε νὰ τὰ δείξουμε στὴν μαμά σου! Ἄν δεῖ ὅτι κυκλοφορῶ καὶ ἐγὼ σὰν σουρλουλού, ἴσως νὰ τὴν πείσουμε ὅτι τὰ νύχια ἔτσι ταιριάζουν καὶ στὴν κόρη της! Ἔ, τί λές;». Τὸ βλέμμα τῆς γιαγιᾶς πῆρε τώρα τὴν ἐντιμότητά του καὶ ἄρχισε νὰ κοιτάζει μέσα μου, ὁριοθετώντας τὴν ψυχή μου μὲ τὰ στολίδια καὶ τὴν ἀρχοντιὰ τῆς εὐπρέπειάς του. 

Ὥς τώρα, αὐτὸ τὸ βλέμμα εἶχε διώξει τοὺς φόβους μου πολλὲς φορές! Ἡ ἀγωνιστικότητα τῆς γιαγιάς μου στὶς δεκαετίες τῆς τόσο δύσκολης ζωῆς της, ποὺ στὰ μάτια μου ἑρμηνευόταν ὡς σπάνια ἀνθεκτικότητα, μοῦ ἔδινε δύναμη! Ἡ αὐταπάρνησή της ἀπὸ ὅταν ἦταν νέα, καὶ ἡ ἀφοσίωσή της στὴν φιλόθεη ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν της, ἡ αὐθεντικότητά της στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀκεραιότητας τοῦ χαρακτήρα, ζωγράφιζαν μέσα μου τὴν ὀμορφιὰ τῆς συνείδησης, ποὺ εἶναι “ἥσυχη”! Κοιτάζοντας τὰ κοντοκομμένα λευκὰ μαλλιά της, τὶς ἀδύναμες κινήσεις της, τὸ κουρασμένο σῶμα της μέσα στὸ πολυφορεμένο νυχτικό, ἡ εἰκόνα τῆς γιαγιᾶς μου μὲ τὰ περίπλοκα καὶ φανταχτερὰ σχέδια στὰ νύχια, παρέπεμπε σὲ βανδαλισμό! Θὰ ἦταν σὰν νὰ ἔχανε τὸν θυσιαστικὸ ἑαυτό της, σὰν νὰ παρέκκλινε ἀπὸ τὴν γραμμὴ τῆς ζωῆς ποὺ τὴν χαρακτήριζε! Σὰν νὰ ἀθετοῦσε ὅ,τι εἶχε ζήσει, ἤ σὰν νὰ “παρεκτρεπόταν”! Τὸ παράδοξο μὲ ἀπώθησε τόσο, ποὺ καὶ μόνο σὰν σκέψη μὲ ἀναστάτωσε! «Δὲν εἶναι καλὴ ἰδέα γιαγιά, αὐτὰ τὰ νύχια δὲν κάνουν γιὰ ἐσένα!», εἶπα κατσουφιάζοντας.

«Θέλεις νὰ πεῖς ὅτι σὲ ἐμένα, δὲν θὰ πετύχουν τὸν σκοπό τους; Ἀλήθεια, τί θὰ κερδίσεις ἄν γεμίσεις τὰ νύχια σου μὲ χάντρες καὶ χρώματα; Ποῦ θὰ σὲ βοηθήσουν;». 

Δὲν κατάλαβα τὴν ἐρώτηση. Τὰ νύχια φτιαγμένα —καὶ πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἐπαγγελματία— εἶναι κάτι σὰν “προαπαιτούμενο προσόν”. Πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ ἁπλῶς, μία σημερινὴ κοπέλα ΠΡΕΠΕΙ νὰ ἔχει! «Μὰ τὰ νύχια μου ἔτσι ἄφτιαχτα, φαίνονται ἀσήμαντα! Τὴν ἀξία σου πρέπει νὰ τὴν δείχνεις μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν δείχνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι!». Δὲν ἤξερα μὲ τί τρόπο νὰ τῆς ἐξηγοῦσα, ὅτι ὅσο δὲν ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ νὰ πείσω τοὺς γονεῖς μου γιὰ τὸ “αὐτονόητο” ποὺ θὰ μὲ “ἐπιβεβαίωνε”, ἔνιωθα τὴν πίεση ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἀποτυχίας, ἡ ὁποία στὶς φίλες μου προκαλοῦσε “ἔκπληξη”! Πρόκειται γιὰ κατάσταση ὅπου δὲν χωρᾶνε ἐξηγήσεις, θέλεις μόνο νὰ ξεφύγεις! Τὸ ἐπίμονο βλέμμα τῆς γιαγιᾶς μὲ γυρόφερνε, ψάχνοντας νὰ ἐντοπίσει τὴν δική μου ἐντιμότητα. «Ἡ ὀμορφιὰ εἶναι κάτι σὰν “ἀναγκαῖο ἐφόδιο”, ἕνα εἶδος “κοινωνικῆς ἀρετῆς”! Πρέπει νὰ τὴν κατακτήσεις, γιὰ νὰ δείξεις ὅτι παίρνεις τὸν ἑαυτό σου στὰ σοβαρά!», εἶπα κάπως εὐχαριστημένη ἀπὸ τὴν περιγραφή μου. 

«Δηλαδή, ὅλη ἡ ἱστορία εἶναι νὰ δοῦν τὰ νύχια σου, τὰ ἄλλα κορίτσια».

«Ναί!», ἀπάντησα αὐθόρμητα. 

«Ὁπότε δὲν μιλᾶμε γιὰ κάποια πραγματικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ γιὰ ψεύτικη, ἔ;».

«Μὰ ἀφοῦ λέμε ὅτι εἶναι ἀνάγκη, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι ψεύτικη;», ἀπόρησα.

«Μήπως δὲν τὸ κατάλαβα καλὰ ἐγώ; Ἡ ἀρετὴ καλύπτει τὶς βαθιὲς ἀνάγκες τοῦ ἑαυτοῦ σου, καὶ θὰ θρέψει αὐτὸ ποὺ εἶσαι· ἀλλὰ ἡ “κοινωνικὴ ἀρετὴ” — χωρὶς νὰ τὸ πολυπαραδέχεται— ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς οὐσιαστικὲς ἀνάγκες σου, σωστά; Πῶς νὰ τὸ ποῦμε γιὰ νὰ τὸ ξεχωρίζουμε; Νὰ ποῦμε ὅτι ὅσο ἡ “κοινωνικὴ ἀρετὴ” δὲν καλύπτει τὶς ἀνάγκες τοῦ πραγματικοῦ ἑαυτοῦ σου, καλύπτει τὶς ἀνάγκες ἐνὸς ψευδοεαυτοῦ; Ἐν προκειμένῳ, ἡ “κοινωνικὴ ἀρετὴ” περισσότερο μοιάζει γιὰ ψευδοαρετή, ποὺ ἡ δουλειά της εἶναι “νὰ σὲ κάνει νὰ φαίνεσαι” αὐτὸ ποὺ δὲν εἶσαι…».

«Μὰ ἐγὼ δὲν ἔχω δύο ἑαυτούς! Ἕνας ἄνθρωπος εἶμαι!».

