Δὲν ἔπρεπε νὰ ἀνακατευτεῖ μὲ ὅλους αὐτοὺς ὁ ἀδερφός μου! Εἶναι τόσα χρόνια μεγαλύτερος, ἔπρεπε νὰ εἶχε μυαλὸ μέσα στὸ κεφάλι του! Δὲν εἶχε καμία δουλειὰ μαζί τους, νὰ τοῦ πουλᾶνε τὸν θάνατο καὶ αὐτὸς νὰ μὴν ξεκολλάει… Ὅταν δὲν ἀλληλοσφάζονται, ἡ μάνα ναρκώνεται μὲ τὸ τηλέφωνό της καὶ ὁ πατέρας μὲ τὴν τηλεόρασή του… Θὰ ἀντέξω ἐγὼ μαζί τους; Νιώθω ὅτι ἡ ἡμέρα μου ξεκινάει καὶ τελειώνει μέσα σὲ ἕναν “ὁμαδικὸ τάφο”, νὰ παρατηρῶ μὲ λεπτομέρειες τὶς φάσεις τῆς ἀνθρώπινης ἀποσύνθεσης καὶ τὴν φρίκη τῶν ἀκαθαρσιῶν της! Ἀγωνίζομαι νὰ πάρω τὰ μάτια μου ἀπὸ τὴν ἀποδόμηση τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ τὴν ἀντικρίζω ὅπου κι ἄν σταθῶ! Πιστεύω ὅμως μὲ πάθος ὅτι ἡ θέση μου εἶναι ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν δυσωδία τῆς πολιτισμένης σήψης! Δὲν εἶμαι φτιαγμένος γιὰ νὰ ζῶ τὸν θάνατο! Ἀπὸ μέσα μου φυτρώνει ζωή, ἀλλὰ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΕΙ! Εἶναι ἀνίδεη γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνει καὶ μαραίνεται πολὺ γρήγορα… Κάθε φορὰ ποὺ γίνεται αὐτὸ αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος μπῆκε καὶ μὲ ἔκλεψε, ἀλλὰ γιὰ μία ἀκόμα φορὰ δὲν εἶδα ποιὸς ἦταν… Γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶμαι βέβαιος εἶναι ὅτι τὰ παίρνει ὅλα ἀπὸ μέσα μου, καὶ μὲ ἐγκαταλείπει στὸ κενὸ τῆς λύπης! Παρηγορῶ ὅσο μπορῶ τὴν ψυχή μου ὅτι ἐκείνη δὲν θὰ “πεθάνει”, καὶ τῆς ὑπόσχομαι ὅτι θὰ κάνω ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι μου γιὰ νὰ τὴν κρατήσω “μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά”· ἀλλὰ μήπως τὸ ἴδιο δὲν προσπαθοῦσαν καὶ τόσοι γύρω μου, ποὺ τώρα βλέπω τὰ “σκουλίκια” νὰ τρῶνε τὸ κουφάρι τους; Ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ἡ ἀπελπισία ζυγώνει γιὰ νὰ λιώσει καὶ ἐμένα, ὅταν ὀπισθοχωρῶ καὶ δὲν βλέπω γιὰ ποιὸν λόγο νὰ ἔχω ἐγὼ διαφορετικὴ κατάληξη. Τότε ἀκόμα καὶ τὸ μυαλὸ στέκει ἀκίνητο, νικημένο! Ἀλλὰ καὶ πάλι, κάτι μοῦ ἁρπάζει τὴν ψυχὴ καὶ ὅπως τὴν κρατάει μὲ δύναμη, ἀρχίζουν νὰ φυτρώνουν ξανὰ μέσα μου ἴχνη ζωῆς! Αἰσθάνομαι ὅτι κάτι μὲ κρατάει γερά, ἀλλὰ γιὰ ἀκόμα μία φορὰ δὲν τὸ διακρίνω. Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι, ὅτι δὲν μοῦ ἀξίζει νὰ μὴν ξέρω οὔτε ποιὸς μὲ κλέβει, οὔτε ποιὸς μὲ κρατάει γερά!
