«Ἰάκωβε, δὲν εἴμαστε μικρὰ παιδάκια γιὰ νὰ πιστεύουμε ὅτι γεννηθήκαμε γιὰ κάτι σπουδαῖο, καὶ πὼς μὲ τὰ κατορθώματά μας θὰ σώσουμε τὸν κόσμο! Γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν κοινωνία ποὺ δὲν ἔχει τίποτα νὰ προτείνει, πρέπει ὄχι μόνο νὰ ἐπιβιώσουμε ἀπὸ τὴν βαρεμάρα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀηδία, γιὰ ὅσα συμβαίνουν σὲ ὅλο τὸν κόσμο…». Τὸν λυπήθηκα ἔτσι ποὺ μὲ κοίταξε καὶ δὲν ἐπεκτάθηκα πάνω στὴν γνώμη μου, πὼς ὁτιδήποτε ὑπερέβαινε τὸν στενὸ ὁρίζοντα τῶν ἐνδιαφερόντων καὶ τῶν συμφερόντων μου, μὲ ἄφηνε ἀδιάφορο…
«Ὁ ἄνθρωπος Ἀνάργυρε, πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ πάρει ἀπάντηση γιὰ ποιὸν λόγο θὰ πρέπει νὰ ζήσει, καὶ νὰ δημιουργήσει!».
«Μὰ ὁ ψεύτικος κόσμος μας δὲν ἀφήνει νὰ ζήσουμε! Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐντείνουμε τὴν διαμαρτυρία μας κατὰ τοῦ ἀποκλεισμοῦ του, μέχρι νὰ τὸν ἀλλάξουμε! Ἀποφασίζει ἐκεῖνος νὰ μᾶς στερεῖ τὶς προοπτικές; Ἐμεῖς ἀνοίγουμε ἄλλο δρόμο, καὶ φτιάχνουμε καινούργια “ἰδανικά”! Ἀσχέτως ἀπὸ τὸν τρόπο, σημασία ἔχει ἡ ἴδια ἡ διαμαρτυρία! Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, εἶναι καταναλωτής· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο πράγμα στὴν ζωή του, ἐπειδὴ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ εἶναι ἀνεξάρτητος, μὲ ὁποιοδήποτε κόστος! Ὁ ἀδερφὸς τῆς μάνας μου, ποὺ μὲ τὸ ἐμπόριο ἔζησε γιὰ πολλὰ χρόνια, σὲ ἀρκετὲς εὐρωπαϊκὲς χῶρες, λέει ὅτι τώρα στὶς οἰκογένειες ποὺ “προόδευσαν” δὲν ἔχουν μόνο ἕνα “μαῦρο πρόβατο” —ὅπως ἔλεγαν παλιότερα— ἀλλὰ χαίρονται ποὺ μποροῦν νὰ εἶναι ὅλοι τους “μαῦρα πρόβατα”!».
«Ἀσχέτως ἀπὸ τὸν τρόπο; Πίσω ἀπὸ αὐτὸ ἐγὼ καταλαβαίνω ὅτι “ὁ ἑαυτὸς” ποὺ ἐπαναστατεῖ, ὅπως δὲν σταματᾶς νὰ λές, στὴν πραγματικότητα δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει γιὰ ποιὸ πράγμα λέει ὅτι ἀγωνίζεται… Ἡ “μεγάλη ἐκστρατεία σου” θέλει νὰ ἱκανοποιήσει τὶς “νέες ἀνάγκες”, ποὺ δὲν ἔχεις ἰδέα πῶς “ἐμφανίστηκαν”, πότε καὶ ἀπὸ ποιοὺς… Τὶς ἱκανοποιεῖς ἐπειδὴ τὸ ἀπαιτοῦν ἐκεῖνες!».
