«Θέλεις;», ῥώτησε ὁ Χρόνης καὶ ἔδειξε τὰ γαριδάκια ποὺ κρατοῦσε, ἀλλὰ θυμήθηκε ὅτι νήστευα καὶ τὸ διόρθωσε: «Τί λέω, ἀφοῦ δὲν τρῶς…». Εἶχε ἀνοίξει τὸ σακουλάκι, ἀφότου τελείωσε τὴν μεγάλη σοκολάτα ποὺ εἶχε κρύψει στὸ ψυγεῖο. Μέσα στὶς ἡμέρες ποὺ τὸν φιλοξενούσαμε, ἦταν ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ τὸν ἄκουγα νὰ λέει ὅτι μετὰ ἀπὸ κάτι γλυκό, ἕνα ἁλμυρὸ ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε. «… καὶ δὲν εἶναι καὶ ἡ καθορισμένη ὥρα σου, ποὺ τρῶς!». Τὸ εἶπε μὲ ὕφος, περισσότερο ἐπειδὴ δὲν τὸ χωροῦσε τὸ μυαλό του. Στὴν οἰκογένειά μου τὸ φαγητὸ ἔχει καθορισμένες ὧρες καὶ δὲν σκεφτόμαστε νὰ φᾶμε κάτι ἐνδιάμεσα στὰ γεύματα, μόνο ἐπειδὴ τὸ εἴδαμε μπροστά μας, ἤ ἐπειδὴ ἐκεῖνο ξεπετάχτηκε στὴν σκέψη μας. Ἡ ματιὰ τῆς ἀδερφῆς μου ἔπιασε τὴν διάθεση ποὺ εἶχε ὁ ξάδερφός μας νὰ μὲ περιπαίξει καὶ σὰν μεγαλύτερη, ἀνέλαβε τὴν ὑπεράσπιση:
«Τὸ σῶμα εἶναι σὰν τὸ ξύλο καὶ πρέπει νὰ τὸ πελεκᾶμε προσεκτικὰ μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ὑπακοή. Ἄν θέλουμε νὰ ἔχουμε σωφροσύνη, χρειάζεται νὰ συγκρατοῦμε τὴν κοιλιά μας!».
«Σοβαρὰ τώρα, θὰ ζητᾶς ἀκόμα τὴν ἄδεια γιὰ τὰ πάντα;», ἀντέδρασε ὁ Χρόνης μόλις μείναμε οἱ δυό μας. «Ἔλεος, Λαυρέντη, σὲ λίγο θὰ πᾶς στὸ λύκειο!».
«Αὐτὸ ποὺ δὲν παρατήρησες, εἶναι ὅτι ἔχω δικό μου πρόγραμμα· δὲν κάνω ὅ,τι μοῦ λένε οἱ δικοί μου. Εἶναι ἐπιλογή μου νὰ νηστεύω, νὰ ἐκκλησιάζομαι, καὶ μὲ λίγα λόγια νὰ ἀγωνίζομαι πνευματικά! Ὁ στόχος μου εἶναι νὰ ὑποτάσσω τὸ σῶμα μου στὴν ψυχή μου, ὥστε ἡ ψυχή μου νὰ ὑποτάσσεται χωρὶς ἐμπόδια στὸν Θεό! Σοῦ εἶπα, τὸ πρότυπό μου εἶναι ὁ ἅγιός μου, ὁ ἅγιος Λαυρέντιος ὁ Μεγαρεύς* καὶ θέλω νὰ τοῦ μοιάσω στὴν θεοσέβεια καὶ τὴν φιλοθεΐα!».