«Ἀναστάση!», ἄκουσα τὸ ὄνομά μου ἀπὸ μακριά. Μόλις κατέβηκα τὰ σκαλιὰ καὶ ἀριστερά μου βρισκόταν ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Παραξενεύτηκα ποὺ εἶδα τὸν Σωτήρη καὶ μάλιστα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη πρὶν δύο χρόνια, λίγο πρὶν ἀνοίξουν τὰ σχολεῖα. Θὰ ἦταν δυσκολότερο γι’ αὐτὸν νὰ ξεκινήσει τὸ γυμνάσιο σὲ ἄγνωστο μέρος. Ἦταν ἀπὸ τὰ λίγα ἄτομα ποὺ ἐμπιστευόμουν, καὶ ὅλο τὸ καλοκαίρι πρὶν φύγει συζητούσαμε γιὰ τὰ ἴδια ποὺ λέγαμε πάντα, ὅτι ἐπικρατεῖ τὸ παράλογο… Προχωρώντας πρὸς τὸ μέρος του προσπάθησα νὰ ἐντοπίσω τί εἶχε ἀλλάξει πάνω του, καὶ εἶχε γίνει ἀγνώριστος. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ὁλόκληρο καὶ τὰ μάτια του φανέρωναν… πλοῦτο ψυχῆς! Χωρὶς νὰ τὸ θέλω ἡ καρδιά μου σφίχτηκε ἀπὸ τὴν ζήλεια καὶ μόλις τὸ συνειδητοποίησα, ντράπηκα.
«Ὁ Ἅγιος μυροβλύζει!», εἶπε συγκλονισμένος σκουπίζοντας δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια και φτάνοντας κοντά, ἀγκαλιαστήκαμε. Εἴπαμε νὰ κάτσουμε στὰ σκαλιὰ καὶ χάρηκα ποὺ βρεθήκαμε σὰν τὸν παλιὸ καιρό.
Δὲν εἶχα τίποτα νὰ κρύψω ἀπὸ τὸν Σωτήρη, ποὺ θυμᾶμαι κι αὐτὸς εἶχε προβλήματα μὲ τὴν ἀλλοπρόσαλλη καὶ ψυχρὴ συμπεριφορὰ τῶν γονιῶν του μεταξύ τους. Τοῦ εἶπα γιὰ τὶς σκέψεις ποὺ παίδευαν τὸ μυαλό μου καὶ φανέρωσα πόσο μὲ μείωνε νὰ μὴν ξέρω πώς θὰ κρατήσω τὴν ζωὴ ποὺ φυτρώνει μέσα μου.
«Ὅποιος εἶναι μύγα πηγαίνει στὶς ἀκαθαρσίες, ἐνῶ ὅποιος εἶναι μέλισσα πηγαίνει στὰ λουλούδια. Ἐσὺ τί προϊόν θέλεις νὰ φτιάχνεις;», μὲ ρώτησε. Μὲ εἶδε ὅμως ἀμήχανο καὶ συνέχισε. «Ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν κόσμο λείαν καλῶς! Σὲ αὐτὸ ἐμπεριέχεται καὶ ὅτι εἶναι ἀπόφαση τοῦ καθένα μας νὰ προστατέψει τὴν ἀξία του, ἄν εἶναι διατεθειμένος νὰ κάνει ὅσα χρειάζεται».
«Ναὶ ἀλλὰ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμένα. Θέλω νὰ ζήσω μακριὰ ἀπὸ τὶς ψευδαισθήσεις, ἀλλὰ τὸ κενὸ τῶν ἄλλων ἐξ αἰτίας τῶν ψευδαισθήσεων, μὲ χτυπάει ἐκεῖ ποὺ πονάω!».