«Ὅταν ὁ στόχος σου ὁλοκληρώνεται στὶς ἐντυπώσεις τῶν ἄλλων, καὶ ὄχι στὴν ἐκπλήρωση τῶν βαθιῶν ἀναγκῶν σου, αὐτὸ δὲν εἶναι ψευδοστόχος τοῦ ψευδοεαυτοῦ; Ποὺ δημιουργεῖ ψευδοανάγκες, γιὰ τὴν “μεταμόρφωση” σὲ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶσαι; Ὅσο πιὸ ἔντονες θὰ γίνονται οἱ ψευδοανάγκες, τόσο πιὸ ἀλλόκοτη θὰ εἶναι ἡ ψευδοεικόνα ποὺ θὰ τεντώνεσαι νὰ φτάσεις. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ἕνας τσακωμός, ἀνάμεσα σὲ αὐτὸ ποὺ εἶσαι ὄντως, καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶσαι; Πάντα στὸν τσακωμό, δὲν εἶναι ὅλοι χαμένοι; Δὲν νιώθεις νὰ σὲ πληγώνει τὸ κατάντημα τῆς ἀληθινῆς προσωπικότητάς σου, νὰ ὑποχρεώνεται σὲ προστριβὲς μὲ τὸν ψευδοεαυτό;».

«Γιαγιά, ἡ λύπη μὲ παιδεύει ὅσο τὰ χέρια μου φαίνονται ἀσήμαντα! Ἀπὸ αὐτὸ θέλω νὰ γλυτώσω!».

Ἡ γιαγιὰ ἅπλωσε τὸ χέρι της καὶ πῆρε τὸ δικό μου· τὸ κράτησε λίγο, ἔσκυψε τὸ φίλησε, καὶ τὸ ἀκούμπησε πάλι πάνω στὸ τραπέζι. «Παιδί μου, τὰ χέρια σου εἶναι ταπεινά, ὄχι ἀσήμαντα! Πλούσιος, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν ἄνεση νὰ καλύψει ὅλα ὅσα χρειάζεται. Ἄν δὲν ἐξασφαλίζει πρωτίστως τὶς οὐσιαστικὲς ἀνάγκες του, παρόλο ποὺ εἶναι σὲ θέση, τότε ζεῖ ὡς κακομοίρης! Ἄν πεινᾶς, καὶ ἀντὶ νὰ πᾶς στὴν κουζίνα γιὰ νὰ φᾶς, πᾶς στὴν ντουλάπα γιὰ νὰ δεῖς τί θὰ φορέσεις, τότε παρόλο ποὺ ἀγωνιᾶς ἐξ αἰτίας τῆς πείνας, θὰ σοῦ φαίνεται “σημαντικότερο” τὸ νὰ ἐντυπωσιάσεις… Δηλαδή, μὲ τὴν ψευδοανάγκη θὰ ἐμπαίζεις τὴν πείνα σου! Βαΐτσα, ἡ ψυχὴ ξέρει πότε ζεῖ ὡς πλούσια. Ἡ ἀρετὴ ὑπερπληροῖ τὶς ἀνάγκες τοῦ πνεύματος. Ὅμως ἡ ὑπερηφάνεια μισεῖ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ὠθεῖ στὴν δυστυχία! Ἡ ἀπροσδιόριστη ἀρετή, παύει νὰ εἶναι ἀρετή! Ὁ ψευδοεαυτός μονίμως ψεύδεται, ὥστε νὰ ἐκτροχιαστοῦμε στὴν ἐδῶ ζωή μας καὶ στὴν αἰωνιότητα! ΟΙ ΨΕΥΔΟΑΝΑΓΚΕΣ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΛΑ, καὶ γι’ αὐτὸ κάνουμε τὸ ἕνα λάθος μετὰ τὸ ἄλλο, στὸ σφίξιμο γιὰ νὰ νιώσουμε καλὰ…».

Στὸ μυαλὸ μοῦ ἦρθε ὁ ἄφρονας πλούσιος, καὶ τὸ στόμα μου στέγνωσε! Ἐνῶ τὰ γεννήματά του ξεχείλιζαν καὶ οἱ ἄλλοι τὰ ἔβλεπαν, ὁ ἄφρονας παρέμενε ἄκαρπος στὴν ψυχή! Αὐτὸ ποὺ τὸν συνέφερε νὰ θεωρεῖ ὡς “ἀρετή του”, τὸν ὠθοῦσε νὰ λέει στὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν χρειαζόταν τίποτα ἄλλο, ἐπειδὴ τὰ εἶχε ὅλα! «Αὐτὸ ποὺ εἶπες γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια, ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ληστεία τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ μοῦ ἔλεγες, ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἐγωισμοῦ;». Ἡ ἐντιμότητα μέσα μου βρέθηκε σὲ γενικὸ συναγερμό, προσδιορίζοντας τώρα σαφῶς ὅτι ἔπαιρνα τὸν ἑαυτό μου στὰ σοβαρά.

«Βεβαίως! Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμὸς εἶναι διαφορετικὲς ὄψεις τῆς φιλαυτίας. Ὅσο ἐπιτρέπουμε στὸν ψευδοεαυτὸ νὰ ἐπιβιώνει, συνεργοῦμε στοὺς ψευδοσκοποὺς τῆς φιλαυτίας· ὅμως ἔτσι ἀποποιούμαστε τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ μας! Γενικῶς, ὅταν ὑπερισχύει κάποιος ψευδοσκοπός μας, σημαίνει ὅτι ἀδιαφοροῦμε γιὰ ὅσα ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή μας, ποὺ εἶναι ὁ πραγματικὸς ἑαυτός μας! Ἐκείνη, καρδιά μου, μᾶς ἐλέγχει ποὺ δὲν πλουτίζουμε μὲ Ο,ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΘΕΛΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ἀλλὰ ἐμεῖς παρεξηγοῦμε ἠθελημένα τὴν συνείδησή μας καὶ ἀντιδροῦμε ἐγωιστικῶς. Ὅσο ὁ ψευδοεαυτὸς ἁρπάζει τὴν διοίκηση, καὶ ἀκοῦμε τὴν ὑπερηφάνεια ἀντί τῆς συνειδήσεως, χάνουμε τὴν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅπως καὶ τῶν νόμων τῆς ἠθικῆς… Ἡ συνείδηση δὲν παραλογίζεται ποτέ, οὔτε ἐξαπατᾶ. Αὐτὰ εἶναι ἡ δουλειὰ τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς πλεονεξίας…».

«Δηλαδὴ τὰ νύχια, τὰ μαλλιά, τὰ ροῦχα, εἶναι κάτι σὰν τὶς μεγαλύτερες ἀποθήκες ποὺ ἤθελε νὰ χτίσει ὁ ἄφρονας;», ῤώτησα ἀπρόθυμα τὴν γιαγιά, σημαίνοντας ταυτόχρονα τὴν ὑπαναχώρησή μου ἀπὸ τὸν ψευδοσκοπὸ τῶν “ἀκριβῶν” νυχιῶν.

«Ναὶ κόρη μου! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ζήσει αὐτὸ ποὺ φαντάζεται, ἡ ἀνεξαρτησία τῆς προσωπικότητάς του καταντάει μία ἀπατηλὴ ἰδέα! Ὅσο ζεῖ σὰν νὰ μὴν ἔχει πνεῦμα, ἀφήνεται στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, ποὺ κάνει τὴν ζωή του βασανιστική! Ἡ συχνότητα τοῦ ψεύδους εἶναι ἡ καταστροφή! Οἱ ἀνικανοποίητες ἀνάγκες συγκλονίζουν τὸ πνεῦμα μας, καὶ τοῦ διεγείρουν βαθύτατη λύπη! Ἡ ἀξία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε στὴν πραγματικότητα ! Ὅσο περισσότερο “ἀνάρμοστη” εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ πλάθει ὁ ψευδοεαυτός μας, τόσο μεγαλύτερο εἶναι τὸ ἄγχος μας γιὰ τὸ ψέμα ποὺ κατασκευάζουμε… Ὁ Κύριος μᾶς τὸ εἶπε, “χωρὶς Ἐμοῦ, οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν”! Συνήθως τὸ ὑποτιμᾶμε, ἀλλὰ Η “ΚΡΥΜΜΕΝΗ” ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, κυκλοφορεῖ πλέον στὸν ὀργανισμὸ ὡς τραγικὴ ΜΕΙΟΝΕΞΙΑ! Σκέψου, ὅτι ὅταν παραβιάζουμε τὴν συνείδησή μας ἀκόμα καὶ στὰ μικρά, ὁ ψευδοεαυτὸς χτυπάει ΤΗΝ ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ!».

