«Οἱ συζητήσεις ποὺ δὲν ἔγιναν στὴν ὥρα τους ἰσοδυναμοῦν μὲ ἀποτυχία ἀγόρι μου! Μᾶς κάνουν νὰ νιώθουμε ὅτι καταδικαστήκαμε ἐρήμην ἀπὸ κάποιο δικαστήριο τὸ ὁποῖο ἀντιμετώπισε σὰν ἁπλὲς ὑποθέσεις, τὰ πλέον ὀδυνηρὰ καὶ δυσεπίλητα προβλήματά μας…». Τὴν ἑπὸμενη στιγμὴ ὁ παππούς μου ἔκατσε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ μου.
Μὲ ἀκολούθησε στὸ δωμάτιό μου ἀρκετὴ ὥρα μετὰ ἀπὸ τὴν διαμάχη ποὺ εἶχα μὲ τὸν πατέρα μου, ἀλλὰ ἐγὼ βρισκόμουν ἐκτὸς ἑαυτοῦ, δὲν ἦμουν ἀκόμα σὲ θέση νὰ μιλήσω. Ὅσο ἔφερνα στὸ μυαλὸ τὴν ἀπαράδεκτη ἔκφραση τοῦ πατέρα μου ἐξακολουθοῦσα νὰ νιώθω παραλυμένα τὰ ἄκρα, ὅπως παραλυμένες ἦταν καὶ οἱ σκέψεις μου… Οὕτως ἤ ἄλλως, ποτὲ ὥς τώρα δὲν βγῆκε ἄκρη ἀπὸ τὶς συζητήσεις μαζί του· οἱ λέξεις εἶναι πάντα τόσο φτωχές, ποὺ “χάνονται” μπροστὰ στὸν παραλογισμό… Ἦμουν καὶ μαζί τους θυμωμένος, ἐπειδὴ ἐνῶ τὰ συναισθήματα εἶναι ὀργισμένα, κάθε φορὰ ποὺ ἐμπιστεύτηκα τὶς λέξεις νὰ διεκδικήσουν τὸ δίκιο μου, ὑποβίβασαν τὸν πόνο μου καὶ ἔνιωθα ὅτι προδώθηκα καὶ ἐκεῖ…. Ναί, παρουσίαζαν τὰ πιὸ ὀδυνηρὰ καὶ δυσεπίλυτα προβλήματά μου σὰν ἁπλὲς ὑποθέσεις, καλὰ τὸ εἶπε ὁ παππούς! Σήκωσα τὸ κεφάλι καὶ εἶδα μὲ πόση ὑπομονὴ περίμενε νὰ τοῦ μιλήσω. Ὅσο βρίσκομαι στὸ γυμνάσιο δὲν ἔχω πάει στὸ χωριὸ νὰ μείνω μαζί του. Δὲν τὸν ἔχω γνωρίσει ὅσο θὰ ἤθελα, τώρα τὸ συνειδητοποιῶ. Βλέποντάς με ὁ παπποὺς νὰ “ξεσφίγγομαι” κάπως, συνέχισε:
«Τὸ κακὸ μὲ τὸ σχολεῖο σας εἶναι ὅτι δὲν σᾶς μαθαίνει νὰ σκέφτεστε λογικά, Προκόπη μου! Ἡ συνείδησή σου νιώθει ὅτι πληγώθηκε, ἐσὺ εἶδες τὸ βέλος ποὺ σὲ πίκρανε, ἀλλὰ ἡ λογική σου δὲν διδάχτηκε νὰ ἐντοπίζει τὴν κατεύθυνση ἀπὸ ὅπου ἐκτοξεύτηκε τὸ βέλος. Μόνο ἡ λογικὴ μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήσει σὲ αὐτὸ παιδί μου καὶ ἡ συζήτηση. Χωρὶς αὐτὰ τὰ δύο κινδυνεύεις νὰ “ξεκόψεις” ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, καὶ ἡ μοναξιὰ θὰ ἀποκτήσει πάνω σου δικαιώματα!».
«Ὁ πατέρας δὲν συνηθίζει νὰ συζητάει· γενικὰ ἡ συζήτηση δὲν εἶναι τὸ δυνατὸ σημεῖο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ξέρω. Ὅσο γιὰ τὴν λογική, εἶναι κάτι ποὺ φανταζόμαστε ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει!», εἶπα ὅταν βρῆκα τὴν δύναμη νὰ μιλήσω.
«Ἡ λογικὴ μᾶς ἔχει δωριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ τὴν χρησιμοποιοῦμε, ἤ τουλάχιστον μὲ τὸν καιρὸ νὰ μαθαίνουμε τὸν τρόπο· βέβαια ὑπάρχει καὶ τὸ παράλογο, ἀλλὰ ἡ δουλειὰ τῆς λογικῆς εἶναι νὰ τοῦ βάζει τὰ δύο πόδια σὲ ἕνα παπούτσι!».
«Τώρα σώθηκες…», εἶπα ἀπορώντας μὲ τὴν αἰσιοδοξία τοῦ παπποῦ.
«Μόλις ἐπιτρέψουμε στὸ βέλος τοῦ παραλόγου νὰ παραβιάσει τὸν ἑαυτό μας, αὐτὸ κατασταλάζει μέσα μας ὡς βία. Κι ὅμως, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι ΝΑ ΤΟ ΠΕΡΙΓΡΑΨΟΥΜΕ! Οἱ Ἕλληνες ποὺ ἔζησαν τόσους αἰῶνες πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ἦταν ἱκανοὶ νὰ περιγράψουν τὸ ἄτοπο, τὸ παράδοξο».
«Ὁ πατέρας μου ἔχει εἰδικότητα στὸ παράλογο!», ξέσπασα καὶ ἄρχισα νὰ “πυρακτώνομαι” πάλι. «Δὲν μὲ νοιάζει τόσο ποὺ ἀρνήθηκε αὐτὸ ποὺ τοῦ ζήτησα, ἀλλὰ μὲ ἐξοργίζει ὁ ῥηχὸς τρόπος ποὺ μὲ ἀντιμετωπίζει! Θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ πεῖ ἁπλὰ ὅτι ζητάω κάτι ποὺ δὲν γίνεται· ὅταν νόμιζε ὅτι δὲν τὸν ἔβλεπα ἔκανε ἕνα εἰρωνικὸ μορφασμὸ στενεύοντας τὰ μάτια, καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ ἐπαναλάμβανε κοροϊδευτικὰ ὅσα τοῦ εἶπα πρὶν λίγο! Μετὰ τὸν εἶδα νὰ κάνει μιὰ ἔκφραση ἀγανάκτησης, δίνοντας δίκιο στὸν ἑαυτό του… Φάνηκαν ἀκόμα καὶ τὰ δόντια του ἀπὸ τὸν θυμό του ποὺ ξεχείλιζε, τὸ καταλαβαίνεις; Τὰ μάτια του εἶχαν σκληρότητα καὶ τὸ πρόσωπό του ἔγινε ἀποκρουστικό! Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνονται ὅλα αὐτά, εἶναι παράλογο…». Σκέπασα τὰ μάτια μὲ τὶς παλάμες ποὺ ἔτρεμαν, προσπαθώντας νὰ συγκρατήσω τὰ νεῦρα μου. Γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ εἶχα ξοδέψει ὅσες λέξεις ἤξερα, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦσα νὰ ἔχω τὴν αἴσθηση πικρίας ὅτι ἡ ἀδικία “ξεγλίστρησε” ἀπὸ τὰ χέρια μου… Ὁ παπποὺς ἔσκυψε τὸ κεφάλι, κάνοντάς μου παρέα στὴν σιωπή. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν ἄκουσα νὰ λέει:
«Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔτυχε νὰ περνάω καὶ εἶδα ἀπὸ μακριὰ τὸ συμβάν· εἶδα τὶς στιγμὲς τῆς ἔκφρασης ποὺ ἀνέφερες. Χωρὶς νὰ θέλω νὰ καταδικάσω τὸν γαμπρό μου, συμφωνῶ μαζί σου ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνονται ὅλα αὐτά. Ὡστόσο ἐπιμένω ὅτι ἡ πίεση τοῦ παραλόγου γίνεται ἀφόρητη, ὅσο ἀδυνατοῦμε νὰ τὸ κατονομάσουμε. Νὰ θυμάσαι ὅτι αὐτὴν τὴν ἀδυναμία τὴν ἔχετε καὶ ἐσὺ καὶ ὁ πατέρας σου. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἀπροετοίμαστος νὰ ἐντοπίζει τὰ ὅρια μεταξὺ λογικοῦ καὶ παραλόγου, νιώθει ὅτι “συγγενεύει” μὲ τὴν μηχανή, ἡ ὁποία ἀδιαφορεῖ γιὰ αὐτὰ τὰ ὅρια —ἤ τὰ περιφρονεῖ. Ἑπειδὴ ἡ “μηχανοποιημένη ζωὴ” εἶναι ἀπὸ τὴν φύση της “ἐπίπεδη”, προκειμένου νὰ πάρει “χρῶμα” ἐπιστρατεύει τὴν βία, ἡ ὁποία παίρνει διάφορες μορφές. Ὁ θυμὸς εἶναι μία ἀπὸ αὐτές· ὁ ἄνθρωπος καταφεύγει στὸν θυμὸ ἐπειδὴ ἀναζητάει τὴν ἡδονὴ τῆς ἔξαψῆς του, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος».
«Αὐτὸ ποὺ ξέρω ἐγὼ εἶναι ὅτι ὅταν κάποιος μὲ εἰρωνεύεται, μοῦ γίνεται ἀντιπαθητικός!», εἶπα μὲ ἐπιδεικτικὴ περιφρόνηση, ἀναζητώντας ἐπιτέλους κάποια δικαίωση.
«Προκόπη, θέλεις πολὺ νὰ πᾶς μπροστά, ἀλλὰ κινεῖσαι πρὸς τὰ πίσω! Δηλαδὴ ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λαχταρᾶς νὰ φτάσεις καὶ ἐπειδὴ παραλογίζεσαι, χάνεις ὅλο τὸ δίκιο σου παιδί μου! Τὰ πράγματα λειτουργοῦν ἐντελῶς διαφορετικά στὴν ζωή!». Ἡ φωνὴ καὶ ἡ ματιά του μὲ ζέσταιναν, ἀλλὰ δὲν ἀρκοῦσαν γιὰ νὰ ἡσυχάσουν τὸν θυμό μου.
«Τώρα μοῦ κάνεις πλάκα!», εἶπα κοιτάζοντάς τον ἐπίμονα στὰ μάτια.
«Καθόλου. Ἡ ΕΥΘΥΝΗ νὰ μὴν σὲ διαπερνάει τὸ βέλος τῆς βίας ΕΙΝΑΙ ὍΛΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ! Χρειάζεται νὰ μάθεις νὰ προστατεύεις τὴν ἀξία σου παιδί μου!».


Τὰ μάγουλά μου εἶχαν πάρει φωτιά! Ὁ παπποὺς μιλοῦσε ἀκατανόητα, ἀλλὰ ἡ στάση του φώναζε ὅτι ἦταν μὲ τὸ μέρος μου. Ὅπως καθόμουν στὸ κρεβάτι στήριξα τὴν πλάτη στὸν τοῖχο, σταύρωσα τὰ χέρια στὸ στῆθος —ποὺ ἀκόμα “ἔσταζε” παράπονο— “παρακαλώντας τον” μὲ τὸ ἀπορημένο βλέμμα νὰ μοῦ πεῖ πῶς θὰ μπορῶ νὰ προστατεύω τὴν ἀξία μου.
»Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε τὴν ἀξία μας ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ Ἐκεῖνος μᾶς δείχνει τὸ θέλημά Του γιὰ νὰ Τὸν διακονήσουμε, ὡς ἄνθρωποι ἀξίας ποὺ εἴμαστε», ξεκίνησε νὰ ἐξηγεῖ ὁ παπποὺς μὲ ἠρεμία. «Μόνο ποὺ πολλὲς φορὲς πέφτουμε σὲ λάθος, καὶ ἀντὶ νὰ στηριχτοῦμε στὴν ἀξία ποὺ μᾶς δίνει ὁ Χριστός, στηριζόμαστε στὴν ὑποτιθέμενη δική μας, δηλαδὴ ὑπερηφανευόμαστε. Ἡ ὑπερηφάνεια διαταράσσει τὴν εὐλογημένη ἰσορροπία ποὺ διατηροῦσαμε μέσα μας· Ὁ ΜΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ νὰ ὙΠΕΡΥΨΩΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ἙΑΥΤΟ ΜΑΣ, εἶναι ΝΑ ΜΕΙΩΣΟΥΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ἌΛΛΟ ἌΝΘΡΩΠΟ*! Ὁ θυμὸς εἶναι γέννημα αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς διαταραχῆς ποὺ φέρνει ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πετύχει τίποτα λογικὸ μὲ τὸν θυμό, ὁ ὁποῖος εἶναι μιὰ παράλογη ὁρμὴ ποὺ ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ καθαρά. Ὅπως τὸ περιγράφει, ὁ θυμὸς μᾶς πηγαίνει ὅπου θέλει σὰν νὰ βρισκόμαστε σὲ νυχτερινὴ μάχη, ἀφοῦ μᾶς δένει τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιά…».
Γιὰ κάποιο λόγο σταμάτησε καὶ μὲ κοίταζε. Τώρα θυμήθηκα ὅτι καὶ ἡ μάνα μου ἔλεγε κάποτε μία ἀνάλογη παραβολή· ἦταν κάποιος ποὺ ἀντὶ νὰ προσεύχεται μέσα στὸν ναό, ὑπερηφανευόταν στὸν Θεό περιφρονώντας κάποιο ἄλλο ἄνθρωπο ποὺ προσευχόταν μετανοιωμένος, πεσμένος στὸ πάτωμα**. «Καί;», εἶπα γιὰ νὰ συνεχίσει ὁ παππούς.
«Ὅταν λείπει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ψυχή μας, μᾶς λείπει ὁ αὐτοσεβασμός· αὐτομάτως τότε ἀδυνατοῦμε νὰ σεβαστοῦμε καὶ τοὺς ἄλλους. Ἐδῶ γίνεται μία ἐσωτερικὴ αἰχμαλωσία ἀπὸ τὸ παράλογο: ἀπὸ τὴν μία ὑπερηφανευόμαστε ἐπειδὴ φανταζόμαστε ὅτι ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ προσβάλλοντας τὸν διπλανό μας, ὑπερυψώνουμε τὸν ἐγωισμό μας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νιώθουμε τὴν ἀνεπάρεκειά μας καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, καὶ μᾶς γεννιέται τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀνασφάλεια. Δήλαδὴ τὸ παράλογο εἶναι μία ἐσωτερικὴ σύγκρουση! Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος εἶναι εὐέξαπτος· εἶναι πραγματικὰ θλιμμένος καὶ ἠθικὰ συντετριμμένος! Ἡ μόνη του παρέα εἶναι ἡ μελαγχολία…».


Οἱ ἐξηγήσεις τοῦ παπποῦ ἱκανοποιοῦσαν τὴν δυσκολία ποὺ ἔνιωθα, ἀλλά ἐμένα ἡ διάθεσή μου ξαφνικά χάλασε. Ἐκεῖ ποὺ νόμιζα ὅτι ἀπομακρυνόταν ἡ δική μου μελαγχολία, ἔκανε μεταβολὴ καὶ ξαναμπῆκε μέσα μου μὲ τὲτοια ὁρμή, ποὺ μοῦ ἀνακάτεψε τὸ στομάχι. Ἀσυναίσθητα πῆρα τὸ κινητό μου στὰ χέρια καὶ ἔκανα ὅτι πατοῦσα κουμπιὰ σὰν νὰ ἔψαχνα κάτι. Προσπάθησα νὰ φανῶ ἀδιάφορος, γιατὶ δὲν μποροῦσα νὰ διαχειριστῶ τὴν στενοχώρια ποὺ ἔφεραν μαζί τους οἱ σκέψεις ποὺ μὲ συγκλόνιζαν.
«Προκόπη μου;». Ὁ παπποὺς περίμενε κάμποσες στιγμὲς μέχρι νὰ σηκώσω τὸ κεφάλι καὶ νὰ τὸν κοιτάξω. «Γιατὶ στενοχωρήθηκες τώρα;», ρώτησε κοιτάζοντάς με μὲ προσοχή. «Θὰ μοῦ πεῖς γιὰ νὰ καταλάβω;», εἶπε καὶ τὸ βλέμμα του ἀκούμπησε πάνω μου μία ἐγκάρδια ἱκεσία, ποὺ ἀπασφάλισε λίγη ὑγρασία στὰ μάτια μου.
«Εἶναι ἄλλο νὰ ξέρεις ὅτι ὁ δικός σου πατέρας ἔχει ἕνα θέμα, καὶ νὰ προσπαθεῖς νὰ τὸ ἀντιμετωπίσεις μέσα στὸ σπίτι σου, καὶ ἄλλο αὐτὸ ποὺ σὲ πονάει ἐσένα, νὰ πιστοποιεῖται γενικά, ὅτι εἶναι μία ΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ἈΝΕΧΟΝΤΑΙ ὍΛΟΙ!». Ἔκανα προσπάθεια νὰ καθαρίσω τὸν λαιμό μου, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ μιλήσω. «Ὑπάρχει κάποιος στὴν τηλεόραση τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ ἀντιδρᾶ συνέχεια μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶδες στὸν πατέρα μου, χωρὶς πραγματικὸ λόγο κι αὐτὸς. Ἐγὼ ὅμως δὲν μπορῶ νὰ δεχτῶ ὅτι εἶναι φυσικὸ νὰ βλέπουμε ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τοὺς γονεῖς μας νὰ τοὺς “λείπει κάτι”, καὶ νὰ βγάζουν τόση βιαιότητα μὲ τὸ παραμικρό! Σὰν ἐξαίρεση στὴν οἰκογένειά μου θὰ προσπαθοῦσα νὰ τὸ ἀντέξω, ἀλλὰ σὰν “κοινὴ λογικὴ” μὲ τρελαίνει…», εἶπα καὶ ξανασκέπασα τὰ μάτια μὲ τὰ χέρια μου. Τὸ χάδι στὰ μαλλιά μου μὲ ἔκανε νὰ νιώσω εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν παρουσία τοῦ παπποῦ δίπλα μου! Τουλάχιστον ἡ ψυχή μου βεβαιώθηκε ὅτι δὲν εἶμαι καταναγκασμένος νὰ ἀναγνωρίσω καὶ ἐγὼ τὸ παράλογο, σὰν λογικό…
«Κι ὅμως, ὁ λόγος ποὺ μπῆκε αὐτὸς στὴν τηλεόραση, εἶναι ἀκριβῶς γιὰ νὰ μάθει νὰ τὸν μιμεῖται ὁ πατέρας σου, καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν παρακολουθοῦν! Κι ἐσὺ μαζί!». Σήκωσα τὸ κεφάλι αἰφνιδιασμένος ἀλλὰ καὶ γεμάτος ἀπορία.
»Ὡς ψάλτης θεωρῶ τὴν ἐκκλησία τὸ σπίτι μου, ὅπου ὁ πνευματικὸς πατέρας μου μὲ ἔμαθε ὅτι ἡ πικρὴ ῥίζα τοῦ θυμοῦ, εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἡ ὁργὴ εἶναι δαίμονας ποὺ κρατᾶμε μὲ τὴν θέλησή μας! Εἶναι μανία αὐθαίρετη καὶ ἀπουσία λογικῆς! Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐπικρατεῖ ἡ κοινὴ λογικὴ παλικάρι μου, ἐπειδὴ ἀπουσιάζει ἡ λογικὴ ποὺ μᾶς ἔχει δωριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό! Τὴν ὁποία ὅμως “κοινὴ λογικὴ” τοῦ παραλογισμοῦ ἐσὺ ἬΔΗ ἜΧΕΙΣ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕΙ, καὶ μάλιστα τὴν ὙΠΗΡΕΤΕΙΣ!».
Τινάχτηκα μέσα μου! «Ἐγὼ; Ὑπηρετῶ τὸν παραλογισμό;».
«Δὲν ἦρθες ἐδῶ θυμωμένος; Ὁ θυμὸς εἶναι μέθη τῆς ψυχῆς!».
«Τί ἄλλο μποροῦσα νὰ κάνω παππού; Ἡ μάνα λέει ὅταν θυμώνω νὰ φεύγω, ἤ νὰ σφραγίζω τὸ στὸμα γιὰ νὰ μὴ μιλήσω ἐκείνη τὴν στιγμή…».
«Ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει ὅτι ὁ θυμὸς εἶναι ἡ σκοτοδίνη τῶν λογισμῶν, καὶ σὰν ἀναιδὴς νοικάρης κυριαρχεῖ στὴν οἰκεία μας καὶ ἀποκλείει τὴν εἴσοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Ὁ θυμὸς εἶναι φοβερὸ πάθος ποὺ φέρνει ἴλιγγο στὴν ψυχή!».
«Ναὶ ἀλλὰ ΔΕΝ ὙΠΑΡΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ἌΛΛΟ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν θυμό!».


Ὁ παπποὺς χαμήλωσε γιὰ λίγο τὸ κεφάλι γιὰ νὰ σκεφτεῖ. «Προφανῶς δὲν γνωρίζεις ὅτι ὁ Θεὸς ἔβαλε τὸν θυμὸ στὴν ψυχή μας ὩΣ ἈΡΕΤΗ γιὰ τὴν σωτηρία μας!».
«Πῶς γίνεται αὐτό; Ἀφοῦ κάνει τὴν ψυχὴ νὰ παραλογίζεται…», εἶπα κάπως σαστισμένος.
«Ὁ Θεὸς Προκόπη μου ἔσπειρε τὸν καλὸ θυμὸ στὴν ψυχή μας γιὰ νὰ θυμώνουμε ἐναντίον τῆς κακίας, ὄχι γιὰ νὰ γινόμαστε ἄγρια θεριὰ καὶ νὰ σακατεύουμε τὴν ψυχὴ τῶν ἄλλων! Ὁ θυμὸς εἶναι τὸ νεῦρο τῆς ψυχῆς, ποὺ μᾶς ἐνισχύει καὶ μᾶς ἐνθαρρύνει στὴν προσπάθεια τῶν καλῶν ἔργων! ἘΚ ΦΥΣΕΩΣ ὙΠΑΡΧΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ Ὁ ΘΥΜΟΣ ἘΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ὌΦΕΩΣ, τοῦ πατέρα τοῦ ψεύδους! Ὁ διάβολος ὅμως —ὡς ἀνθρωποκτόνος ποὺ εἶναι— διαστρέφει τὸν καλὸ θυμὸ σὲ κακό, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἐργάτη τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τὸν αἰχμαλωτήσει στὸν παραλογισμό…».
«Ναὶ ἀλλὰ πῶς γίνεται νὰ ἔχω ἐγὼ εὐθύνη γιὰ τὸ βέλος ποὺ μοῦ ἔριξε ἡ ὑπερηφάνεια κάποιου ἄλλου, ποὺ γιὰ νὰ δεῖ “ὑψωμένο” τὸν ἑαυτό του, “κατεβάζει” ἐμένα; Δὲν εἶναι λογικὸ αὐτό…».
«Σύμφωνα μὲ τὴν “κοινὴ λογικὴ”, δὲν φαίνεται λογικό. Εὐτυχῶς ποὺ ἡ λογικὴ ποὺ μᾶς ἔχει δωριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι “ἈΛΛΙΩΤΙΚΗ”! Στὸν πνευματικὸ ἀγώνα τὰ μάτια μας ὁφείλουν νὰ “ΔΙΑΠΕΡΝΟΥΝ” τὸ “σκοτάδι” ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ μᾶς πλήξει, προκειμένου ΝΑ ΤΟ ΝΙΚΗΣΟΥΝ! Τὸ “ὅπλο” τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ Ἡ ἈΓΑΠΗ! Ἔχοντας “ἐνδυθεῖ” τὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὰ Μυστήριά Του, ΘΥΜΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ, ποὺ ἔχει “χιμήξει” στὸν ἄνθρωπο δίπλα μας καὶ τοῦ “τρώει τὴν ὕπαρξη”! Ὁ πόνος γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ κινδυνεύει θανάσιμα συγκλονίζει τὴν δική μας ψυχή, καὶ ΤΗΝ ΞΥΠΝΑΕΙ νὰ βάλει τὰ δυνατά της νὰ κρατηθεῖ πάσῃ θυσίᾳ ταπεινή, γιὰ νὰ μὴν τῆς συμβεῖ τὸ ἴδιο! Φυσικὰ ἡ ταπείνωση εἶναι συνώνυμο τῆς προσευχῆς. Εἶναι ἀνάγκη, τὸ δάκρυ της ἡ ψυχή μας νὰ τὸ ρίχνει ὡς δεκανίκι στὴν ψυχὴ ποὺ “κατασπαράσσεται”, ὡς χεῖρα βοηθείας, ὡς παράκληση πρὸς τὸν Κύριο νὰ συντρέξει…».


Ἔνιωθα τὴν καρδιά μου νὰ πάλλεται σὲ γρήγορο ῥυθμό! Ἡ ψυχή μου εἶχε “ἀνοίξει”, εἶχε “μεγαλώσει” γιὰ νὰ χωρέσει τὸν μοναδικὸ τρόπο ποὺ ἔχουμε οἱ Χριστιανοὶ γιὰ νὰ προστατεύουμε τὴν ἀξία μας μὲ τὴν λογικὴ τοῦ πνεύματος! Τὰ μάτια μου ἔγιναν “ἐσωτερικὰ” καὶ ἔνιωσαν κατάπληξη μὲ τὸν παραλογισμὸ ποὺ “κυριαρχοῦσε” μέσα μου… Κάποια στιγμὴ μετὰ ἀπὸ προσπάθεια, κατάφερα νὰ πῶ: «Παπποὺ μὲ τὴν λογικὴ ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅλα εἶναι διαφορετικά! Ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ κάνει πολλὰ πράγματα!».
«Ὅντως, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὑψηλή! Ὅμως πρόσεξε: εἶναι ἄλλο νὰ κάνουμε καλὲς σκέψεις ἐπειδὴ μᾶς ἀρέσει τὸ καλό, ἄλλο νὰ σκεφτόμαστε μὲ ποιὸ τρόπο θὰ κάνουμε τὸ καλό, καὶ ἄλλο τὸ καλὸ νὰ τὸ κάνουμε ἔργο! Ἀλίμονό μας ἄν ξεγελᾶμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὶς καλὲς διαθέσεις… Ποιόν θὰ “ὑπηρετοῦμε” τότε;».
«Ἐμεῖς ὅμως αὐτὰ δὲν τὰ ξέρουμε… Πῶς θὰ μάθουμε, ἄν στὸ σχολεῖο δὲν μᾶς λένε τίποτα ἀπὸ αὐτά;».
«Μὰ ὁ κάθε Χριστιανὸς ἔχει τοὺς “προσωπικοὺς δασκάλους” του, παιδί μου. Φτάνει νὰ τοὺς ἐπικαλεῖται καὶ νὰ τοὺς “ἀναθέτει” ἐπίσημα νὰ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ! Ἀρχικῶς ἔχουμε τὴν Θεοτόκο νὰ μᾶς σκεπάζει στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἁγνότητά μας! Μετὰ ἔχουμε τὸν Φύλακα Ἄγγελό μας, ποὺ κατεξοχὴν ἡ ἀποστολή του εἶναι νὰ μᾶς φυλάει καὶ νὰ μᾶς διδάσκει! Ἔχουμε ὅμως καὶ τὸν Ἅγιό μας, ποὺ φέρουμε τὸ ὄνομά του καὶ μᾶς προστατεύει σὲ ὄλη τὴν ζωή μας!».
«Δηλαδὴ ἐγὼ ἔχω τὸν Ἁγιο Προκόπιο προστάτη; Τί μπορῶ νὰ τοῦ ζητήσω;», ρώτησα νιώθοντας τὴν ψυχὴ νὰ θερμαίνεται ἀπὸ συγκίνηση, στὴν ἰδέα ὅτι μπορεῖ ὁ Ἁγιος νὰ “κρατάει τὸ χέρι μου”!
«Μπορεῖς νὰ τὸν παρακαλέσεις γιὰ παράδειγμα, νὰ μεσιτεύσει στὸν Κύριο νὰ σὲ ἐλεήσει, ὥστε νὰ ἀντικαταστήσεις τὴν “κοινὴ λογικὴ” ἀπὸ τὴν λογικὴ ποὺ εἶναι τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἔχεις διαβάσει τὸν βίο τοῦ Ἁγίου σου, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἦταν διώκτης τῶν Χριστιανῶν; Ξέρεις πῶς ἀπέκτησε ὁ Ἅγιος Προκόπιος τὴν ἐπίγνωση τῆς πίστεως; Μήπως ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κάνεις τὶς καλὲς διαθέσεις ἔργο καὶ νὰ ἀνοὶξεις νὰ τὸν διαβάσεις;».
* Ἀββᾶς Δωρόθεος
** Ἡ παραβολὴ τοῦ Φαρισαίου καὶ τοῦ Τελώνη
Ὁ μεγαλομάρτυρας Προκόπιος στὴν ἀρχὴ τῆς θητείας του εἶχε ἐξουσία νὰ καταδιώκει τοὺς Χριστιανούς. Ὅπως ὁδοιποροῦσε κάποιο βράδυ ἐν μέσῳ ἀστραπῶν, ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ τὸν καλοῦσε μὲ τὸ ὄνομά του! Τὸν φοβέρισε ὅτι θὰ τὸν θανατώσει, ἐπειδὴ πήγαινε νὰ κάνει πόλεμο στοὺς Χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἔχοντας καλὴ προαίρεση στὴν ψυχή του, ἀμέσως ὀνομασε “Κύριο” Ἐκεῖνον ποῦ τοῦ μιλοῦσε, καὶ ὁ Κύριος τοῦ φανερώθηκε καθαρότερα: φάνηκε στὸν Ἅγιο Προκόπιο ἕνας κρυστάλλινος σταυρός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀκούστηκε φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς, ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός». Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτασία ὁ Ἅγιος διδάχτηκε ὅλο τὸ μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας καὶ ἔλαβε ἘΠΙΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ!