«Ἀκόμα δὲν ἔχεις καταλάβει ὅτι ἡ νοοτροπία τοῦ θείου μου, εἶναι χρόνια μπροστὰ ἀπὸ τὸν τόπο μας! Σκέψου, ὅτι χάρις στὴν “ἐξέλιξη” τὸ χάσμα τῶν γενεῶν ἔπαψε νὰ εἶναι ὁ μεγάλος ἀσθενής! Τὸ μοίρασμα τῶν νέων “ἰδανικῶν”, βάζει τὴν οἰκογένεια νὰ συνεννοεῖται μεταξύ της καὶ νὰ ξέρει τί θέλει νὰ ἀποκτήσει! Τὸ ἀλφάβητο τῶν νέων “ἰδεῶν” εἶναι, ὅτι τὴν ὕπαρξη καὶ τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπου δὲν τὰ καθορίζει ἡ φύση του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μὲ τὶς ἐπιλογές του, ἀρχηγεύει στὴν δική του ζωή! Ἑπομένως, ὅταν ἡ ἐπιθυμία μου γίνεται “σεβαστὴ” ἀπὸ τὸν ἄλλο, ὁ ὁποῖος δὲν χώνει τὴν μύτη του στὰ θέματά μου, καὶ ἀνέχεται ἀκόμα καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἐγκρίνει, ΤΟΤΕ ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ!».
«Μὰ αὐτὲς οἱ “ἰδέες”, ὅτι ὁ ἄνθρωπος κυβερνάει μόνος τὸν ἑαυτό του, δὲν εἶναι καθόλου νέες, Ἀνάργυρε· ἔρχονται ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Ἐκεῖ, οἱ ἄνθρωποι ποὺ πλανήθηκαν καὶ ἀρνήθηκαν τὴν ὑπακοὴ πρὸς τὸν Χριστὸ διέδιδαν, πὼς ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἔκτοτε σταμάτησε νὰ τὸν φροντίζει καὶ νὰ προνοεῖ γι’ αὐτόν, καὶ πὼς “σταμάτησε νὰ ἀσχολεῖται” μὲ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου! Βεβήλωναν τὶς ψυχές, ἐπιμένοντας ὅτι πλέον ὄχι ἡ πίστη στὴν θεία ἀποκάλυψη, ἀλλὰ ἡ “λογικὴ” ἦταν ἁρμόδια γιὰ τὴν λήψη τῶν “ἠθικῶν”, τῶν καλῶν ἀποφάσεων τοῦ ἀνθρώπου… Ἔτσι ὅσοι τοὺς ἄκουγαν νὰ δίνουν “πίστη” στὸ χρῆμα καὶ τὶς γνώσεις τῆς ἐπιστήμης, διαφθείρονταν, γίνονταν κι ἐκείνοι ἀδιάφοροι καὶ ἀπρόσεκτοι πρὸς τὸν Θεό· ὡς “ξένοι” πρὸς Αὐτόν, γίνονταν ὀκνηροὶ στὸ πνεῦμα, ἄρα καὶ δεκτικοὶ στὸ κακό, καὶ γιὰ νὰ κρατᾶνε τὴν συνείδησή τους “ἀφηρημένη”, τῆς ἔλεγαν ὅτι ἀγαποῦσαν τὸν Χριστὸ “ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται”, ἀλλὰ ἔτσι καὶ δὲν δούλευαν οἱ ἴδιοι, δὲν θὰ εἶχαν νὰ φᾶνε…».


«Μὰ ἐκεῖ ἤθελα νὰ καταλήξω καὶ ἐγώ· μὲ τὰ χρήματα γίνεται κάποιος πιὸ σίγουρος, ἐπειδὴ τὸ θεμέλιο τῆς ζωῆς εἶναι τὸ ἱκανοποιητικὸ κυνήγι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Στὴν δουλειά του ὁ καθένας κάνει ἄθλους γιὰ νὰ ἔχει λεφτά, καὶ νὰ βρίσκει τρόπους νὰ ἀποκτᾶ μὲ αὐτά, ὅσο γίνεται περισσότερα πράγματα! Τὴν φροντίδα γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς καθημερινῆς ὑπάρξεως, ἀναλαμβάνει τὸ “καταναλωτικὸ ἰδανικό”, ποὺ κάνει τὴν ζωή μας ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ! Ὅταν ἡ ἀφθονία γίνεται συνηθισμένη κατάσταση σκέψης, γινόμαστε πιὸ, εἰρηνικοὶ καὶ πιὸ φιλικοὶ ὁ ἕνας ἀπέναντι στὸν ἄλλο! Δηλαδὴ μὲ τὰ “ἰδανικὰ” ποὺ ἐκφράζονται χρηματικῶς, οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται μεταξύ τους ἐπειδὴ “ἐλευθερώνονται”! Στὴν ἐποχή μας ἡ πλήρης αὐτονομία εἶναι τὸ πᾶν, φίλε! Νὰ μὴν ἀναγνωρίζει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος κανενὸς εἴδους ἐξάρτηση πάνω του, οὔτε νὰ διατάζεται ἀπὸ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ μόνος ἐξουσιαστὴς στὴν ζωή του!».
«Κοίτα, μεγαλώσαμε μαθαίνοντας πὼς ἡ ἐλευθερία εἶναι βασικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁ τρόπος ποὺ ἐννοοῦμε τὴν ἐλευθερία, δὲν εἶναι ὁ φρόνημος. Ἐκ τῶν πραγμάτων, οἱ ἄνθρωποι δὲν γεννιόμαστε ἐλεύθεροι στὸν κόσμο, δηλαδὴ ἀνεξάρτητοι. Καὶ μόνο ποὺ ἡ ὕπαρξή μας μέσα στὸ σύμπαν δὲν ὀφείλεται σὲ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, δείχνει ὅτι ἐξ ἀρχῆς εἴμαστε ἐτεροκαθοριζόμενα ὄντα. Τὸ γνώρισμα τοῦ δούλου εἶναι νὰ πείθεται, καὶ νὰ ἐκτελεῖ τὸ πρόσταγμα ποὺ δέχεται. Δὲν συμφωνεῖς, ὅτι γεννιόμαστε ἐξαρτημένοι —δηλαδὴ δοῦλοι— μὲ πολλοὺς τρόπους; Μὰ ἀφοῦ εἶναι προφανὲς ὅτι ἐξαρτιόμαστε ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, πῶς γίνεται νὰ λέμε ὅτι εἴμαστε “ἐλεύθεροι”; Μετά, ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη “φυσικῆς” δουλείας ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ γονεϊκὴ ἐξουσία, μὲ τὴν ἔννοια τῆς εὐθύνης τοῦ γονιοῦ πρὸς τὸ παιδί του, τὸ εἶδος ἐξουσίας ποὺ ἔχει ὁ δάσκαλος στὸν μαθητή του, ὁ ἐργοδότης στὸν ἐργαζόμενο κ.τ.λ. Ἀφοῦ τὰ σύμπαντα εἶναι δοῦλα στὸν Δημιουργό τους Χριστό, ὅταν δὲν ὑπακούει στὸ θέλημά Του ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι ἀγνώμων δοῦλος;».
«Γενικῶς Ἰάκωβε, μᾶς βομβαρδίζουν τόσες πολλὲς πληροφορίες, ποὺ χρειάζεται νὰ ἐπιλέγουμε μόνο ὅσες μᾶς βοηθᾶνε ὄντως στὴν ἀνανοηματοδότηση τῆς ζωῆς. Παλιότερα μιλούσαμε γιὰ τὸν Χριστό· τώρα ὅμως δὲν ξέρω ποῦ νὰ Τὸν βρῶ, ἄλλὰ οὔτε νιώθω τὴν ἀνάγκη νὰ Τὸν ψάξω… Ὅταν κλείνει τὰ μάτια του ὁ ἄνθρωπος ὅλα τελειώνουν ἐκεῖ, δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο νὰ περιμένει… Ὁπότε, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἐλπίζει σὲ κάτι ἀπὸ πρίν, οὔτε νὰ φοβᾶται ὅτι θὰ τὸ χάσει… Ἔτσι εἶναι “ἐλεύθερος” νὰ χαρεῖ τὴν ἐκτίμηση ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἐκλεκτὸ καὶ ἀπαιτητικὸ ἑαυτό του!».