Σὰν νὰ “ἀναστέναξε” ἀπὸ ἀνακούφιση τὸ πνεῦμα μου, ποὺ ἡ γιαγιὰ τὸ ὑπερασπίστηκε, καὶ νὰ ἦταν ἡ σειρά του τώρα νὰ ὑπεραμυνθεῖ τῶν λόγων της, φώτισε στὸν νοῦ μου ἕνα σκηνικὸ ποὺ στὴν κυριολεξία, εἶχε μαγνητίσει στὴν ψυχή μου, τὴν λύπη. Μόλις μία μαμά, εἶδε τὴν προσπάθεια τοῦ μικροῦ παιδιοῦ της νὰ βάλει τὸ καλαμάκι στὸ κουτὶ μὲ τὸν χυμό, πρὶν ἐκείνη πληρώσει τὰ ψώνια σὲ ἕνα μαγαζί, τὸ σταμάτησε λέγοντάς του δυνατά: “νὸ νὸ νὸ!” Ἦταν γνωστή μου, ἦταν Ἑλληνίδα μεγαλωμένη στὴν Ἑλλάδα, δὲν ἦταν λογικὸ —δηλαδὴ ἔντιμο— ποὺ μιλοῦσε στὸ παιδί της στὰ ἀγγλικά! Μοῦ ἔκανε τόση ἐντύπωση, ποὺ τὸ σκεφτόμουν συνέχεια! Τότε συνειδητοποίησα καὶ τὴν λύπη ποὺ ἔνιωσα προσφάτως περνώντας δίπλα ἀπὸ μία παιδικὴ χαρά, ὅταν ἄκουσα κάποια ἐπίσης Ἑλληνίδα μαμὰ νὰ λέει στὸ μικρὸ παιδί της: “εὐχαρίστησε τὸ παιδάκι ποὺ σὲ ἄφησε νὰ ἀνέβεις στὴν τραμπάλα, πὲς θένκιου!”. Εἶχα στενοχωρηθεῖ ποὺ τὸ παιδάκι της δὲν θὰ μάθαινε ποτὲ νὰ ξεχωρίζει τὶς λέξεις ποὺ ἀνῆκαν  στὸν λαό του, ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες, ἤ ποὺ δὲν θὰ μάθαινε ὅτι τὸ ἴδιο, συμμετέχει στὴν περιουσία τοῦ λαοῦ του! Στὴν οἰκογένειά μου τὴν πατρίδα τὴν σεβόμαστε καὶ μέσα στὴν ψυχή μας τὴν περιβάλλουμε μὲ τιμή, ἐπειδὴ ξέρουμε ὅτι εἶναι ἁγία! Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν τόπο μας κάνει τὴν καρδιά μας νὰ χτυπάει δυνατά! Ἐκτιμᾶμε τὰ χώματα ποὺ γεννηθήκαμε καὶ τὰ νοιαζόμαστε ὅπως νοιαζόμαστε τὸ σπίτι μας, ἀφοῦ ΕΙΝΑΙ Η ΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΝΑΤΡΕΦΕΙ! Ὁ πατέρας μᾶς λέει πὼς ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσουμε κάτι, τὸ χάνουμε! Τώρα ποὺ τὸ σκέφτομαι βλέπω, πὼς ἔχω ἀκούσει δεκάδες Ἑλληνίδες μανάδες μικρῶν παιδιῶν, νὰ τοὺς μιλᾶνε στὰ ἀγγλικά! Δηλαδὴ ΠΑΡΑΙΤΟΥΝΤΑΙ οἱ ἴδιες ἀπὸ  τὴν ἐθνικὴ ταυτότητά τους, καὶ παρόλο ποὺ τὰ παιδιά τους εἶναι Ἑλληνόπουλα, δὲν θὰ τὴν ἀποκτήσουν κάν! Στοὺς ἄλλους ἀπέναντι, μπορῶ νὰ ἐντοπίσω εὐκολότερα αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι ἔντιμο, καὶ νὰ τὸ παραδεχτῶ μετὰ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ἐκείνη ἡ μαμὰ μέσα στὸ μαγαζί, μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶχε ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ ἐπιδείξει μπροστὰ στὸ παιδάκι της, ΕΝΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ὡς “αὐθεντικὸ”! Μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ φανταστῶ πὼς θὰ ἔφτανε νὰ ἀπαντήσει καὶ στοὺς μεγάλους, “νὸ νὸ νὸ”. Δηλαδή, χρειαζόταν κάτι σὰν “δάνειο προσωπικότητας”, ὥστε νὰ χτίσει τὴν ζωή της πάνω σὲ κάτι ποὺ δὲν εἶναι; Αὐτὸ εἶδε καὶ ἡ γιαγιὰ μέσα μου, τὸ “δάνειο” ποὺ ἀποζητοῦσα, ποὺ θὰ “ἐνίσχυε” τὴν προσωπικότητά μου; Αὐτὸς ἦταν ὁ ψευδοεαυτὸς ποὺ εἶπε; Καὶ οἱ ψευδοανάγκες —οἱ τόκοι— εἶναι τὰ ἑπόμενα ψέματα στὰ ὁποῖα κατέφευγα, γιὰ νὰ “πιστοποιήσω” τὸ πρῶτο; Ἡ μαμά μου λέει ὅτι τὸ πνεῦμα μας ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν φόβο Θεοῦ, τὴν συνείδηση καὶ τὴν προσευχή, καὶ ὅταν ὑστερεῖ κάπου, γίνεται “δειλό”… Σὲ αὐτὰ εἶχα χάσει τὸν ἐνθουσιαστικὸ ζῆλο μου, καὶ ἡ μειονεξία τοῦ πνεύματός μου φανερώθηκε στὴν συμπεριφορά μου ὡς φιλαρέσκεια, τὴν κόρη τῆς ὑπερηφάνειας; Μόνο ποὺ δὲν κατάλαβα ὅτι ἤθελε νὰ χτυπήσει τὴν ῥίζα τῆς ἴδιας τῆς ταυτότητάς μου… Μήπως δὲν ὁμολόγησα τὴν πονηριὰ τῆς ὑπερηφάνειας, μόλις σκέφτηκα τὴν γιαγιάκα μου μὲ φιλάρεσκα νύχια; «Γιαγιά, ὅταν διαπιστώνουμε μία πνευματικὴ ἔλλειψή μας καὶ θέλουμε νὰ τὴν καλύψουμε, δὲν εἶναι αὐτὸ μία πραγματικὴ ἀνάγκη;».