«Ἀναστάση πρέπει νὰ ξεκαθαρίσεις ὅτι ἡ Ζωὴ συνδυάζεται μὲ τὸ καλό, καὶ ὁ θάνατος μὲ τὸ κακό. Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἀντάλλαξε τὴν μικρὴ ζωὴ μὲ τὴν Μεγαλειώδη Ζωή! Πρὶν λίγο ἄκουσα ὅτι μαρτύρησε τὸ 306 μ.Χ. καὶ ὅμως, τὸ Ἅγιο Λείψανό του ἐκπέμπει σὲ ἐμᾶς τώρα Ζωὴ ἀθανασίας! Ἡ Ἑλλάδα πάντα ἦταν ἐργαστήριο ἁγιότητας, ἔχει πάρει αὐτὴ τὴν εἰδικότητα ἀπὸ τὸν Θεό! Ὅταν κοιμήθηκε ὁ Ἅγιος, οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ τοὺς θεραπεύσει! Μὲ τὸ μύρο ποὺ “στάζει” ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὁ Προστάτης μας βεβαιώνει ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς προστατεύει! Ἄρα ἐμεῖς πρέπει νὰ εἴμαστε ἄφοβοι μπροστὰ στὸν θάνατο ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ ἦταν ἐπιλογή του νὰ μείνει μακριά ἀπὸ τὸν “ὁμαδικὸ τάφο”, τῆς εἰδωλολατρικῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του! Οἱ Ἅγιοι μᾶς δείχνουν πώς νὰ ἀξιοποιήσουμε τὸ αὐτεξούσιο ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστός!».
Δὲν περίμενα νὰ ἀκούσω τὸν Σωτήρη νὰ μιλάει γιὰ τὸν Θεό, οὔτε Τὸν εἴχαμε ἀναφέρει ποτὲ ὥς τώρα. «Μπορεῖ ἐσὺ νὰ τὸ πιστεύεις. Μὲ ἐμένα ὅμως τί γίνεται;», διαμαρτυρήθηκα, μὴν μπορώντας νὰ δῶ τὸν ἑαυτό μου ἔξω ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ θανάτου τῶν χειρότερων παραμυθιῶν ποὺ μᾶς μεγάλωσαν… Ἡ μόνη εἰκόνα “διόρθωσης” ποὺ ἀνίχνευα τριγύρω ὥς τώρα ἦταν αὐτὴ τοῦ “γκρεμίσματος”, ἀλλὰ ἐμένα δὲν μοῦ ταίριαζε.
«Ὅταν μετακομίσαμε πήγαμε νὰ ζήσουμε κοντὰ σὲ ἕναν θεῖο μου, ποὺ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε μοῦ κινοῦσαν τὴν περιέργεια. Ἅμα ἀποσπάσεις τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἔλεγε, αὐτὸ θὰ κυκλοφορεῖ μονίμως στοὺς δρόμους καὶ θὰ ζητιανεύει μέσα στὸ κρύο καὶ τοὺς κινδύνους, ἐπειδὴ πεινάει καὶ κακοπερνάει. Τὸτε τὸ κάνεις ὅ,τι θέλεις! Τὸ ἐκμεταλλεύεσαι, τὸ πατᾶς, τὸ πουλᾶς, ὅ,τι εἶχες σκεφτεῖ ἐξ ἀρχῆς ποὺ τὸ ἀποσποῦσες ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια… Ἔλεγε ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ ἐμπορικὸς κόσμος ποὺ ἀπέσπασε τὸν Ἕλληνα ἀπὸ τὸν Πατέρα του, τὸν Χριστό, καὶ ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ Ὅ,ΤΙ ΘΕΛΕΙ! Ὅσο ὁ Ἕλληνας ἀσχολεῖται μὲ τὰ συμπτώματα, δὲν ἔχει ἀποφασίσει νὰ δὼσει λύση! Τὸ τελευταῖο συγκλόνισε τὴν ἀδερφή μου, ποὺ γιὰ νὰ ἀνακαλύψει ἀπὸ τί ὑλικὸ εἴμαστε φτιαγμένοι, ὅπως τῆς ἔλεγε, ἀποφάσισε νὰ ἐκκλησιάζεται μαζὶ μὲ τὸν θεῖο. Εὐτυχῶς ποὺ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ἐμένα καὶ ἄνοιξε τὸν δρόμο· ἐγὼ στὴν ἀρχὴ δὲν καταλάβαινα τὸν θεῖο. Ἐνῶ ἤξερα ὅτι πνιγόταν καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευση καὶ τὴν ἀνία, κάποια στιγμὴ μοῦ εἶπε ὅτι ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μαζί, εἶχαν ἕνα νόημα: νὰ μᾶς πείσουν νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν παλιανθρωπιά! Ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετὰ μοῦ ἀποδείκνυε ὅτι παραλογιζόμαστε μονίμως. Πῶς περιμένεις κάποιος ποὺ εἶναι κακός, σὲ ἐσένα νὰ φερθεῖ καλά; Ἀπὸ ποῦ θὰ ἔρθει τὸ ΚΑΛΥΤΕΡΟ, ἄν δὲν ἔρθει ἀπὸ τὴν ΚΑΛΟΣΥΝΗ; Πῶς περιμένεις ἀπὸ τὸν ἄλλο νὰ σὲ σώσει, θυματοποιώντας τὸν ἑαυτό σου;».
Τὸν ἄκουγα ἀπορημένος. Αὐτὰ ποὺ ἔλεγε μοῦ ἄρεσαν, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὰ συνδέσω μὲ ἐμένα. «Ὅσο παραλογίζεται ἡ οἰκογένειά μου τί μπορῶ νὰ κάνω ἐγώ, ποὺ πληρώνω τὰ λάθη τους;», παραπονέθηκα στὸν φίλο μου.
«Νὰ ξεκαθαρίσεις ὅτι ἐμεῖς δὲν θὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς ἄλλους. Ὅμως ἡ δυστυχία μας ἔρχεται ἀπὸ τὶς παραλείψεις μας, ποὺ εἶναι ἐγκλήματα! Θὰ φταῖμε γιὰ αὐτά, ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε ἔντιμοι! Ἐνῶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ἀντίληψη, ἀρνούμαστε νὰ ἀκούσουμε αὐτὰ ποὺ μᾶς λέει στὴν συνείδηση, ἐπειδὴ θέλουμε νὰ ἀποφύγουμε τὸν κόπο… Ὅμως ὁ λόγος ποὺ ἔχουμε τὸ καλὸ μέσα στὴν συνείδησή μας, εἶναι γιὰ νὰ τὸ ἐφαρμόζουμε».
«Ἐμένα δὲν μοῦ εἶπε κανεὶς ὅτι πρέπει νὰ κάνω τὸ καλό, πόσο μᾶλλον νὰ μοῦ ἐξηγήσει καὶ τί εἶναι!», ἀντέδρασα, θεωρώντας ἄδικο νὰ βγαίνω καὶ φταίχτης ἀπὸ πάνω! Ἴσα ἴσα, ποὺ ἀγωνιζόμουν μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια νὰ τηρήσω τὴν ὑπόσχεσή μου, νὰ κρατήσω τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου “ἀνοιχτά”!
«Κάτι τέτοιο ἀπάντησα καὶ ἐγὼ στὴν ἀδερφή μου Ἀναστάση, ὅταν μοῦ τὰ ἔλεγε αὐτά. Θεώρησα ἄδικο νὰ μοῦ μιλάει σὰν νὰ μὴν εἴχαμε μεγαλώσει μαζί, σὰν νὰ μὴν ἦταν μπροστὰ ὅταν οἱ γονεῖς μας χαρακτήριζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ὅλες τὶς ἀποχρώσεις τῆς ἀηδίας… Ἡ ἀδερφή μου εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξομολογεῖται καὶ νὰ μιλάει καὶ αὐτὴ διαφορετικά· τὸ ὅτι δὲν ξέρει κανεὶς ἄλλος τί κάνεις ἐσὺ μέσα σου, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἔχει πάνω σου καμία ἐξουσία! Ἄρα εἶσαι ἐλεύθερος νὰ ἀποφασίσεις ὅτι στὴν ψυχὴ ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός, ἀπαιτεῖς τάξη! Ὁτιδήποτε σὲ κρατάει μακριὰ ἀπὸ τὶς “περιγραφὲς” τῆς συνείδησής σου, ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΕ ἘΞΑΠΑΤΗΣΕΙ! Ἔτσι μοῦ ἔλεγε».
Ἀκούγοντας γιὰ συνείδηση, ἡ ψυχικὴ περίπολος ἐντόπισε “ἴχνη ζωῆς”! Ἡ καρδιά μου τόλμησε νὰ χτυπήσει γιορτινά, ἔχοντας ὀσμιστεῖ ὅτι ἡ ἀδερφὴ τοῦ Σωτήρη ἴσως βρῆκε τί τῆς κρατοῦσε γερὰ τὴν ψυχή, ἀλλὰ ἀμέσως ἡ λογικὴ ἐμπόδισε τὴν καρδιά. Ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν ἑαυτό μου ὑπέδειξε νὰ συγκεντρώσω τὴν προσοχή μου γιὰ νὰ μάθω περισσότερα. «Τί εἶναι οἱ περιγραφὲς τῆς συνείδησης;», ρώτησα νιώθοντας τὴν γεύση τῆς ἐλπίδας .
«Γι’ αὐτὲς ἡ ἀδερφή μου πρωτοάκουσε ἀπὸ τὴν κατηχήτρια, σὲ προσωπικὴ συζήτησή τους. Μετά ἐξήγησε καὶ σὲ ἐμένα γιὰ τὶς ἐρωτήσεις ποὺ κάνουμε στὴν συνείδησή μας. Στηριζόμαστε στὸ φιλότιμό μας, ὅτι δὲν θὰ ἀποκρύψουμε ὅσα μᾶς ἀποκαλύψει ἐκείνη ὅτι ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ! Ἔλεγε ὅτι ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι ζωντανή, ἡ ἄγνοια ξεφτίζει! Ὅταν ἄρχισε ἡ ἀδερφή μου νὰ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό της ἄρχισε νὰ γράφει τὶς ἐρωτήσεις καὶ μετὰ μοῦ τὶς ἔδειξε. Τὶς ἔχω σὲ φωτογραφία, θέλεις νὰ τὶς δεῖς;».
Πῆρα τὸ κινητὸ τοῦ φίλου μου στὰ χέρια, καὶ ὅπως τεντώθηκε ἡ ὕπαρξή μου νὰ πιάσει αὐτὸ ποὺ πάντα παρακαλοῦσε “νὰ ὑπάρχει”, ἄρχισα νὰ διαβάζω:


ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ “ἈΝΤΕΞΕΙΣ” ΤΗΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΟΥ;
Τράβα μία γραμμὴ σὲ ὅ,τι ἔχεις μάθει ὥς τώρα, καὶ κοίτα βαθιὰ στὴν ψυχή σου. Χρησιμοποίησε τὴν ὀξυδέρκειά σου ὥστε νὰ φτάσεις σὲ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς συνείδησής σου, ποὺ ἀποταμιεύουν τὶς εἰκόνες γιὰ τὸ πώς περιγράφει τὸ καλό. Ἐπειδὴ δὲν τὸ ἔχεις ξανακάνει καὶ δὲν ξέρεις οὔτε πόσο βαθειὰ νὰ κοιτάξεις, οὔτε καὶ τί λέξεις νὰ χρησιμοποιήσεις, θὰ πρέπει νὰ εἶναι μεγάλη ἡ ἀπόφασή σου ὥστε νὰ ἐπιμείνεις, καὶ νὰ δεῖς μὲ καθαρὴ ματιὰ ὅσα σοῦ λέει ἡ ἐσωτερικὴ φωνή ποὺ εἶναι ὁλοπρόθυμη νὰ μιλήσει γιὰ τὸ καλό. Πῶς σοῦ τὸ ὑπαγορεύει; Ἔχεις τὸ σθένος νὰ ἀποτυπώσεις ΚΑΘΕ ΣΗΜΕΙΟ ποὺ εἶναι καταγεγραμμένο στὴν συνείδησή σου, ὅτι εἶναι τὸ καλό; Ἔχεις τὴν ἀκεραιότητα νὰ καταγράψεις καὶ ὅσα δὲν σὲ βολεύουν, ἀλλὰ προορίζονται νὰ κάνουν τὴν καρδιά σου νὰ τρέμει ἀπὸ κρυφή, ἀνώτερη χαρά; Τολμᾶς νὰ ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του χωρὶς δικαιολογίες; Ἔχεις τὴν