«Ἀνάργυρε, μὴν μὲ σκᾶς… Θὰ μοῦ πεῖς τί ἔγινε;». Ὁ Ἰάκωβος ἀνήσυχος, ἔβλεπε ὅτι δὲν ἄνοιγα τὸ στόμα καὶ προβληματισμένος, ἔκατσε δίπλα μου στὸ παγκάκι, νὰ μὲ περιμένει. Προφανῶς διάβαζε πάνω μου τὴν προσπάθεια νὰ συνέλθω ἀπὸ τὴν ψυχρολουσία ποὺ εἶχα ὑποστεῖ. Δὲν μποροῦσα νὰ κρύψω τὴν ἀποθάρρυνση, ἀπὸ τὴν ἀναπάντεχη ἥττα… «Πές μου τὶ ἔγινε, νὰ τὸ συζητήσουμε. Ἴσως μπορῶ νὰ βοηθήσω», εἶπε λίγο μετά, ἀφοῦ ἔβλεπε ὅτι τὸ σῶμα μου ἔξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀκίνητο, σφιγμένο, σὰν νὰ βρισκόταν κάτω ἀπὸ βάρος ποὺ τὸ καθήλωνε. «Οἱ ἄνθρωποι δὲν ταράζονται ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοὺς συμβαίνουν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄποψή τους γι’ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν. Ἤ, μερικὲς φορὲς μία πληγὴ πονάει περισσότερο ἐπειδὴ τῆς βάζουμε τὰ λάθος φάρμακα, ἀλλὰ ὑπάρχουν λύσεις γιὰ ὅλα… Πὲς τί ἔχεις!».
Ὅσο καὶ νὰ πίεζα τὸ μυαλό μου νὰ σκεφτεῖ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ τρόπο, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν πόνο τοῦ κενοῦ ποὺ προκαλοῦσε στὴν ψυχή μου, τὸ παράλογο ποὺ τὴν διέλυε. Ἔχοντας ἀμφισβητήσει τὴν λογική, ἦταν δύσκολο νὰ μιλήσω ἐναντίον τοῦ παραλόγου τώρα, στὴν ὥρα τῆς ἀπογοήτευσης… Ὅλα τὰ συμπεράσματά μου γιὰ τὴν ζωή, εἶχαν γίνει συντρίμμια! «Δὲν βγαίνει κανένα νόημα…», ψέλλισα σὰν νὰ μιλοῦσα στὸν ἑαυτό μου, συνειδητοποιώντας πόσο δύσπιστος ἔπρεπε νὰ εἶμαι στὸ ἑξῆς, σχετικὰ μὲ τὴν πραγματικὴ ἀξία τῶν στόχων μου. Νιώθοντας σὰν νὰ ἔχω συγκρουστεῖ μὲ κάποιο “παγόβουνο”, ποὺ ἔβλεπα μόνο τὴν κορυφή του, τὸ κρυμμένο μέρος του στὸ μεγάλο βάθος μὲ πανικόβαλε!
«Συνέβη κάτι σὲ ἐσένα; Ἤ σὲ κάποιον ἄλλο; Τί σὲ στενοχώρησε;», ξαναρώτησε ὁ Ἰάκωβος χωρὶς νὰ μὲ ἀφήνει ἀπὸ τὰ μάτια του.
«Τί γίνεται ὅταν κάποιος ἀνακαλύπτει ὅτι ἀπέτυχε στὴν ζωή του, ἀλλὰ ἀρνεῖται νὰ τὸ παραδεχτεῖ;», ῥώτησα ἄψυχα, διακρίνοντας γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀποτυχίας, ὑπῆρχε στὴν ζωή.
Ἀμέσως ὁ Ἰάκωβος συγκεντρώθηκε, καὶ ἄρχισε νὰ ἐξετάζει τὰ βιώματά του. «Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι φοβᾶται. Φαντάζομαι, φοβᾶται ἐπειδὴ δὲν ἰκανοποιήθηκε ἡ ἰδέα ποὺ εἶχε γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ βλέποντας νὰ καταλήγει ἀλλοῦ, μᾶλλον δυσανασχετεῖ. Ἐπιπλέον, νομίζω ὅτι λυπᾶται, ὅμως συνήθως αὐτὴ ἡ λύπη εἶναι ἀντίδραση τοῦ ἐγωισμοῦ!».
«Ἴσως νὰ ἔχει παραλύσει ὁλόκληρος, διαπιστώνοντας ὅτι βρέθηκε στὸν ἀέρα ἐπειδὴ δὲν γνώριζε τὸν ἑαυτό του!». Σὰν τὸ “αὐταπόδεικτο” νὰ ὀξυγόνωσε τὴν σκέψη μου, τὴν ἔνιωσα ποὺ ἀναθάρρησε, καὶ βαστήχτηκε ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τοῦ φίλου μου. «Ἄν ἡ ἰδέα ποὺ εἶχε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἦταν ἀπὸλυτη…», τόλμησα νὰ ἐρευνήσω τὴν καρδιά μου ποὺ “ἀσθμαινόταν”, «…τότε πανηγύριζε γιὰ ἕνα τρόπαιο, ποὺ στὴν πράγματικότητα ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΑΚΟΜΑ! Ὅταν ἀποδεικνύεται κατώτερος τῶν προσδοκιῶν του, πέφτει στὰ μάτια του καὶ κλονίζεται…». Ἡ ἀνακούφιση ποὺ ἔνιωσα ἀπὸ τὸ “βῆμα” μέσα στὴν λογική, μὲ ὑποχρέωσε πιὰ νὰ δυσπιστῶ στὶς —μέχρι καὶ λίγο πρὶν— ἀπόλυτες θέσεις ποὺ εἶχα “κληρονομήσει” ἀπὸ τὴν Εὐρώπη! Ὁ Ἰάκωβος ἐπαναλάμβανε διαρκῶς ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ὡς λαός, κατ’ οὐσίαν ἔχουμε ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους, ποὺ “προόδευσαν”…
«Ἀνάργυρε, ἄν βλέπεις ὅτι ἀπέτυχες κάπου, γίνε ταπεινὸς καὶ διδάξου ἀπὸ τὸ λάθος σου. Μὴν ἀφήνεις νὰ σκληρύνει ἡ καρδιά σου ἀπὸ τὸν ἐγωισμό, ἄν δὲν θέλεις νὰ πηγαίνεις ἐνάντια στὴν φύση σου! Ὁ λόγος ποὺ βάζουμε στὴν ζωή μας ὅρια εὐπρέπειας, ὡς εἰκόνες Θεοῦ, εἶναι ἐπειδὴ ἀναγνωρίζουμε στὸν ἑαυτό μας ΑΦΘΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, τὴν ὁποία σεβόμαστε! Ἄν λιποτακτήσουμε ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ, ἡ ψυχὴ λυγίζει καὶ ἀπελπίζεται!».


Γύρισα τὸ κεφάλι καὶ τὸν κοίταξα, ποὺ ἐφάρμοζε αὐτὸ ποὺ συνήθιζε νὰ λέει: “Ὅταν ἐνεργοῦμε χωρὶς νὰ φοβόμαστε ὅτι θὰ χάσουμε, τότε ἐνεργοῦμε ἐν ἐλευθερίᾳ, καὶ ἐν ἐλευθερίᾳ γινόμαστε ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸν ἄλλο!”. Κάτι ποὺ εἶχε πεῖ ἀκόμα ἦταν, πὼς ἐξ αἰτίας τῶν “ὀλισθηρῶν” πληροφοριῶν, ἀλλοιώθηκε ὁ λόγος ποὺ τὰ σημαντικὰ ἦταν σημαντικά, καὶ οἱ συνειδήσεις ἀμβλύνθηκαν, δηλαδὴ πλανήθηκαν! Τὸ δικό μου “τρόπαιο” γιὰ τὸν “ἄθλο” ποὺ πίστευα ὅτι ἔκανα, νὰ ξοδεύω γιὰ νὰ ἔχω ὅσο γίνεται περισσότερα πράγματα, ἦταν αὐτὸ ποὺ μοῦ ἄρεσε νὰ ἀποκαλῶ “ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ”… Μὰ γιὰ ποιὸ “τρόπαιο” μιλοῦσα τόσο καιρό; Παίρνοντας μία βαθιὰ ἀνάσα, ἀποφάσισα νὰ ἐκθέσω τὴν ἄγνοια γιὰ τὸν ἑαυτό μου —αὐτὴ ποὺ εἶχα “κληρονομήσει”. «Φεύγοντας ἀπὸ τὸ σπίτι εἶχα καταλάβει γιὰ ποιὰ “ἐλευθερία- παγίδα” μοῦ μιλοῦσες!», εἶπα καὶ ἡ προηγούμενη μελαγχολία ποὺ μὲ ἔλυωνε, ἐπέστρεψε, μαζὶ μὲ τὸν πανικὸ ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνασφάλεια… Αὐτὴ τὴν φορὰ πείσμωσα νὰ ἀντιμετωπίσω τὸ “ψευδεπίγραφο”, ποὺ μὲ τὴν ἄμβλυνση τῶν συνειδήσεων, μετονομαζόταν σὲ “ἀξιοπρέπεια”! «Ὁ θεῖος μιλοῦσε στὴν μάνα μου γιὰ μία φίλη του στὸ ἐξωτερικό, ἐκεῖ ποὺ ἔκανε τὶς δουλειές του· τοῦ ἔλεγε γιὰ πολὺ καιρὸ ἡ φίλη του, ὅτι ἡ ζωὴ τὴν εἶχε ἀπογοητεύσει. Τὴν ἔπνιγε ἡ θλίψη ποὺ ἔφερνε τὸ αἴσθημα τῆς πραγματοποίησης ὅλων τῶν ἐπιθυμιῶν ὑλικῆς φύσεως, καὶ ὅτι πλέον τίποτα δὲν τὴν ἱκανοποιοῦσε! Παραπονιόταν ἐντόνως πὼς τὸ νευρικό της σύστημα εἶχε γίνει εὔθραστο καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ προσαρμοστεῖ στὴν ἀδιάφορη κοινωνία, ἔνιωθε ὅτι ζοῦσε σὰν σκιά, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ “δὲν τῆς ἀνῆκε”…». Ἕνας κόμπος στὸν λαιμὸ μὲ σταμάτησε, ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΕΜΕΝΑ στὴν αὐριανὴ θέση τῆς “ἀερόπλαστης ζωῆς”… Βλέποντάς με ὁ Ἰάκωβος νὰ κλονίζομαι πάλι ἀπὸ τὸ παράδοξο, εἶπε μὲ διακριτικότητα:
«Ὅσο δὲν ἀναλαμβάνουμε τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἠθικὴ κατάντιά μας, κάνουμε ἐπίθεση στὸν ἑαυτό μας· ὁδηγούμαστε δηλαδὴ σὲ ἀκινησία καὶ ἀθυμία…».
«Ὁ θείος τὴν ἐνθάρρυνε —καὶ ἐκείνη πείστηκε— πὼς ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι ἀντιμετωπίζει ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, ἤ ἀνυπόφορη ψυχικὴ πίεση, ἡ οἰκειοθελὴς ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν ζωὴ— μέσα στὸ δικαίωμά του στὴν αὐτονομία(…)— εἶναι “ἐξαίρετο” δεῖγμα ἑνὸς “ἀνώτερου πολιτισμοῦ”!». Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ζώστηκα μὲ τὴν ὀδύνη, γιὰ τὴν “ἐλευθερία- ὅσο ἔχεις γιὰ νὰ ζήσεις”, καὶ μάζεψα τὶς δυνάμεις μου, γιὰ νὰ βγάλω ὅλο τὸ ἀνακάτεμα ἀπὸ μέσα μου. «Ὁ θεῖος ἐπέμενε, ὅτι ἡ χώρα ποὺ ἔχει τὴν “εὐαισθησία” νὰ παρέχει στὸν ἄνθρωπο τὴν “ἐλευθερία στὴν ζωή του”, “στηρίζει” ὅσους δὲν ἔχουν τὸν παραμικρὸ ἐνδοιασμὸ ὅτι δὲν θέλουν νὰ συνεχίσουν τὴν ζωή τους, ὥστε νὰ κάνουν αἴτηση, γιὰ νὰ τὴν τερματίσουν μὲ ἰατρικὴ ὑποβοήθηση! Οἱ ἀνάλογες κλινικὲς ποὺ “ὑπηρετοῦν τὸ ἠθικὸ(!) δικαίωμα στὸν θάνατο μὲ ἀξιοπρέπεια”, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία μὲ “ἰατρικὴ βοήθεια” γιὰ λόγους ψυχικῆς ὑγείας, “ἀνακυκλώνει” καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ ἀκραία φτώχεια καὶ δὲν ἔχουν τὰ μέσα γιὰ νὰ ζήσουν! Ἤ ἐκείνους ποὺ ἡ ζωὴ ἔγινε ἀνυπόφορη, καὶ ἀπελπίζονται ἐπειδὴ ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταπεξέλθουν στὰ ἰατρικὰ ἔξοδα, ὅπως οἱ ἀνάπηροι! Ἔτσι θὰ ἀνακουφίζονται καὶ τὰ κρατικὰ ταμεῖα! Ἰάκωβε, νόμιζα ὅτι τέτοια πράγματα ἦταν μόνο γιὰ ἀνθρώπους παρανοϊκούς! Γιατὶ δὲν βοηθᾶνε τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ζήσουν; Εἶναι αὐτὸ ποὺ τοὺς “προσφέρουν”, ἐλευθερία;». Ἡ καρδιά μου ξεφώνιζε ὅτι τὸ παράλογο τὴν ἐξουθένωνε, καὶ πὼς ἡ μόνη ἐλπίδα ἦταν κι ἄλλα “βήματα” μέσα στὴν ἀληθινὴ ἀνθρώπινη λογική.
«Μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, πάντοτε ἡ ἡδονὴ συμπλέκεται μὲ τὴν ὀδύνη! Οἱ γονεῖς μου λένε πὼς ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνεται “φτωχονοικοκύρης”, δηλαδὴ ἐπιρρεπὴς στὸν εὐδαιμονισμό, χάνει τὴν ἱκανότητα νὰ συνδέει τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία μὲ τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας, ποὺ εἶναι ὁ θάνατος! Ἄν πιστεύεις πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἀσχολεῖται μαζί σου, ἤ ὅτι δὲν ὑπάρχει μετὰ θάνατον ζωή, τότε ἡ οἰκειοθελὴς εὐθανασία εἶναι τόσο “νόμιμη”, ὅσο εἶναι καὶ ἡ “ἀπελπισία”… Ἄν ὅμως νιώθεις εὐθύνη γιὰ τὴν ἄφθαρτη ὀμορφιά σου, τότε θὰ πασχίσεις νὰ κρατήσεις τὴν ζωή σου μέσα στὴν ἐλευθερία, ποὺ σοῦ δώρισε ὁ Χριστός!».
«Ποιά ἐλευθερία, Ἰάκωβε; Εἶναι ψέμα, δὲν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα! Δὲν βλέπεις, ὅτι γεννηθήκαμε γιὰ νὰ μὴν ζήσουμε;», ὕψωσα τὴν φωνή, θυμωμένος.
«Μὰ ὅσο πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει ΜΙΑ ἐλευθερία, συμφωνῶ ὅτι δὲν εὐσταθεῖ, ἐπειδὴ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΗ! Ὅμως στὸν ἄνθρωπο, ὁ Κύριος ἔδωσε ΔΥΟ ἐλευθερίες!». Τὸν κοίταξα χωρὶς νὰ καταλαβαίνω. «Ἡ μία εἶναι Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, καὶ ἡ ἄλλη εἶναι Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ! Αὐτὸ συνιστᾶ τὴν βάση τῆς Ὀρθοδοξίας! Ὅπως εἶδες νωρίτερα, ἡ “μισὴ” ἐλευθερία, μόνο τοῦ σώματος δηλαδή, ἰσοδυναμεῖ μὲ σατανικὴ σκλαβιά! Αὐτὴ ποὺ “προσφέρει” ἡ κοινωνία ποὺ βιάζεται νὰ “προοδεύσει”! Μόλις “περιφρονηθεῖ” ἡ ἐλευθερία τῆς ἄφθαρτης ψυχῆς, ἡ “ἐλευθερία τοῦ σώματος” φυλακίζει τὴν ψυχὴ μέσα στὴν ἀπόγνωση! Τότε, ἡ μοναδικὴ κατάληξη εἶναι ἡ “ἐπιθυμία” γιὰ τὸν θάνατο, ἤ μὲ ἄλλα λόγια, ἡ κατάληξη εἶναι ἡ αἰώνια φυλακή!».
Δὲν ἤξερα τί νὰ πρωτοδῶ, τὸν ἐνδοτισμὸ τῆς ἐθελόκακης συνειδήσεως, ἤ τὴν ἄγνωστη ἐλευθερία μου, ποὺ εἶχα ἀφήσει στὴν τύχη… «Θέλεις νὰ πεῖς, ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία είναι ἄσχετη ἀπὸ τὰ χρήματα;». Στὴν σκέψη ὅτι ὥς τώρα ὑπηρετοῦσα “πιστὰ” τὶς “ὀλισθηρὲς” πληροφορίες, μία θέρμη συντριβῆς καὶ μετάνοιας ταπείνωσε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Ἤθελε τόσο πολὺ ἡ ψυχή μου νὰ γευόταν τὴν ἄφθαρτη ζωή, ποὺ παραδεχόταν πὼς ἔνιωσε, ὅτι δινόταν στοὺς ἀνθρώπους μόνο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ!
«Ἀνάργυρε, μόνο ἡ ὑπερήφανη “ἐπιφάνεια” ἔχει ἀνάγκη νὰ “στολίζεται”, τὸ βάθος τῆς ψυχῆς ποτέ! Ἡ πίστη μας λέει νὰ μὴν φοβόμαστε τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ ταυτίζεται μὲ τὸ βαθύτερο, δικό μας συμφέρον! Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ χρόνος τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας! Μὲ τὴν ἐγκράτεια, ὁ εὐλαβὴς πιστὸς ἐκπαιδεύεται νὰ συγκεντρώνει τὶς δυνάμεις του, καὶ νὰ τὶς κατευθύνει μὲ ἐπίγνωση πρὸς τὸ καλό!
Ὅλο τὸ σύμπαν ὑπακούει στὸν Χριστό!
Οὐρανοί διηγοῦνται ΔΟΞΑΝ ΚΥΡΙΟΥ!».
Τί γὰρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἤ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει;
ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας — τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου
Διότι, τί εἶναι εὐκολότερο νὰ πεῖ κανείς· Σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου, ἤ νὰ πεῖ· Σήκω ἐπάνω καὶ περπᾶτα; Τὸ πρῶτο, ὡς ἐσωτερικό, δὲν τὸ βλέπει κανεὶς καὶ ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξακριβώσει. Τὸ δεύτερο, ὡς ἐξωτερικὸ καὶ αἰσθητό, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθεῖ, ὅσο κακόπιστος κι ἄν εἶναι. Γιὰ νὰ δεῖτε καὶ νὰ μάθετε καλά, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες καὶ νὰ θεραπεύει ἀσθένειες, λέει στὸν παραλυτικό· “Σήκω ἐπάνω ὑγιής, πᾶρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου”. (Ματθ 9,5-6)