«Ὁπωσδήποτε! Ἀρκεῖ νὰ τὴν καλύψουμε, προσευχόμενοι! Βλέπεις, κάθε ἀσθένεια θεραπεύεται μὲ τὰ δικά της φάρμακα. Προσοχή, ὁ ψευδοεαυτὸς τρέφει σφοδρὴ ἀπέχθεια γιὰ τὴν ἔρευνά μας στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας, ποὺ τελικῶς ἀποκαλύπτει τὰ παράνομα στηρίγματά του, καὶ γιὰ νὰ ἐπιβιώσει, ἀντεπιτίθεται μὲ “κρυφὴ” ὑπερηφάνεια…». 

«Νομίζω ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι κρυμμένη ἀδυναμία! Θέλουμε νὰ φαινόμαστε καλὰ χωρὶς νὰ εἴμαστε, μόλις μποῦμε στὴν πλατεῖα ὁδό, ποὺ καταλήγει στὴν Κόλαση… Εἶχες πεῖ ὅτι ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸν διάβολο, καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἄνθρωπο!».

«Τὸ ψεῦδος μάχεται νὰ κρύψει ὅτι ἡ αἰωνιότητα εἶναι τὸ στοιχεῖο μας! Ἐφόσον παιδί μου, ὁ ἀληθινὸς προορισμός μας εἶναι νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Παράδεισο, τὴν αἰώνια Πατρίδα μας, ὀφείλουμε νὰ ἀξιοποιήσουμε τὴν ἀληθινὴ προσωπικότητά μας καὶ νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστη εἶναι ἀγαθό, ποὺ ὅταν τὸ χρησιμοποιεῖς αἰσθάνεσαι πλοῦτο ψυχῆς!». 

«Γιαγιά, πάντα ὅταν ἡ ψυχή μου ἀνεβαίνει στὸν Χριστὸ αἰσθάνεται προστατευμένη, γεμάτη! Αισθάνεται ὅτι ἔχει τὴν δύναμη νὰ κάνει ὅλα αὐτὰ ποὺ ὑπόσχεται ἀπὸ τὸ βάθος της, καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ὑποχρεώνει τὸ βάθος της!

Χριστέ, τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν,

τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον,

σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου,

ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα Φῶς τὸ ἀπρόσιτον,

καὶ κατεύθυνον τὰ διαβήματα ἡμῶν

πρὸς ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν Σου

πρεσβείαις τῆς παναχράντου Σου Μητρός,

καὶ πάντων Σου τῶν ἁγίων.

Ἀμὴν

Τὸ βιβλίο μου εἶναι ἕτοιμο νὰ φτάσει

στὴν ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσή σου!

Διαβάζοντάς το, ξεκινᾶς ἕνα ταξίδι ἀπὸ δρόμο ποὺ εἶχε κλείσει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὸν τόπο μας! 

Θυμήσου τὰ λόγια μου…

Ὅποιος σιωπᾶ,

δείχνει ὅτι συναινεῖ!

Λίγα λόγια γιἀ ἐμένα,

μπορεῖς νὰ βρεῖς ἐδῶ.

Μοιραστεῖτε τὸ ἄρθρο μὲ τοὺς φίλους σας

Βασιλική Κουφή

Μπορεῖ τὸ ΠΑΡΑΛΟΓΟ νὰ δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπικρατεῖ, ἰσως ἀκόμα καὶ ὅτι παραγκωνίζει τὴν λογική, ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι καθόλου ἔτσι! Πρόκειται μόνο γιὰ ὉΜΙΧΛΗ, ποὺ ἡ ὑποτιθέμενη δύναμή της εἶναι ὅτι σὲ ἐμποδίζει νὰ δεῖς τί κρατάει κρυμμένο...Ἄν ἑστιάσεις πάνω της χάνει κάθε φορὰ τὸ πλεονέκτημά της, ποὺ εἶναι ὁ ἀφανής αἰφνιδιασμός! Ἀφοῦ τὸ πλεονέκτημα τοῦ παραλόγου εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός, τότε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ προετοιμαστοῦμε! Θὰ συγκρίνουμε τοὺς καρποὺς τοῦ παραλόγου μὲ τὴν ποιότητα ζωῆς ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, καὶ δὲν θὰ ἀφεθοῦμε στὴν... προκατασκευασμένη "τύχη μας"! Λέγομαι Βασιλικὴ Κουφῆ καὶ ἐδῶ μπορεῖτε νὰ διαβάσετε ἄρθρα ποὺ επιδιώκουν νὰ «ἀπονευρώσουν» ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ!