«Ὅπως ἔβοσκε τὰ ζῶα του κάποιος βοσκός τὰ παλιὰ χρόνια, παρατήρησε ὅτι ἕνα πρόβατο ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸ κοπάδι καὶ πήγαινε στὸ ἴδιο σημεῖο, στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου τῆς “Εὑρέσεως”. Ἦταν τὸ σημεῖο ὅπου τὸ βράδυ φαινόταν ἕνα παράδοξο φῶς! Αὐτὸ ἔγινε ἀρκετὲς φορές καὶ ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε νὰ κάνει ἔρευνα στὴν περιοχή. Ἔτσι, ἀρκετὰ μακριὰ ἀπὸ τὰ Μέγαρα βρέθηκαν τὰ κρυμμένα ἅγια λείψανα τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ ἡ εἰκόνα του! Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἦταν ὁ λόγος ποὺ χτίστηκε ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τοῦ Μακρυνοῦ*!».
«Ἐδῶ ποὺ εἴμαστε τώρα, Ἐλευθερία;», ρώτησε ὁ Νικόλας θαμπωμένος ἀπὸ τὴν “ἁγιότητα”, ποὺ τοῦ εἶχε κλέψει κι ἐκείνου τὴν καρδιά! Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀνέβαινε γιὰ προσκύνημα στὸ βουνό καὶ μάλιστα μὲ τὰ πόδια· τὸ ἴδιο ἴσχυε καὶ γιὰ τὴν ἀδερφή του, τὴν Μαρία, ποὺ ἦταν συμμαθήτριά μου στὸ γυμνάσιο. Εὐτυχῶς ποὺ τὰ ποδαράκια τοῦ μικροῦ ἄντεχαν ἀκόμα μετὰ ἀπὸ τὰ ἀρκετὰ χιλιόμετρα ποὺ εἴχαμε διανύσει ἤδη, κι ἄς ἦταν μόνο στὰ δέκα του. Τὰ δύο παιδιὰ ἦταν καινούργια στὴν πόλη καὶ τὴν γειτονιά μου, καὶ τὰ ἔθιμά μας ἦταν γι’ αὐτά πρωτόγνωρα.
«Ὄχι, εἴμαστε ἀκόμα στὰ ἀμπέλια. Μετὰ θὰ μποῦμε στὸ δάσος καὶ θὰ ἀνηφορίσουμε καὶ θὰ κατηφορίσουμε μέσα στὰ πεῦκα κάμποσες φορές. Ὅταν θὰ φαίνεται ἀπὸ μακριὰ τὸ σημεῖο τῆς “Εὑρέσεως” θὰ σᾶς τὸ δείξω. Τότε θὰ πλησιάζουμε καὶ νὰ φτάσουμε στὸ μοναστήρι.
«Δὲν εἶναι ἐπικίνδυνο αὐτὸ ποὺ κάνουμε;», ρώτησε ἡ Μαρία κάπως ἀνήσυχη.
«Ὁ δρόμος εἶναι γεμάτος ἀνθρώπους! Κοίτα πόσος κόσμος περπατάει δίπλα μας! Βλέπεις πόσες παρέες εἶναι μόνο μὲ παιδιά; Εἶναι παραμονὴ τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου**, καὶ ὅλη τὴν νύχτα ὁ δρόμος θὰ ἔχει κίνηση! Οἱ γονεῖς μου ἔρχονται κάπου πίσω μας, ἀλλὰ νὰ ξέρετε ὅτι μᾶς προσέχει καὶ ὁ Ἁγιάννης, ἀφοῦ πηγαίνουμε στὸ “Σπίτι του”!».
«Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μᾶς πῆρες μαζί σου Ἐλευθερία! Καὶ γιὰ τὴν ἐξομολόγηση σὲ εὐχαριστῶ, ποῦ μὲ πῆρες μαζί σου!», εἶπε μὲ λαχτάρα ὁ Νικόλας ποὺ δὲν ἔχασε λέξη ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ τοὺς περιέγραφα ὅσο ἀνηφορίζαμε. Τοῦ χαμογέλασα καὶ συνέχισα:
«Ὅταν ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ εἶναι εὔκολο νὰ κάνουμε τὸ θέλημά Του. Ὅσο περισσότερο προσπαθοῦμε νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας, τόσο περισσότερο ἐκείνη Τὸν αἰσθάνεται!».
«Πῶς εἶναι νὰ αἰσθάνεται κάποιος τὸν Θεό;», ρώτησε ἡ Μαρία μὲ φανερὴ ἀπορία.
«Κοίτα, ἡ σχέση εἶναι μυστική. Δὲν ξέρω πῶς νὰ τὸ περιγράψω, ἀλλὰ εἶναι κάτι ποὺ τὸ αἰσθάνομαι μὲ ξεκάθαρο τρόπο. Ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ γνωριμία ποὺ τρέφει τὴν ψυχή! Ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς ζωῆς μου τὶς ἀγγίζει ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ ΕΙΝΑΙ ὍΛΕΣ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥ! Τὰ μάτια μου δὲν Τὸν βλέπουν, ἀλλὰ ἡ καρδιά μου νιώθει μέσα της τὴν Παρουσία Του!».
«Πῶς γίνεται νὰ νιώθεις κάποιον χωρίς νὰ Τὸν βλέπεις;», ζήτησε πάλι νὰ μάθει ἡ Μαρία.


«Ὡραῖα, θὰ σοῦ τὸ περιγράψω ὅσο καλύτερα μπορῶ: πολλὲς φορὲς ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ “δωμάτιο” τῆς ζωῆς μου “στέκεται” ὁ Χριστός! Νιώθω τὴν Παρουσία Του ἐπειδὴ νιώθω τὴν “φωνή Του” στὴν ψυχή μου καὶ μάλιστα σὰν κάτι ἀνεπανάληπτα οἱκεῖο! Ἀνάμεσά μας βρίσκεται ὁ “τοῖχος” καὶ δὲν Τὸν βλέπω, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀκριβῶς “δίπλα μου”, τὴν ὥρα ποὺ προσεύχομαι μοῦ περνάει τὸ Φῶς τῆς χαρᾶς Του μέσα στὴν ψυχή μου! Ἡ ΠΙΣΤΗ στὸν Χριστὸ εἶναι ΒΙΩΜΑ μιᾶς “ΦΩΤΙΑΣ ἈΓΑΠΗΣ” ποὺ δυναμώνει σιγὰ-σιγά, καὶ γίνεται μαζὶ καὶ ἌΣΕΙΣΤΗ ἘΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ στὸ Πρόσωπό Του, ποὺ προσφέρει τὴν ἈΠΟΛΥΤΗ ἈΣΦΑΛΕΙΑ! Ἡ προσκύνηση στὸν Θεὸ μοιάζει μὲ “ἀγκάλιασμα”, ἀφοῦ εἶναι ἐπικοινωνία ἀγάπης! Ἀπὸ αὐτὸ τὸ “ψυχαγκάλιασμα” ἡ ὕπαρξή μου φωτίζεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἐκλαμβάνει σὰν ἀπερινόητο “οὐράνιο σφρίγος”! Οἱ πνευματικοὶ παλμοὶ τῆς ὕπαρξης “γλυκαίνονται” ἀπὸ τὴν “πνευματικὴ ζωτικότητα” τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ καὶ “ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΟ ΚΑΛΟ”, ποὺ “γεμίζει Ζωὴ” τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνει “ῥωμαλαία”! Ἡ συγκίνηση τῆς ψυχῆς, ἡ πληρότητα χαρᾶς ποὺ αἰσθάνεται τὴν κρατάει γονατιστή, νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη της πρὸς τὸν Χριστό, συνεχίζοντας τὸ εὐλογημένο “ψυχαγκάλιασμά της” μὲ τὴν ἀγάπη Του!».


Τὸ προσωπάκι τοῦ Νικόλα φωτιζόταν ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς “χαρᾶς τοῦ Θεοῦ” ποὺ λαμπύριζε μέσα του! Ὄπως τὸν κοίταζε μέσα στὶς σκέψεις της ἡ Μαρία, προσπάθησε νὰ ἀπομονώσει κάτι ἀπὸ ὅσα ἄκουσε: «Τί σημαίνει “ἀπόλυτη ἀσφάλεια” δηλαδή; Δὲν εἶναι ὑπερβολικὸ αὐτὸ τώρα, ποὺ ἔχει χαθεῖ ἀκόμα καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἀσφάλειας;».
«Ἔχεις δίκιο νὰ τὸ σκέφτεσαι ἔτσι, ἐπειδὴ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει “ὅπλο” τὴν προσευχή, εἶναι ἐκτεθειμένος! Ὅμως ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε γύρω μας ἕνα “ἌΡΡΗΚΤΟ ἈΝΑΧΩΜΑ” ποὺ μᾶς προφυλάσσει, ΤΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ! Ἡ στοργή, ἡ ἀγάπη Του φτάνει σὲ ἐμᾶς σὰν ΔΥΝΑΜΗ ποὺ μᾶς προστατεύει! Ἡ αἴσθηση τῆς ἀπόλυτης ἀσφάλειας ποὺ αἰσθάνομαι πηγάζει ἀπὸ τὴν ὑπέρτατη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὑπέρτατη θυσία Του, ἀφοῦ ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ἘΜΕΝΑ! Ὅσο χυνόταν τὸ Τίμιο Αἷμα Του γιὰ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ ὀδύνη Του ἦταν ἀνήκουστη! Ὁ τρόπος ποὺ μοῦ “μιλάει” ὅταν κοιτάζει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, τὴν κάνει νὰ πάλλεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση! Κανένας δὲν μὲ γνωρίζει τόσο, ὅσο ὁ Ἰησοῦς ποὺ μὲ ἔπλασε! Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ κοιτάζει στὰ βαθύτερα σημεῖα τῆς ὕπαρξής μου, ποὺ ἐγὼ δὲν ὑποψιαζόμουν κὰν ὅτι ὑπῆρχαν! Ἔχω ἀνάγκη νὰ γονατίζω “μπροστά Του” καὶ νὰ ἀνοίγω τὴν καρδιά μου! Ἔχω ἀνάγκη νὰ Τοῦ δείχνω τὶς δυσκολίες ποὺ κρατάω μέσα μου καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ μὲ πλησιάζουν. Ξέρω ὅτι ὁ Χριστὸς ἀντιλαμβάνεται τὰ πάντα σχετικὰ μὲ τὸ τί σκέφτομαι, πώς αἰσθάνομαι, τί ἀνάγκες ἔχω, ἤ ἀπὸ τί κινδυνεύω ἐπειδὴ ἀφήνω “ἀκάλυπτο” τὸν ἑαυτό μου! Κοιτάζοντας τὰ πλεονεκτήματα καὶ τὰ μειονεκτήματά μου μὲ “περνάει” ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς ἀσχολίες ποὺ μοῦ δίνει, μέχρι νὰ μὲ τοποθετήσει στὸ ἐπάγγελμα ποὺ μὲ προορίζει γιὰ νὰ Τον ὑπηρετήσω! Ἀπὸ τὴν πλευρά μου ὅμως χρειάζεται νὰ δηλώσω “παρουσία” στὸν ἀόρατο πόλεμο κατὰ τῶν παθῶν μου, δηλαδὴ κατὰ τῆς ἁμαρτίας ποὺ κρύβεται μέσα μου. Χρειάζεται νὰ μάθω κοντὰ στὸν πνευματικό μου, τὸν “ἀξιωματικὸ” τοῦ Χριστοῦ, ποὺ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα!».


«Νὰ ἔρθω κι ἐγὼ ὅταν ξαναπᾶς γιὰ ἐξομολόγηση, Ἐλευθερία;», ρώτησε φωνάζοντας δυνατὰ ὁ Νικόλας. Θυμήθηκα τὶς φωνὲς του ἀπὸ τὴν ἔκπληξη ὅταν πρωτομπῆκε στὸ σπίτι μου καὶ εἶδε τὶς εἰκόνες στὸ σαλόνι: “τί ὡραῖο ποὺ εἶναι τὸ σπίτι σου…”, ἔλεγε καὶ δὲν ἔφευγε ἀπὸ δίπλα μου!
«Θὰ πηγαίνουμε μαζί», τὸν καθησύχασα ὅπως μὲ κοίταζε ἱκετεύοντας, καὶ τὰ ματάκια του ἄστραψαν! Τί μπορεῖ νὰ ἐξομολογήθηκε ἕνα δεκάχρονο παιδί, καὶ ἄστραφτε ἡ ψυχούλα του μόλις πῆρε τὴν συγχωρητικὴ εὐχή; Ἦταν ἕνα μυστήριο γιὰ ἐμένα…
«Τὸ ξέρετε ὅτι ἔχουμε δύο φωνές;», εἶπε ὁ Νικόλας μὲ σοβαρότητα. «Ἡ μία εἶναι ἡ δυνατὴ καὶ ἡ ἄλλη ψιθυρίζει. Ἡ δυνατὴ ξέρει τὶ θέλουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ αὐτὴ ποὺ ψιθυρίζει ξέρει τί θέλει ἡ ψυχή μας. Ὅταν τσακώνονται φοβόμαστε, γιατὶ αυτὴ ποὺ ψιθυρίζει σκεπάζεται ἀπὸ τὴν δυνατὴ… Τώρα ὅμως ξέρω ὅτι αὐτὴ ποὺ ψιθυρίζει πρέπει νὰ πιάσει δουλειά, καὶ ΝΑ ἈΓΑΠΑΕΙ ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ Ὅ,ΤΙ ἈΓΑΠΑΕΙ ΚΑΙ Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ!».
«Ναί, ἀλλὰ ἄν ἡ φωνὴ ποὺ ψιθυρίζει δὲν θέλει νὰ κάνει ὅλα αὐτὰ ποὺ λέτε, δὲν εἶναι καταναγκασμὸς νὰ πρέπει νὰ κάνει ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός;», μὲ ρώτησε ἡ Μαρία μὲ τόνο ποὺ ἀμφέβαλε. Σκέφτηκα λίγο, καὶ ἀποφάσισα νὰ πάρω τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.


«Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀποκεφαλίστηκε ἐπειδὴ ἔλεγξε τὸν ἁμαρτωλὸ ἄρχοντα, ποὺ δὲν τὸν πείραζε ποὺ ὁ λαός του ἔβλεπε τὶς ἀνηθικότητές του! Γενικά οἱ λαοὶ “συνήθισαν” τὶς ἀπρέπειες…. Ὅμως ὁ ἑλληνικὸς λαὸς εἶχε πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔδιωξε τοὺς Τούρκους καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐλευθερία του. Οἱ Ἕλληνες τότε πίστεψαν ὅτι φεύγοντας οἱ ἀλλόθρησκοι κατακτητὲς θὰ μποροῦσαν νὰ λατρέψουν ἘΛΕΥΘΕΡΑ τὸν Τριαδικὸ Θεό! Κι ὅμως, μετὰ τὴν παλιγγενεσία τὰ μοναστήρια χτυπήθηκαν στὴν πατρίδα μας ἄνανδρα ἀπὸ τὴν μανία τῶν Βαυαρῶν*** ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης, οἱ ὁποίοι ΔΙΕΤΑΞΑΝ γιὰ τὰ περισσότερα ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ! Ἔτσι, σφράγισαν καὶ τὸ μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ εἶχε σταθεῖ καὶ αὐτὸ ἀκατάβλητο ὀχυρὸ πνευματικῆς ἐλευθερίας ἐπὶ τουρκοκρατίας καὶ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕ ἈΠΟ ΤΗΝ ἌΓΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ… Ὁ ἀντίδικος, ὁ ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ, θέλει νὰ μᾶς κλέψει τὴν αἰωνιότητα καὶ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ μᾶς κλείνει τὸν δρόμο πρὸς τὸν Χριστό! Μηχανεύεται τρόπους γιὰ νὰ βάζει ἐμπόδια στὸν δρόμο τῆς εὐλάβειας, ὥστε πολλοὶ νὰ μένουν “ἀποκλεισμένοι” ἀπὸ τὴν “γεύση” τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ὅμως τὸν κρατάει ἀνοιχτὸ γιὰ νὰ τὸν περπατήσουμε καὶ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μας! Οἱ Ἕλληνες σὰν λαὸς ἀγωνιζόμαστε μὲ φιλότιμο νὰ κρατήσουμε τὴν εὐσέβεια, ποὺ εἶναι Ὁ ΠΛΟΥΤΟΣ ΜΑΣ! Αὐτὸ ποὺ κάνουμε τώρα ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐμπιστοσύνη πρὸς τοὺς Ἁγίους μας, ποὺ πεζοποροῦμε δηλαδή γιὰ νὰ τοὺς προσκυνήσουμε, γίνεται σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας! Παραδοσιακὰ ΟΙ ἝΛΛΗΝΕΣ ΖΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ, ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ἉΓΙΟΥΣ ΜΑΣ! Πίστη εἶναι τὸ βίωμα τῆς ὡραιότητας τῆς ἀφθαρσίας! Εἴμαστε συγκληρονόμοι μιᾶς περιουσίας ποὺ ἔχει τὶς ῥίζες της στὸν οὑρανό! Ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ Τὸν ἀκολουθήσει ὍΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ! Ὅταν μία ψυχὴ ζητήσει ἀπὸ κάποιο “ἀξιωματικὸ” τοῦ Χριστοῦ νὰ τὴν ὁδηγήσει κοντά Του, μὲ τὸ “ψυχαγκάλιασμα” “μπαίνουν ὅλα στὴν θέση τους”! Ὅταν ἱκετεύουμε τὸν Κύριο νὰ στέκεται ἔξω ἀπὸ τὸ “δωμάτιο” τῆς ζωῆς μας γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ παύει ὁ φόβος, παύει ἡ δειλία, οἱ ἀμφιβολίες, οἱ στενοχώριες, τὰ διλήμματα! Ἡ ψυχὴ ΒΕΒΑΙΗ ὍΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ἜΝΤΙΜΟ, ἀπολαμβάνει τὴν ὁμορφιὰ τῆς εὐπρέπειας ποὺ γεμίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ξεκουράζει! “Ἀκοῦμε” τὸν Χριστὸ ποὺ χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας γιὰ νὰ Τοῦ ἀνοίξουμε καὶ νὰ δειπνήσουμε μαζί —ἡ πόρτα ἀνοίγει μόνο ἀπὸ μέσα. ὍΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ! Ἀπευθύνεται σὲ ὅποια ψυχὴ ἔχει “ὡριμάσει” πνευματικὰ γιὰ τὸ ἀπερινόητο “οὐράνιο σφρίγος”, τὴν ζωογόνα Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ βρίσκεται μέχρι καὶ στὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε! Ὅποια ψυχὴ ποθεῖ νὰ βιώσει τὴν φωτιὰ τῆς ἀγάπης ποὺ φέγγει τὴν χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, γονατίζει μπροστά Του καὶ Ἐκεῖνος σπεύδει νὰ ἀσφαλίσει τὴν αἰώνια ἀξία τῆς ψυχῆς τοῦ “σπλάχνου” Του!
Ὁ Κύριος εἶπε:
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δημιουργός.
Ἐγὼ εἶμαι τὸ Φῶς.
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ζωή.
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια.
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Χαρά.
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ὁδός.

* ἡ Ἱ.Μονὴ ἀπέχει 22χλμ ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Μεγάρων Ἀττικῆς
** τὸ μοναστήρι γιορτάζει στὶς 25 Μαΐου
*** ἐπὶ Ὄθωνα. Ὅσο οἱ Ἕλληνες πίστευαν ὅτι εἴχαν “ἀπελευθερωθεῖ”, οἱ Βαυαροὶ ταπείνωσαν καὶ ἐξουθένωσαν τὶς Ἱερὲς Μονὲς στὴν Ἑλλάδα διαλύοντάς τες, ποδοπατώντας ὅσα σεβάστηκαν οἱ αἱμοδιψεῖς Τούρκοι!