«Εἴδατε ποὺ σᾶς ἔλεγα ὅτι ἔχει ὡραία παραλία ἐδῶ;», εἶπε ὁ Χρόνης στὰ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια τῆς μεγάλης —ἄγνωστης σὲ ἐμένα— παρέας του, ποὺ εἶχε ὀργανώσει ὁλοήμερη ἐκδρομὴ στὴν περιοχή μας. Ὅλα παιδιὰ τῆς δικῆς μου ἡλικίας, γεμάτα δίψα νὰ κατακτήσουν “τὰ πάντα”, ποὺ εἶχαν ὅμως στὸ βλέμμα μία περίεργη ὁρμητικότητα! Εἶχαν κάνει πολλὰ χιλιόμετρα γιὰ νὰ μὲ γνωρίσουν, ἔτσι εἶπε ἡ μία ἀπὸ τὶς κοπέλες. Πρὶν τὸ καταλάβω βρέθηκα καὶ ἐγὼ νὰ κοιτάζω μὲ “ἐλευθερία”, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό μου ἀφύλαχτο. Θεώρησα καθήκον μου νὰ τραβήξω τὰ “φῶτα” πάνω μου, κάνοντας ἐπίδειξη γνώσεων καὶ ἱκανοτήτων, καὶ ὅπως περνοῦσαν οἱ ὧρες δίπλα στὴν θάλασσα, ἐπεδίωκα νὰ γίνομαι περιποιητικὸς καὶ εὐχάριστος. Ὁ Χρόνης ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν “πρόοδό μου” ὅπως εἶπε, βάλθηκε νὰ ἀναδεικνύει κάποια κρυφὴ πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀνοίγοντας συζητήσεις πάνω σὲ ἀμέτρητα θέματα, ποὺ ὥς τώρα θὰ ἀπέρριπτα ὡς μάταια καὶ ἀνόητα. Ὅπως κρέμονταν ὅλοι ἀπὸ τὰ χείλη μου, ἐπαινώντας τὴν εὐστροφία καὶ τὴν ὀξύτητα τῆς σκέψης μου, μιὰ λεπτὴ εὐχαρίστηση αὐτοθαυμασμοῦ ἔσφιγγε τὴν καρδιά μου, ἀπολαμβάνοντας αὐτὸ ποὺ ζοῦσα! Μέσα στὴν ὀνειρικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς παρέας ποὺ “εἶχα ἀφήσει ἄφωνη” μὲ τὴν κρίση καὶ τὶς δεξιότητές μου, δέχτηκα ἀκόμα καὶ νὰ βγάλουμε φωτογραφίες, γιὰ νὰ τὶς ἀναρτήσουν στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης… Τὰ παιδιὰ ἐπέμεναν, πρῶτον ὅτι ἐπιβάλλεται νὰ δοῦν ὅλοι τὸ ἀγόρι μὲ τὴν ἰσχυρὴ σκέψη, καὶ δεύτερον, ὅτι θὰ ἤμουν ἀδικαιολόγητος ἄν δὲν ἀπολαμβάνω “ὅπως πρέπει” τὴν ζωή μου… Τὴν ἑπόμενη φορά, θὰ ἔρχονταν στὴν πόλη μου γιὰ νυχτερινὴ διασκέδαση καὶ θὰ εἶχαν “μεγάλες προσδοκίες” ἀπὸ ἐμένα!

Ξαφνικά, στὸ μυαλό μου εἶχαν ἀνοίξει ἀπὸ παντοῦ “πόρτες”, ποὺ ζητοῦσαν τὰ δικά τους! Ἀφθονία σκέψεων εἶχε ἀρχίσει νὰ γεννοβολάει ἀπὸ τὸ πουθενά, καὶ δὲν μὲ ἄφηνε οὔτε λεπτὸ σὲ ἡσυχία, κάνοντας νὰ νιώθω τὸ κεφάλι μου σὰν νὰ ἦταν σβούρα! Ζοῦσα ἀκόμα στὸν ἀπόηχο τῆς χθεσινῆς ἡμέρας, καὶ ἔνιωθα ἱκανοποιημένος μὲ τὸν ἑαυτό μου! Χωρὶς νὰ τὸ θέλω, μὲ τὴν φαντασία ξαναζοῦσα “τὴν ἐπιτυχία μου”, καὶ γοητευόμουν ἀπὸ τὸ “ὕψος” ποὺ ἔδειξα στοὺς καινούργιους φίλους μου! Ὥς τώρα δὲν εἶχα προσέξει ὅτι οἱ ἄλλοι μὲ ἔβρισκαν ἀξιολάτρευτο, ἀλλὰ γιατὶ ὄχι; Μιὰ χαρὰ παλικάρι ἤμουν, γεροδεμένο, σπινθιροβόλο καὶ γεμάτο χαρά! Αἰσθανόμουν μία ἀπροσδιόριστη ἕλξη νὰ ἐλέγχει τὴν καρδιά μου, νὰ τὴν ἀναστατώνει καὶ στὴν συνέχεια σὰν θύελλα, νὰ τὴν διασκορπίζει στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα! Ἐμφανίστηκε καὶ μία πρωτόγνωρη ἐσωτερικὴ κατάσταση, σὰν νὰ ὑπῆρχε στὴν καρδιά μου κάτι “ῥευστό”, μία μυστικὴ ῥοπὴ ποὺ ἤθελε νὰ “σκεπάσει ὅσα προϋπῆρχαν” καὶ γι’ αὐτὸ σιγοψιθύριζε ἀκατάπαυστα: “Τώρα ἀπόλαυσε! Δὲν χρειάζεσαι τίποτα ἄλλο!”. Ὅσο ἔνιωθα αὐτὸ τὸ βαθύτροπο σφυροκόπημα, βρισκόμουν ἀνυπεράσπιστος μπροστὰ στὸ ὀδυνηρὸ αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἀδιόρατης λύπης ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ἑρμηνεύσω, ἀλλὰ ἴσως κατάφερνα νὰ καταπολεμήσω ἄν ἔβγαινα ἀπὸ τὸ σπίτι…


Τὸ ἀπόγευμα εἴπαμε νὰ βγοῦμε βόλτα. Αὐτὴ τὴν φορὰ ὁ Χρόνης δὲν ἵδρωσε γιὰ νὰ μὲ πείσει νὰ βγῶ στὴν φασαρία, τὴν ὁποία παρατηροῦσα πάλι μὲ ἀχόρταγα μάτια, ποὺ κοιτοῦσαν πέρα ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τῆς συστολῆς. Ἡ περιέργεια, τὸ ἴδιον θέλημα καὶ ἡ δίψα γιὰ ἀπολαύσεις, ἦταν τὸ ἀντίκρισμα τῶν περισπασμῶν ποὺ μὲ εἶχαν ἀπαγάγει, ὅπου συνεχίζοντας νὰ διαχέουν ἀδιακρίτως τὴν ἐσωτερικὴ προσοχή μου, τὴν ἀντικαθιστοῦσαν μὲ τὸ ξόδεμα τῆς καρδιᾶς… Ἡ ἐσωτερικὴ ἀνάπαυση εἶχε ἐκτοπιστεῖ ἀπὸ τὶς τύψεις, ποὺ ὅπως βρίσκονταν σὲ ἐπιφυλακή, μὲ εἶχαν θέσει ὑπὸ ἀκανθώδη περιορισμὸ καθιστώντας τὴν “ἐλευθερία μου” ἀποκλειστικὰ “εἰκονική”… Ἔχοντας συνέχεια ἔννοια γιὰ τὴν γνώμη τῶν ἄλλων αἰσθανόμουν νευρικότητα, ποὺ μὲ τὴν σειρά της μοῦ ἔφερνε ἀστάθεια στὴν διάθεση καὶ ἀκαταστασία στὴν ψυχή. «Ἐμᾶς, θὰ μᾶς σερβίρουν κάποτε;», διαμαρτυρήθηκα μὲ ἀνυπομονησία, ἴσως ἐπειδὴ ἔνιωθα ὅτι ἤμουν τὸ κέντρο τοῦ κόσμου, παρόλο ποὺ τὸ μέρος ποὺ πήγαμε γιὰ καφέ, ἦταν κατάμεστο ἀπὸ κόσμο. Ἄγνωστο γιατί, ἔχοντας “ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ δικαιωθῶ”, ἄρχισα νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὸ ἄτομο ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὰ διπλανά τραπέζια, ἀλλὰ ὄχι ἐμᾶς. Ἄρχισα νὰ τὸ κατακρίνω στὸν Χρόνη, παρόλο ποὺ τὸ ἤξερα μονάχα ἐξ ὄψεως. Τὸ ἴδιο ἔκανα καὶ γιὰ ἄλλους ποὺ μοῦ ἔρχονταν στὸ μυαλό, ποὺ μοῦ τάραζαν τὴν σκέψη ἐπειδὴ δὲν ἦταν “σωστοί”, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατήσω τὴν ὀξυθυμία καὶ τὸ στόμα μου. Ὁ Χρόνης κράτησε ἀπόσταση, καὶ μὲ παρακολουθοῦσε ποὺ μουρμούριζα. Ἴσως τὸ παρατράβηξα. Ξαφνικά, κάποιος ποὺ καθόταν δίπλα μας ἀγανάκτησε καὶ γυρίζοντας μὲ κοίταξε μὲ ἀπέχθεια, ῥίχνοντάς μου μία εὔγλωττη ματιὰ ἀγριάδας ποὺ ἔλεγε: “Δὲν σὲ ἀντέχω ἄλλο! Θὰ σταματήσεις;”. Τότε, ἀπὸ μπροστά μου χάθηκαν ὅλα!