πυγμὴ νὰ δεῖς κατάματα τὸ καλό καὶ νὰ δεσμεύσεις τὴν ὕπαρξή σου ὅτι θὰ τὸ ὑπηρετεῖς; Ἐπειδὴ μόνο ἔτσι θὰ ζεῖς μὲ ἀσφάλεια; Ἔχεις τὸ ψυχικὸ βάθος νὰ δεῖς τὸν ἑαυτό σου ὡς ἀξιόλογο στρατιώτη; Ὡς σημαντικὸ ἐργάτη; Ἔχεις τὴν ἀντοχὴ καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα νὰ δεῖς τὸν ἑαυτό σου μέσα σὲ εὐεργετικὸ ἀγώνα; Μπορεῖς νὰ δεῖς τὸν χρόνο σου ὡς πολύτιμο; Ἡ συνείδησή σου θὰ σοῦ παρέχει διαρκῶς ἰδέες γιὰ τὸ τί εἶναι τὸ καλό. Ἔχεις τὴν γνησιότητα νὰ τὶς καταγράφεις ὡς τὴν μεγάλη εὐκαιρία ποὺ θὰ ἀπορροφᾶ τὴν καρδιά σου, ὅλους τοὺς πόθους καὶ ὅλες τὶς σκέψεις; Ποιά “περιοχὴ” τοῦ καλοῦ λαχταροῦσες νὰ ὑπῆρχε στὴν ζωή σου, ποὺ ὥς τώρα τὸ περίμενες παθητικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Ὡς ἀνώτερο πλάσμα ποὺ εἶσαι, μπορεῖς νὰ περικυκλωθεῖς ἀπὸ τὴν ἘΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΟΥ νὰ ἘΝΤΟΠΙΣΕΙΣ ΤΙΣ ἸΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ἹΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΣΟΥ; Ἔχεις τὸν δυναμισμὸ νὰ ὁμολογήσεις μὲ θάρρος ὅτι ἀκριβῶς λόγῳ τῆς σημαντικότητάς σου, ἁρμόζει νὰ ἐργαστεῖς γιὰ τὸ καλὸ μὲ αὐτοθυσία; Καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ αὐτοθυσία θὰ τιμᾶ τὸ αὐτεξούσιό σου; Ἔχεις τὸ σθένος νὰ δεῖς κατάματα τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία σου; Ἔχεις τὴν ἀνδρεία νὰ ἀναλάβεις τὴν εὐθύνη τῆς ἀξίας σου; Διαθέτεις τὴν τιμιότητα νὰ σεβαστεῖς ὅσα φωνάζει ἡ συνείδησή σου ὅτι ΕΙΣΑΙ ἘΣΥ, ἀλλὰ ἔκανες ὅτι δὲν ἄκουγες;

Ἐπέστρεψα τὸ κινητό στὸν Σωτήρη καὶ ἡ ματιά μου χάθηκε μέσα στὰ αὐτοκίνητα ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ μπροστά μας. Εἶχαν στριμωχτεῖ τόσες πολλὲς σκέψεις στὸ μυαλό, ποὺ μποροῦσα νὰ νιώθω μόνο τὴν θεραπευτικὴ ἐπίγευσή τους! Ὁ στόχος μου ἦταν νὰ κρατοῦσα τὰ λίγα ἴχνη ζωῆς ποὺ ἤξερα, ἀλλὰ ὁ πλοῦτος ποὺ μαρτυροῦσαν τὰ μάτια τοῦ φίλου μου, ὑποσχόταν “ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΡΙΔΑ” ΖΩΗ͂Σ! Ἡ καρδιά μου τώρα χτυποῦσε γιορτινά, ἀνεμπόδιστα! Μοῦ ἔλειπαν πολλὰ κομμάτια τῆς συνολικῆς εἰκόνας καὶ ἔπρεπε νὰ τὰ βρῶ, ἐπειδὴ ἦμουν σημαντικὸς ἐργάτης ποὺ ὁ χρόνος του ἦταν πολύτιμος! «Τί μοῦ κλέβει τὴν ζωή Σωτήρη; Τί μὲ ἀφήνει ἄδειο;», ἔκανα τὴν δυσκολότερη ἐρώτηση μὲ τὴν ἀνάσα κομμένη.
«Θὰ σοῦ πῶ πρῶτα γιὰ τὰ δικὰ μου βήματα, γιὰ νὰ βγάλεις τὸ συμπέρασμά σου. Ὅταν ἄρχισα νὰ ψάχνω στὶς ψυχικὲς ἀποθήκες τὶς περιγραφὲς γιὰ τὸ καλό, ἔβρισκα ὅτι τὸ κακὸ ὑπερτεροῦσε. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι πρέπει νὰ ἔχεις τὰ κότσια νὰ ξεκόψεις ἀπὸ αὐτό. Ἡ σκέψη πρέπει νὰ εἶναι πεντακάθαρη, ὅπως εἶναι καὶ τὸ καλό! Ὅσο ὅμως ἐρχόμουν ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἀξία μου, καὶ ἜΒΛΕΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ἈΞΙΑ ΤΩΝ ἌΛΛΩΝ, τόσο παρουσιάζονταν στὰ μάτια μου τὰ ἐγκλήματά μου! Ὅπως ὅταν ζαλίζεσαι, νομίζεις ὅτι θὰ πέσεις ἐπειδὴ κάποιος “ταρακουνάει τὸν κόσμο”, καὶ ἁπλώνεις τὰ χέρια γιὰ νὰ πιαστεῖς ἀπὸ κάπου, ἔτσι καὶ στὶς πνευματικὲς ζαλάδες, στὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ ποὺ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΕ ΡΙΞΕΙ, ἐγὼ ἅπλώνα τὰ χέρια νὰ κρατηθῶ ἀπὸ τὴν ἀξία κάποιων κοριτσιῶν καὶ τοὺς τὴν ἜΚΛΕΒΑ! Τότε βρισκόμουν μέσα στὴν δυσωδία τῆς πολιτισμένης σήψης καὶ δὲν εἶχα μάτια γιὰ νὰ δῶ ὅτι ἔτσι αὐτομάτως, χανόταν καὶ ἡ δική μου ἀξία… Πέρασα δύσκολες στιγμὲς μέχρι νὰ ἀποφασίσω, ὅτι ὍΛΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ἈΞΙΑ ΜΑΣ καὶ μόνο προστατεύοντας τὴν ἀξία τῶν ἄλλων, ὑπερασπιζόμαστε τὴν δική μας! Αὐτὸ φώναζε ἡ συνείδησή μου ὅτι ἮΜΟΥΝ ἘΓΩ! Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ θάνατος βρισκόταν συνέχεια μπροστά μου, δὲν μὲ ἄφηνε νὰ βρῶ ἡσυχία… Ἡ ἀδερφή μου εἶπε ὅτι μόνο ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν θάνατο!».
«Δηλαδή;», ρώτησα μπαίνοντας σὲ σκέψεις ποὺ δὲν εἶχα κάνει ποτὲ ὥς τώρα.
«Μόνο ὅταν ἐξομολογήθηκα τὶς ἁμαρτίες μου, ἔνιωσα τὴν ψυχή μου ΚΑΘΑΡΗ! Ἡ συνείδησή μας εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καὶ θέλει νὰ μᾶς κατευθύνει κοντά Του! Μόλις λευκανθεῖ ἀρχίζει ἐκείνη νὰ μᾶς κάνει ἐρωτήσεις, ποὺ ἀνυπομονοῦμε νὰ ἀπαντήσουμε!».
«Ἔχεις μαζί σου τέτοιες ἐρωτήσεις;», ρώτησα μὲ ἀδημονία. Ἔβγαινα ἀπὸ τὶς περιοχὲς ποὺ ἤξερα νὰ περπατάω, ἀλλὰ αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ μεγάλη ἀνάγκη μου!
«Ἔχω τὶς δικες μου, μισὸ λεπτό!», εἶπε καὶ ἔψαχνε στὸ τηλέφωνό του. Τὸ πῆρα μὲ τρεμάμενη ψυχή καὶ ἄρχισα νὰ διαβάζω.

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕΛΗ ΣΕ ἝΝΑ ΣΩΜΑ
ΜΕ ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ!
Σὲ κάθε ἔκφρασή της ἡ ἀγάπη ἀκτινοβολεῖ ἀξία! Ἀγαπάω τὸν ἄλλο ἀκόμα καὶ ὅταν αὐτὸς δὲν βλέπει τὴν ἀξία του, καὶ κατηγορεῖ ἐμένα γι’ αὐτό. Ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι καὶ ἡ ἔννοια τῆς συγχώρεσης ἀπὸ ἐμένα, ποὺ νιώθω δέος γιὰ τὴν δική μου ἀξία!
Μπορεῖς νὰ ἀντικρίσεις τὸν ἑαυτό σου σὰν τὸ πλάσμα ποὺ ἀξίζει καὶ δέχεται ἀπὸ τὸν Δημιουργό του ἄπειρη ἀγάπη, ἄπειρη στοργικὴ φροντίδα καὶ προστασία σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο, καὶ θὰ κληρονομήσει τὴν ἀβασίλευτη χαρὰ στὴν αἰώνια Ζωή; Ἔχεις τὸ σθένος νὰ ἀντιμετωπίσεις τὸν ἑαυτό σου σὲ τὲτοιο ὕψος καὶ νὰ ἐργαστεῖς πάνω στὴν ἀρετή; Μπορεῖς νὰ τὸν ἀντικρίσεις μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸν βλέπει ὁ Χριστός; Ἔχεις τὸ θάρρος καὶ τὴν γνησιότητα νὰ ἀγωνιστεῖς γιὰ τὴν ἁγνότητα, ὡς πολύτιμη ἐγγύηση τῆς αἰώνιας ἀξίας σου;


«Τί εἶναι ἡ ἀρετή;», ρώτησα θαμπωμένος ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς ἀγάπης, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ φανταστῶ μέσα στὸν “ὁμαδικὸ τάφο” ποὺ ζοῦσα.
«Ἀρετὴ εἶναι ἡ ἐξάσκηση καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς ἐλευθερίας! Ὅταν βρίσκεσαι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πειράξει κανείς, γιατὶ ἔχεις ἥσυχη τὴν συνείδησή σου!». Ὁ Σωτήρης φαινόταν ὅτι ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ δὲν τοῦ εἶχε κλέψει κανεὶς τὴν ψυχή! Τὸ φῶς ἀπὸ τὸ χρυσάφι τῆς ὕπαρξής του ἀντανακλοῦσε πρὸς τὰ ἔξω καὶ ὅπως “ξύπναγε” τὰ μάτια μου, ἔφερνε μαζί καὶ μία πρωτόγνωρη πνευματικὴ συγκίνηση, μία λαχτάρα ἀνώτερη!
Ἤξερα ὅτι ἤμουν φτιαγμένος γιὰ νὰ γεύομαι τὴν ζωή! Ἐπιθυμοῦσα ὁλόψυχα νὰ γινόμουν μέρος της, μαθητής της! Ποθοῦσα νὰ ἀνακαλύψω τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ζωὴ ποὺ φυτρώνει μέσα του, ὅταν καταφέρει νὰ μείνει μακριὰ ἀπὸ τὰ ἐγκληματα τῶν παραλείψεων, καὶ τὴν δυστυχία ποὺ φέρνουν! Καταλάβαινα ὅτι ὄφειλα νὰ προστατεύσω τὴν ἀξία τῶν ἄλλων γιὰ νὰ μποροῦσα ἔτσι νὰ κρατήσω τὴν δική μου! Ἤθελα νὰ πλησιάσω καὶ ἐγὼ τὸ μυστήριο ποὺ βρισκόταν ἀκριβῶς δίπλα μου, τὰ Ἅγια Λείψανα ποὺ ἀναβλύζουν τὴν αἰώνια, τὴν Μεγαλειώδη Ζωή! Ἐπιθυμοῦσα βαθιὰ νὰ μάθω καὶ ἐγὼ ἀπὸ ποιό ὑλικὸ εἶμαι φτιαγμένος! Ἴσως ὁ Ἅγιος Δημήτριος νὰ θέλει νὰ παρακαλέσει τὸν Χριστὸ νὰ μοῦ δείξει τὸν δρόμο γιὰ νὰ πάω κοντά Του, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ΖΩΗΣ!
Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται!