Καθόμουν ἐμβρόντητος, συνειδητοποιώντας ὅτι ἡ ψυχή μου ἤταν παντελῶς ἄδεια ἀπὸ τὶς ἄμυνές της! Ἡ δύναμή της, αὐτὴ ποὺ ὥς τώρα τὴν ἔκανε δυνατὴ μπροστὰ στὴν ἁμαρτία, εἶχε ἐξανεμιστεῖ! Ποῦ εἶχα “μεταφερθεῖ”, καὶ δὲν καταλάβαινα ὅτι εἶχα χάσει τὸν ἑαυτό μου; Γιατὶ δὲν συνειδητοποιοῦσα πόσο ἀπρεπὴς εἶχα γίνει; Ἦταν ἀνήκουστο γιὰ ἐμένα νὰ πλήττω τὸν πλησίον μου, ποὺ εἶναι ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ! Πῶς κατάντησα νὰ κατακρίνω, καὶ νὰ φέρω μέσα μου ἀκόμα καὶ ἀντιπάθεια; Πῶς ἐπέτρεψα στὴν σκέψη μου νὰ μελετάει τὴν κακία, ποὺ ἀφήνει τὴν καρδιὰ νὰ ἀποθρασύνεται; Πάντα ἡ δύναμή μου ἦταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ! Τὴν εἶχα χάσει; Ἀπὸ πότε εἶχα νὰ προσευχηθῶ; Χωρὶς νὰ ἔχει τὴν πίστη καὶ τὴν πεποίθηση στὸν Θεό, ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ περιφρονήσει μὲ θάρρος, τοὺς πειρασμούς! Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ γνωρίζουμε τὶς μεθοδεύσεις τῆς ἁμαρτίας προκειμένου νὰ συλλάβει τὴν ψυχὴ στὴν φιλαυτία, ἡ ὁποία ναρκοθετεῖ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια… Ὅμως χωρὶς τὴν ἡσυχία τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν εἰρήνη τοῦ νοός, καὶ ἡ φαντασία ξυπνάει, κάνοντας τὸ σῶμα κατοικητήριο τῶν παθῶν! Δηλαδή, Η ΑΙΤΙΑ ποὺ Η ΨΥΧΗ ΣΚΛΑΒΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΑΡΚΑ εἶναι Η ΑΜΕΛΕΙΑ! Ὅμως τὰ πνευματικὰ ἀτοπήματα ἀδειάζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τοὺς οὐράνιους χτύπους της! Τὴν ἐξαναγκάζουν σὲ ἐρήμωση, σὲ ἕνα εἶδος “λεπτῆς ἀπόγνωσης”, μία μορφὴ ἀζωίας, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔπαρση… Ὅταν ἔχεις συναντηθεῖ μὲ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, ποὺ σταλάζει ἀβίαστα τὴν κατάνυξη ἀπὸ τὴν γεύση τῆς πίστης, μετὰ ἡ πτώση τῆς ψυχῆς στὴν “ἔλλειψη τῆς ζωῆς” τὴν συγκλονίζει καὶ τὴν γεμίζει φόβο!

Ἔχοντας κρύψει μὲ τὰ χέρια τὸ πρόσωπό μου, καθόμουν στὸ σκοτάδι, στὸ γραφεῖο τοῦ πατέρα μου, καὶ τὸν περίμενα. Εἶχε πάει μὲ τὴν μάνα μου στὴν παραλία, γιὰ περπάτημα. Ὅταν ζήτησα ἀπὸ τὸν Χρόνη νὰ μείνω λίγο μόνος μου, ἔδειξε κατανόηση. Μπορεῖ καὶ νὰ κατάλαβε ὅτι ζαλιζόμουν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πείνα, στὴν ἐκκούσια μοναξιὰ ἀπὸ τὴν “γνώμη τῶν ἀνθρώπων”… Ἡ ἀγωνία τῆς ψυχῆς μου ἦταν ἀβάσταχτη! Ἀπὸ τὴν “περιουσία” ποὺ μοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Χριστός, πόση νὰ εἶχα διασκορπίσει ἐκεῖ στὴν “ξενιτιὰ” ποὺ παγιδεύτηκα; Τώρα ἔβλεπα ὅτι μόλις σταμάτησα νὰ γρηγορῶ, ἀμέσως ἔχασα τὸν ἔλεγχο τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς μου καὶ τὸ θράσος ἔκλεψε τὸ τιμόνι…


Μὲ τὴν λιποταξία μου πρὸς τὴν πλαδαρὴ σκέψη, ὁ νοῦς ἔπαψε νὰ τρέφεται μὲ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔψαχνε στὰ σκουπίδια τῆς περιέργειας, ποὺ ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ δυσωδία της “ἀφανίζει” τὴν λαχτάρα γιὰ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ! Ἄρα ζαλάδα ἀπὸ τὴν πείνα τοῦ πνεύματος σημαίνει, νὰ μὴν νιώθω τὴν ἀνάγκη νὰ προσευχηθῶ γιὰ βοήθεια ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ; Αὐτὸ ὁ πατέρας μου τὸ λέει “αὐτονόμηση”…

«Πατέρα, ἔγινε αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶχες πεῖ ὅτι ἔπρεπε νὰ προσέχω! Ἡ “ἀνυπόστατη φτώχεια” ἦρθε μαζί μὲ τὸν “ἀνυπόστατο πλοῦτο”, ὅμως ἐγὼ δὲν τὸ κατάλαβα ἀμέσως…».
«Ὅταν βρίσκεται στὴν ἡλικία σου ὁ ἄνθρωπος, Λαυρέντη, εἶναι δύσκολο γιὰ τὰ μάτια του νὰ ἐπισημάνουν αὐτὲς τὶς δύο φαντασιώσεις, ἀμέσως. Ὅμως ὅσο καλύτερα εἶναι προετοιμασμένος, τόσο ἐπανέρχεται γρηγορότερα στὴν νήψη. Ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Δικαιοσύνη, δηλαδὴ ὁ Χριστός. Ἀλλὰ ἡ ἐπιθετικὴ φαντασίωση πλησιάζει φέρνοντάς σύγχυση στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ τὴν κλονίσει, παρουσιάζοντας ὡς χαρὰ τὶς διασκεδάσεις, ποὺ τὴν διασκορπίζουν… Μόλις σπείρει τὴν αὐτολύπηση ἀπὸ τὴν “ὑποτιθέμενη μοναξιὰ”, ἐκεῖ στὴν βάση τῆς συγχύσεως, πείθει τὴν ψυχὴ ὅτι ὑστερεῖ καὶ ὅτι προκειμένου νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ὑποτιθέμενη λύπη, πρέπει νὰ ἐκτεθεῖ στὸν… “πλοῦτο” τῶν πειρασμῶν! Δηλαδὴ τὴν ὠθεῖ νὰ εἰσέλθει στὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀδικία, ποὺ βιάζονται νὰ πληγώσουν ὄντως καὶ νὰ πονέσουν τὴν ψυχή, ἀφοῦ θὰ ἐπιδιώξουν νὰ τὴν συστήσουν τὸ συντομότερο μὲ τὴν κακία… Ἐκεῖ, στὴν “αὐτονόμηση”, παραμονεύει Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΛΥΠΗ, ποὺ “διαλύει” τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνει νὰ λιώνει… Ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ τραβήξει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν “ἀχρήστευση” ποὺ τοῦ καταφέρνει ἡ κακία, εἶναι ὁ ἐξομολόγος. Δόξα τῷ Θεῷ, στὶς ἄνανδρες ἐπιθέσεις τῶν φαντασιώσεων παρίσταται καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προστατεύει τὴν κάθε ψυχή!».
«Δὲν συνειδητοποίησα ὅτι ἄρχισα τὴν ὀνειροπόληση! Εἶχες πεῖ πὼς αὐτὸς δὲν εἶναι “χῶρος” γιὰ ἐμᾶς ποὺ περπατᾶμε δίπλα στὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν κατάλαβα σὲ ποιὸ σημεῖο σταμάτησα νὰ περιφρουρῶ τὸν ἑαυτό μου… Γιατί;».
«Οὔτε ἐγὼ τὸ κατάλαβα τότε, στὴν πρώτη ἐπίθεση τοῦ κακοῦ. Ἡ γνώμη μας γιὰ τὸν ἑαυτό μας εἶναι ἀνάλογη, μὲ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει τὴν ἀξία μας. Ἄλλοι συμπεραίνουν ὅτι ἀξίζουν ἐπειδὴ καταναλώνουν, καὶ ἐπειδὴ τοὺς θαυμάζουν οἱ γύρῳ τους. Στὴν πορεία κατάλαβα ὅτι τὸ σημεῖο καμπῆς βρισκόταν ἐκεῖ ποὺ παρασυρόμουν ἀπὸ τὴν γνώμη ποὺ εἶχαν οἱ ἄλλοι γιὰ τὸν ἑαυτό τους, καὶ υἱοθετοῦσα “τὰ ἀντανακλαστικά τους”… “Ξεχνοῦσα” δηλαδὴ ὅτι μοῦ ἔδινε ἀξία ἡ καλὴ γνώμη τοῦ Θεοῦ γιὰ ἐμένα, καὶ μέσα σὲ σύγχυση “ἐκλιπαροῦσα” γιὰ τὴν καλὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων…».
«Αὐτὴ ἡ ἐπίθεση, μπορεῖ νὰ ξανασυμβεῖ;», ῥώτησα μὲ δισταγμό, καὶ εἶδα τὸν πατέρα μου νὰ τὸ ἐπιβεβαιώνει, κουνώντας τὸ κεφάλι.
«Σὲ κάθε μας στιγμή! Ἡ νήψη εἶναι πολύτιμη! Χρειαζόμαστε ὅλες τὶς δυνάμεις μας ἑτοιμοπόλεμες! Ὅταν περιφρουροῦμε τὶς αἰσθήσεις μας, καὶ δίνουμε τὶς δυνάμεις μας στὸν σωματικὸ καὶ διανοητικὸ κόπο, τότε μποροῦμε νὰ ἀντισταθοῦμε καὶ στὸν καιρὸ τῶν ἀκόμα μεγαλύτερων ἐπιθέσεων τοῦ κακοῦ! Γι’ αὐτὸ σοῦ εἶχα πεῖ, ἄν κάποια στιγμὴ νιώσεις λύπη, πρέπει νὰ ἀντισταθεῖς στὴν ὀνειροπόληση!».
«Καὶ ἡ νηστεία εἶναι ἰσχυρὴ δύναμη ἀντίστασης! Τὸ θυμᾶμαι αὐτὸ ποὺ εἶπες ὅταν ἄρχισα νὰ νηστεύω, ὅτι ἡ φιληδονία, ἡ ὀκνηρία καὶ γενικὰ ἡ μαλθακότητα, κοιμίζουν τὴν ψυχή…».
«Ναὶ ἀγόρι μου. Δὲν εἶναι ἡ ὀνειροπόληση αὐτὸ ποὺ κάνει τὴν ζωή μας νὰ ἀνελίσσεται, ἀλλὰ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, ποὺ γιὰ τὸν ταπεινὸ πιστὸ ἀποτελεῖ καθημερινότητα! Τὸ θαῦμα μέσα μας εἶναι γέννημα τῆς προσευχῆς, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὰ γόνατα ποὺ κλίνουν μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ! Ἔχουμε ὅμως καὶ τοῦς ἥρωες τῆς Πίστεως νὰ μᾶς τὸ διδάσκουν, ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΔΙΑΡΚΩΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ! Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἔχουμε τοὺς ἁγίους συνέχεια μέσα στὶς συζητήσεις μας, καὶ τοὺς νιώθουμε δικούς μας ἀνθρώπους!

Ὁ ἀγαπημένος μας ἅγιος Λαυρέντιος ἔτρεφε βαθειὰ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό μας. Γιὰ τὴν γνήσια ἐμπιστοσύνη του στὸν Κύριο, ἡ Μάνα μας Παναγία τὸν διάλεξε γιὰ νὰ ἀνοικοδομήσει τὸν κατεστραμμένο Ναό Της, στὴν Σαλαμίνα, ἄν καὶ ἦταν ἕνας ἁπλὸς λαϊκός. Τοῦ φανερωνόταν σὲ ὅραμα, δίνοντάς του ἐντολὴ νὰ πάει στὸ ἀπέναντι νησί. Τὶς δύο πρῶτες φορὲς ἀμφέβαλε γιὰ τὸ τί ἔπρεπε νὰ κάνει, ἀλλὰ τὴν τρίτη φορὰ ἡ Κυρία τῶν Οὐρανῶν τὸν διέταξε θυμωμένη νὰ ξεκινοῦσε ἐκείνη τὴν στιγμή, ἀπὸ τὴν Κινέττα ποὺ ἦταν ἡ ἐργασία του. Ὅταν ἔφτασε χαράματα στὸν στενὸ πορθμό λίγο ἔξω ἀπὸ τὰ Μέγαρα, στὸ Πέραμα, δὲν βρῆκε κανένα βαρκάρη, ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης κακοκαιρίας καὶ τῶν δυνατῶν κυμάτων, καὶ ὁ ἁγνὸς ἄνθρωπος ἀπογοητεύτηκε. Ἡ Παναγία ὅμως τὸν παρηγόρησε, καὶ τοῦ ὑπέδειξε τί νὰ κάνει:
“Μὴ φεύγεις! Ἔχε πίστη! Ἐγὼ σοῦ ὑποσχέθηκα ὅτι θὰ εἶμαι βοηθός σου, γιατὶ δειλιάζεις;
Ῥίξε τὴν κάπα σου πάνω στὰ κύματα, καὶ θὰ φτάσεις μὲ ἀσφάλεια στὸν προορισμό σου!”.
Ἐκεῖνος ἔμεινε ἔκθαμβος! Εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ ἀποδείξει τὴν ἀκλόνητη πίστη του! Ζύγωσε στὴν ἀνταριασμένη θάλασσα καὶ γονάτισε. Προσευχήθηκε μὲ θέρμη στὸν Χριστὸ καὶ Τὸν εὐχαρίστησε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Σηκώθηκε, ἔριξε τὴν κάπα του στὸ νερὸ καὶ πάτησε πάνω της, ἀφήνοντας τὴν θεία Πρόνοια νὰ τὸν ὀδηγήσει στὴν ἀπέναντι ἀκτή!
Σύντομα ὁ ἅγιος ἀξιώθηκε νὰ βρεῖ τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας μας, ποὺ ἦταν θαμμένη. Μὲ τὴν προστασία Της, ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης ἀνακαινίστηκε ἔχοντας ἐπίσημη ἄδεια, κάτι ποὺ ἦταν ἀνήκουστο γιὰ τὴν τουρκοκρατούμενη ἐποχή, ὅπου ἀπαγορευόταν ῥητῶς στοὺς Ἕλληνες νὰ ἀναστηλώνουν τὰ Μοναστήρια τους.
*κτήτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης, στὴν Σαλαμίνα
*με πράσινο χρῶμα εἶναι λόγια τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου

