«Ἔχω τὰ νεῦρα μου καὶ μοῦ φταῖνε ὅλα! Νομίζω ὅτι εἶμαι ἕνα πιεσμένο ἑλατήριο, ποὺ ἔτσι καὶ γίνει τὸ λάθος θὰ ἐκτιναχτῶ, καὶ ἀλίμονο σὲ ὅποιον βρίσκεται δίπλα μου! Ποιά πολύτιμη συμβουλὴ θὰ μοῦ πρότεινες, γιὰ νὰ εἶμαι τόσο ἤρεμος ὅσο ἐσύ;». Ὅπως ἄφηνε ὁ Σαράντης τὸ ποτήρι μὲ τὸν καφέ μου στὸ τραπεζάκι, μὲ κοίταξε αἰφνιδιασμένος. Μέχρι νὰ ἀφήσει ὅμως καὶ τὸ ποτήρι μὲ τὸ νερό μου, τὰ μάτια του ποὺ “χαμογελοῦσαν”, γέμισαν μὲ ἕνα παιχνιδιάρικο βλέμμα ποὺ δήλωνε “ἑτοιμότητα”, καὶ μοῦ εἶπε μὲ προσποιητὴ σοβαρότητα:
«Ἄν ἦταν καταχείμωνο, θὰ σὲ ἔπαιρνα μαζί μου στὸ περιβόλι τῶν παππούδων μου, στὶς ἐξοχές, καὶ θὰ καθόμασταν ἀπὸ τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδυ ἔξω στὸ χωράφι, νὰ καθαρίζουμε κρεμμύδι! Ξέρεις, ἐκεῖνο τὸ πράσινο, μὲ τὰ μακριὰ φύλλα… Ἴσως ὅπως θὰ καθόσουν γιὰ ὧρες ἀκίνητος ἔξω στὴν παγωνιά, καὶ σταματοῦσες νὰ αἰσθάνεσαι τὰ δάχτυλα στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ἀπὸ τὸ μούδιασμα, νὰ ἔκανες μία συμφωνία μὲ τὸν ἑαυτό σου ὅτι θὰ εἶσαι καλὸς μαζί του, καὶ θὰ εἶσαι εὐχαριστημένος μὲ ὅ,τι ἔχεις! Ἀλλὰ ἐπειδὴ τώρα σκάει ὁ τζίτζικας ἀπὸ τὴν ζέστη, μᾶλλον τὴν γλύτωσες, Πολύβιε…». Περίμενε δύο τρεῖς στιγμὲς νὰ δεῖ ἄν εἶχα τὸ “θάρρος” νὰ διαμαρτυρηθῶ, καὶ ἔφυγε κοιτάζοντας πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τραπέζια, μήπως τὸν χρειαζόταν κάποιος ἀπὸ τοὺς πελάτες.
Μπά, ἡ ἀγροτικὴ ζωὴ δὲν εἶναι γιὰ τὸν τύπο μου! Ὁ “περιορισμὸς” μοῦ εἶναι ἄγνωστη λέξη, ἀλλὰ δὲν σκέφτηκε καὶ κανεὶς νὰ μοῦ ζητήσει νὰ δουλέψω! Αὐτὸ ἔλειπε…”. Οἱ σκέψεις πέρασαν ἀπὸ μπροστά μου μὲ παράστημα ἀνωτερότητας ποὺ περιφρονοῦσε, ἐξουδετερώνοντας τὸ σάστισμά μου. “Ἐγὼ γιὰ νὰ ζήσω θέλω…”, αὐτὸ ἦταν τὸ παιχνίδι ποὺ ἔπαιζα μὲ τὸν ἑαυτό μου ὅταν ἤθελα νὰ τὸν κανακέψω, καὶ νὰ τοῦ δείξω ὅτι δὲν ἦταν σὰν τοὺς ἄλλους! Ἐγὼ γιὰ νὰ ζήσω θέλω νὰ περνάω τὶς ἡμέρες μου μέσα σὲ ἔνταση, γιὰ νὰ χαίρομαι τὴν κάθε στιγμή μου! Θέλω ὁ δρόμος νὰ εἶναι ἀνοιχτὸς γιὰ τὴν γεύση τοῦ καινούργιου, ποὺ ἀφήνει ἀνεπανάληπτες ἐντυπώσεις! Ἐγὼ γιὰ νὰ ζήσω θέλω νὰ ἀποφασίζω μόνος μου πάνω στὸ τί μοῦ χρειάζεται, καὶ πῶς θὰ τὸ ἀποκτήσω! Σήμερα εἶναι ἡ μεγάλη ἡμέρα! Σὲ λίγο ἔρχονται τὰ παιδιὰ τῆς παρέας καὶ θὰ πᾶμε στὶς ἐγκαταστάσεις τοῦ τηλεοπτικοῦ σταθμοῦ· θὰ πάρουμε μέρος σὲ ἕνα τηλεπαιχνίδι, ὅπου ἄν ἡ τύχη εἶναι εὐνοϊκή, θὰ φύγουμε ἔχοντας μαζί μας πραγματικά, πολλὰ χρήματα! Ἀποφασίσαμε ὅτι μᾶς ἀξίζει νὰ ἀγοράσουμε τὰ ἀκριβότερα ἠλεκτρονικὰ παιχνίδια γιὰ τὸν ὑπολογιστή! Τὰ χρήματα εἶναι γιὰ νὰ κυκλοφοροῦν, καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ τὰ βοηθᾶμε! Ὑπάρχουν πολλὰ τέτοια ἡλεκτρονικὰ παιχνίδια, ποὺ σὲ κάνουν νὰ πιστεύεις ὅτι παίζεις στὶς σκηνὲς τῶν ταινιῶν ποὺ παρακολουθοῦμε, μὲ τοὺς εὐφιεῖς κακοποιοὺς καὶ τὴν “λάμψη” τῆς νυχτερινῆς ζωῆς! Οἱ ὑπόλοιποι τῆς παρέας τὶς ἔβλεπαν ἀπὸ τὸ δημοτικό. Ἐγὼ τὶς ἄρχισα τὸν τελευταῖο καιρό, ξεκινώντας τὴν παρέα μαζί τους. Ἔχω μεγαλώσει, πηγαίνω στὴν β΄ γυμνασίου! Νὰ δῶ πότε θὰ τὸ καταλάβουν οἱ δικοί μου, ποὺ φωνάζουν ὅτι αὐτὲς οἱ ταινίες δὲν εἶναι γιὰ τὴν ἡλικία μου. Λὲς καὶ πάω ἀκόμα στὸ δημοτικό, ποὺ ξεκαθάριζαν ὅτι οἱ συνήθειες τῶν μεγάλων, δὲν εἶναι γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά. Ὅταν τρώγαμε μὲ συγγενεῖς ἤ φίλους παλιότερα, καὶ κάποιος ρωτοῦσε ἄν θὰ μοῦ ἔβαζαν ἐλάχιστο κρασὶ, μόνο γιὰ νὰ τὸ δοκιμάσω, οἱ γονεῖς μου ἦταν ὑπερβολικοὶ στὶς ἀντιδράσεις τους καὶ ἀγριοκοίταζαν ὅσους τὸ διασκέδαζαν…
Ἐπειδὴ βλέπεις ταινίες μὲ παρανομίες, δὲν σημαίνει ὅτι ἔγινες καὶ ἐσὺ παράνομος… Οἱ φίλοι μου εἶναι ἐντάξει παιδιά. Καλὰ κάνουν καὶ θέλουν νὰ δοκιμάζουν τὰ ὅρια. Περνάω καλὰ μαζί τους, ποὺ κάνουμε ὅ,τι τρέλα μᾶς ἔρθει στὸ κεφάλι! Τὸ στόμα τους εἶναι κάπως “ἀνελέητο”, ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς ἀλλάξω ἐγώ. Γενικῶς, ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔβλεπα τὸν ἑαυτό μου διαφορετικό· ὅπως ἔνιωθα ὅτι “μεγάλωσα ἀπὸτομα”, τὸν φανταζόμουν σὲ διάφορα σκηνικὰ νὰ ἔχει τὸν “ἀέρα” ὅσων δὲν δίνουν ἀναφορὰ σὲ κανέναν! Τὶς πρῶτες φορὲς ποὺ βγῆκα βόλτα μὲ τὰ συγκεκριμένα ἀγόρια, ὅταν τοὺς εἶδα νὰ παραγγέλνουν ποτὸ ἔμενα ἄναυδος! Μετὰ ὅμως, Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΑΝΕΛΑΒΕ ΝΑ ΜΟΥ ΔΕΙΞΕΙ πόσο “εὐχάριστο” θὰ μοῦ ἦταν νὰ δοκιμάσω νὰ γίνω καὶ ἐγώ, “ὁ ἄλλος ἑαυτός μου”! Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ παράγγειλα καὶ ἐγὼ ποτό, τὰ χαμόγελα τοῦ “καλωσορίσματος” καὶ τὰ βλέμματα τοῦ “ἐπαίνου” ἀπὸ τὴν παρέα, ΑΦΗΣΑΝ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΟΥ ΛΥΤΗ, γιὰ νὰ καλπάζει! Ὅσο βρισκόμουν ἀνάμεσά τους μὲ “δικαιολογοῦσα”, ἐπειδὴ νόμιζα ὅτι δὲν “φαινόμουν”! Σὰν νὰ ξέφυγαν ὅμως τὰ πράγματα ἀπὸ τὰ χέρια μου, ἄρχισα νὰ ἀγωνίζομαι νὰ μπαλώνω τὴν πληγὴ τῆς ἐνοχῆς ἀπὸ τὴν παρακοὴ πρὸς τοὺς γονεῖς μου, μὲ τὴν “αἴσθηση τῆς δύναμης” ποὺ ἀντλοῦσα ἀπὸ τὴν συμμετοχή μου στὴν παρέα μὲ “τοὺς μεγάλους”… Στὴν ἑπόμενη ἔξοδό μας, ἔγινε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο. Ὅμως ἡ πίεση ἀπὸ τὸ αἴσθημα τοῦ κρύου μέσα στὴν ψυχή μου εἶχε γίνει ἀφόρητη, καὶ αὐτὸ μὲ γέμιζε ἀνασφάλεια! Τοὺς ὑπόλοιπους δὲν τοὺς ἔβλεπα νὰ τοὺς νοιάζει, ἀλλὰ ἐγὼ ἔνιωθα ἐκτεθειμένος! Ἄρχισε νὰ μὲ διαπερνᾶ ἕνας ἀδιαχείριστος πόνος, ποὺ ὁδηγοῦσε τὴν ψυχή μου σὲ ἀδιέξοδο! Μέχρι ποὺ σκέφτηκα ὅτι ἴσως ἔπρεπε νὰ ξεκόψω μαζί τους, μήπως ξανάβρισκα τὴν ἡσυχία μου. Ὅμως τὴν ἑπόμενη στιγμή, Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΕ “ἘΝΗΜΕΡΩΣΕ” γιὰ τὸν σαρκασμὸ ποὺ μὲ περίμενε καὶ ἔχασα τὸ σθένος γιὰ ἀντίσταση, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἴσως στὴν πορεία νὰ ἄλλαζε κάτι ἀπὸ μόνο του… Ὅσο συνειδητοποιοῦσα ὅτι φεύγοντας ἀπὸ τὶς ἐγκαταστάσεις τοῦ τηλεοπτικοῦ σταθμοῦ, θὰ βγαίναμε βόλτα πάλι, θύμωνα μαζί μου! Ἐπειδὴ δὲν ἤξερα πῶς νὰ ξεφορτωθῶ τὸ κρυφὸ τραῦμα μου, ὑποχρέωνα τὸν ἑαυτό μου νὰ τὸ ὀξύνει, κάτι ποὺ μὲ έκανε ἔξαλλο… Βλέποντας τὸν Σαράντη νὰ εἶναι τόσο “τακτοποιημένος” μέσα του, ἀπόρησα. Ἀλλὰ ὅταν μοῦ μίλησε γιὰ “παγωνιὰ” καὶ “μούδιασμα ἀπὸ τὸ κρύο” φοβήθηκα, ἐπειδὴ δὲν ἦμουν διατεθειμένος νὰ χάσω τὴν ἄνεσή μου… Μπορεῖ νὰ μὲ πρόδωσα γιὰ ἀκόμα μία φορά, ἀλλὰ ὁ θυμός μου “ξεφούσκωσε”, καὶ ἄρχισα νὰ σκέφομαι καὶ πάλι ὅπως ἀκριβῶς μιλᾶνε οἱ φίλοι στὴν παρέα μου… Τί θὰ γίνει μὲ ἐμένα; Ἄραγε εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος, ἤ δύο ποὺ σκέφτονται τὰ ἀντίθετα;

Ξέροντας ὅτι θὰ περάσω μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Σαράντη, ὅσο πλησίαζα, “περιεργαζόμουν” μὲ τὴν σκέψη μου τὴν ἀνθεκτικότητά του. Πῶς γινόταν αὐτὸ τὸ παιδὶ νὰ μὴν ἔχει αἰσθήματα θλίψης; Ἀφοῦ περνοῦσε δύσκολα, τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ὄχι μόνο τὸν καταπράυνε, ἀλλὰ τὸν ὅπλιζε μὲ δύναμη; Φτάνοντας, τὸν εἶδα μὲ τὴν σκούπα στὸ χέρι, νὰ καθαρίζει τὴν βεράντα τοῦ σπιτιοῦ του. Μόλις μοῦ χαμογέλασε, ἤξερα ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ φύγω. «Δὲν ἔχεις δικαίωμα να ξεκουράζεσαι;», ῥώτησα θέλοντας στ’ ἀληθεια νὰ μάθω.
«Τώρα θὰ καθίσω. Θὰ ἔρθεις μέσα;».
Ἔχοντας βολευτεῖ στὴν καρέκλα τῆς βεράντας του, προσπαθοῦσα νὰ συνειδητοποιήσω τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἤθελα νὰ ἀνακαλύψω. Μόλις ἔφερε τοὺς καφέδες, ἔκατσε ἀπέναντί μου.
»Πολύβιε, ὁ κόπος τῆς ἐργασίας δίνει εὐχαρίστηση στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὄχι μόνο, δίνει καὶ τὴν ἀκλόνητη ὑγεία στὸ σῶμα, καὶ τὴν ψυχή! Ἄλλωστε ὁ κόπος δὲν ἀφορᾶ μόνο τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή*. Ῥάθυμη εἶναι ἡ καρδιὰ ποὺ παραδέρνεται ἀπὸ τὸν δισταγμό, ἀλλὰ μὲ τέτοια καρδιὰ πόσο μακριὰ μπορεῖς νὰ φτάσεις;».
«Δὲν μπορῶ νὰ σὲ καταλάβω! Οἱ ἄνθρωποι ἴσα ἴσα ποὺ μποροῦν νὰ μαζεύουν τὶς δυνάμεις τους, γιὰ νὰ ἀντέξουν νὰ ἐπιβιώσουν ἀπὸ τὴν μοναξιὰ τὴν δική τους, καὶ τὴν ὑποκρισία τῶν ἄλλων…».
«Ἐξαρτᾶται, ἀπὸ τὸ ἄν ἐπιλέγουν νὰ “μεγαλώνουν” δίπλα σὲ ἕναν Δάσκαλο, ἤ ἕναν “ἠθοποιὸ” ποὺ ὑποδύεται τὸν δάσκαλο… Στὸ χέρι τους εἶναι! Δίπλα στὸν Δάσκαλο θὰ μαθαίνουν τί φταίει ἐπὶ τῆς οὐσίας, καὶ μὲ τὴν διόρθωσή τους δὲν θὰ ὑφίστανται κατ’ ἐπανάληψη τὶς συνέπειες τῶν λαθῶν τους· ἐνῶ δίπλα στὸν “ἠθοποιό”, θὰ “ἀναλάβουν” κάποιο “ῤόλο” μέσα στὴν ἴδια τὴν ζωή τους, καὶ θὰ “ὑποδύονται” τὸν ἑαυτό τους! Τὸ πρόβλημα ἐδῶ εἶναι —παρόλο ποὺ ὁ “ῥόλος” μπορεῖ νὰ διαρκεῖ διὰ βίου— ὅτι τὸ “ἔργο” τὸ διαλέγουν ἄλλοι…».
Στὴν ἰδέα ἑνὸς “δευτερεύοντα “ῥόλου” στὴν ἴδια τὴν ζωή μου, ἁπλώθηκε μία γεύση πικρίλας μέσα μου. Μὰ γι’ αὐτὸ ἔτρεχα νὰ ἀπολαύσω τὶς ἡμέρες μου, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἤθελα νὰ εἶμαι ὁ ἀδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής! «Τόσο δύσκολο εἶναι νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια; Ὅτι δὲν ζοῦν μέσα στὴν πραγματικότητα;».
«Παρέλειψα νὰ διευκρινίσω, ὅτι ὅταν ἐπικρατοῦν οἱ ἀνώτερες ψυχικὲς δυνάμεις μας, διαθέτουμε τὸ ἀκατάβλητο σθένος νὰ διδαχτοῦμε τὰ πάντα γύρῳ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια. Δηλαδή, εἴμαστε ταπεινοί. Τότε, ἐπιλέγουμε τὸν Δάσκαλο. Στὴν ἄλλη περίπτωση, στὴν ψυχὴ ἐπικρατοῦν οἱ κατώτερες δυνάμεις μας, ὁ ἐγωισμός, τὸ ἴδιον θέλημα ὅπως λέγεται· ἐπειδὴ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση “φρίττουμε” μὲ τὴν Ἀλήθεια, κάνουμε ὅτι δὲν τὴν βλέπουμε, καὶ πηγαίνουμε σὲ αὐτὸν ποὺ κάνει τὸν δάσκαλο…».
«Τί κάνει δηλαδὴ ὅποιος ὑποδύεται τὸν ἑαυτό του;», ῥώτησα ἀρχίζοντας νὰ σχηματίζεται μέσα μου, κάτι σὰν ἀπάντηση.
«Ἁπλῶς, ζεῖ γιὰ τοὺς ἄλλους! Ἀναπνέει γιὰ νὰ ἐντυπωσιάζει μὲ τὴν εἰκόνα του! Ἡ δουλειὰ ἐκείνου ποὺ “ὑποδύεται” εἶναι νὰ καταγράφει τὸν θαυμασμὸ ποὺ προκαλεῖ ἡ “ὑποκριτική του”! Ἡ παγίδα εἶναι ὅτι ὅσο εἶναι ΑΜΕΤΟΧΟΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ, κατασπαταλᾶται ὁ χρόνος της…».
Στὸ μυαλὸ μοῦ ἦρθε μία εἰκόνα ποὺ μοῦ χάραξε τὴν ψυχή, τότε ποὺ σκέφτηκα ὅτι ἔπρεπε νὰ ξεκόψω ἀπὸ τὴν παρέα ποὺ πατοῦσε πόδι στὸν ἔλεγχο τῆς ζωῆς μου· εἶχα πειστεῖ ὅτι στὴν “ἀρένα” ποὺ μπῆκα θὰ ἤμουν ὁ ταυρομάχος, ὥσπου διαπίστωσα ὅτι ἤμουν ὁ ταῦρος ποὺ ἔτρεχε νὰ κρυφτεῖ… Τὰ συναισθήματα θλίψης μοῦ ἀποδείκνυαν ὅτι ἡ ψυχή μου ἦταν “ξέφραγο ἀμπέλι”… Κάποιες κινήσεις ἀναβρασμοῦ μέσα μου, εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀναδεύουν τὴν ψυχή μου. Τότε ποὺ ἐνέδωσα στὴν παρανομία, κι ἐγὼ εἶχα πεῖ ὅτι θὰ δοκίμαζα νὰ γίνω “ὁ ἄλλος ἑαυτός μου”! Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐγὼ ὑποδυόμουν “τὴν ζωὴ τῆς παρέας”, καὶ ἡ φαντασία μου ποὺ κάλπαζε, ἔβαζε τὶς “προσωπικὲς πινελιές”! Δηλαδή, ὅσο μὲ συγκλόνιζαν οἱ ἐνοχές, ὑποδυόμουν καὶ ἐγὼ τὸν ἑαυτό μου; Φοροῦσα “προσωπίδα”, σὰν αὐτοὺς στὸ ἀρχαῖο θέατρο; Εἶχαν καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἀπὸ δύο ἐαυτούς; Τὸν ἕνα ποὺ σέβεται τὴν Ἀλήθεια, καὶ αὐτὸν ποὺ νιώθει “ἄνετα” μὲ τὸ ψέμα, ἀλλὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν προσωπίδα; «Σαράντη…», ἄρχισα νὰ λέω, ἀποφασίζοντας μὲ σταθερότητα ὅτι στὸ ἐξῆς, “ἡ εἰκόνα μου” δὲν ἦταν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἄξιζε νὰ ἀγωνίζομαι· «…ὑπάρχει ἕνα κουβάρι μέσα μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ βγάλω ἄκρη. Εἶπες χθὲς ὅτι ἔπρεπε νὰ ἤμουν εὐχαριστημένος μὲ ὅ,τι ἔχω, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ πῶ τί εἶναι “αὐτὸ ποὺ ἔχω”… Προφανῶς, ἐπειδὴ ὑποδύομαι τὴν ζωή μου, ὅμως διαπιστώνω ὅτι ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ!». Κατέβασα τὰ μάτια στὸ ποτήρι μου, περιμένοντας. Ἔνιωθα πὼς ἡ μόνη μου εὐκαιρία γιὰ νὰ ξαναπάρω τὸν ἔλεγχο τῆς ζωῆς μου, ἦταν νὰ μάθω ὅσα περισσότερα μποροῦσα γιὰ τὴν Ἀλήθεια.
«Κοίτα, ἀπὸ ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, οἱ γονεῖς μου ἔλεγαν ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι πάρα πολλὴ δύσκολη, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχουμε ἕναν ἐξαίρετο σκοπό, ἀνώτερο, αἰώνιο, ποὺ θὰ κάνει ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες, νὰ ἀξίζουν! Αὐτὴ εἶναι ἡ “ῥαχοκοκαλιὰ” τῆς πραγματικότητας! Εἴτε ἔχουμε σθένος, εἴτε ἡ καρδιά μας εἶναι ῥάθυμη, δυσκολίες θὰ ἔχουμε, Πολύβιε. Τὸ θέμα εἶναι ἄν ἀναγνωρίζουμε τὴν Ἀλήθεια, γιὰ νὰ τὴν διακονήσουμε…».
«Ὑπάρχει κάποιος τρόπος, γιὰ νὰ σταματήσουμε νὰ ὑπομένουμε κατ’ ἐπανάληψη τὶς συνέπειες τῶν λαθῶν μας;», ῥώτησα, σχεδὸν μὲ παράκληση.
«Κατ’ ἀρχάς, νὰ ξεκαθαρίσουμε τί σημαίνει “κατ’ ἐπανάληψη”, γιὰ νὰ καταλαβαίνουμε τὸ ἴδιο πράγμα. Γιὰ ἐμένα σημαίνει, ὅτι κάποιος δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει ποῦ βρίσκεται ἡ ἀρχή, καὶ ποῦ τὸ τὲλος· ἔχει μπεῖ δηλαδὴ σὲ ἕναν φαῦλο κύκλο, ἐπειδὴ δὲν ἔμαθε ποιό εἶναι τὸ “πρῶτο” ποὺ προκαλεῖ τὸ “δεύτερο”· νομίζοντας ὅτι τὴν δυσκολία του τὴν ὑφίστανται καὶ οἱ ἄλλοι, “ὑποχρεωτικά”, παραδίνεται στὴν μοιρολατρεία! Συμπεραίνει δηλαδὴ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἔξοδος ἀπὸ τὸν φαῦλο κύκλο, καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ δὲν ἔχει ἐπίγνωση τῶν δυνατοτήτων ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Χριστός!».
«Τί ἐννοεῖς; Ποιά εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ποιό τὸ τέλος;».
«Ἄς τὰ πάρουμε μὲ τὴν σειρά. Τὸ σῶμα μας δημιουργήθηκε γιὰ νὰ τὸ σκληραγωγοῦμε, ὥστε νὰ γίνεται ἀσύλληπτα ἀνθεκτικό! Ὁ εὐλαβὴς Χριστιανὸς εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ὀλιγαρκὴς ἄνθρωπος, τοῦ χρειάζονται λίγα πράγματα γιὰ νὰ ζήσει μία ζωὴ φτωχική, συνετὴ καὶ ἁπλή. Ἡ ἔννοια του εἶναι νὰ πλησιάζει τὸν Χριστό, καὶ γι’ αὐτὸ ἀγωνίζεται γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν ψυχικῶν ἀγαθῶν. Ἄν ὅμως δὲν εἴμαστε ὀλιγαρκεῖς, ἐπιδιώκουμε τὴν ἀφθονία γιὰ νὰ ὑποστηρίξουμε τὴν ἐγωκεντρικότητά μας. Ἡ ἀφθονία καὶ τὰ θελήματα τῆς σάρκας εἶναι ἕνας τρόπος νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς ποὺ ἀσθενεῖ, λόγῳ τῆς ἀνεπάρκειας στὰ ψυχικὰ ἀγαθά. Ὁ φόβος μήπως κακοπάθει τὸ σῶμα μας, ἐπιτρέπει στὶς αἰσθήσεις του νὰ “ἀποθρασύνονται”, καὶ παρὰ ταῦτα ΝΑ ΜΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΠΟΤΕ! Ὅσο τὸ σῶμα “ἐπικρατεῖ” ἔναντι τῆς ψυχῆς, ἡ φαντασία ἁρπάζει τὸν “ἡγετικὸ ῥόλο”! Μόνο ποὺ τὸ “στάδιό” τῆς φαντασίας, εἶναι ἡ ἁμαρτία… Ὁ ἄνθρωπος μπαίνει στὴν πολυπραγμοσύνη, ποὺ τοῦ γεννάει μία κούραση ποὺ τὸν φθείρει… Μὲ τὰ πολλά, κάνει προσπάθειες νὰ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐξοντωτικοὺς ῥυθμούς. Ὅμως στὴν “ὑποτιθέμενη ἡσυχία”, ἔρχεται καὶ πάλι ἀντιμέτωπος μὲ τὸ κενὸ στὴν ὕπαρξή του, ἐπειδὴ τὰ ψυχικὰ ἀγαθὰ συνεχίζουν νὰ τοῦ λείπουν, καὶ λιμοκτονεῖ! Ἐπιπλέον, τὰ πάθη καὶ ὁ ῥύπος τῆς ψυχῆς τὴν ἔχουν βυθίσει σὲ ἀκόμα πιὸ ἐπώδυνη φτώχεια… Αὐτὸς ὁ φαῦλος κύκλος, φέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ κατάσταση ἀπελπισίας!».
Ἐπιτέλους, μποροῦσα νὰ βρῶ ἐξήγηση σὲ πολλά! Μὲ τὴν προϋπόθεση ὅμως ὅτι θὰ τὰ κοιτοῦσα ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀλήθειας! Τώρα ἔνοιωθα τὴν ἀξία τῆς φράσης. Ἡ φαντασία μου ἤθελε νὰ “νικήσει” τὴν ψυχή μου, καὶ συμμάχησε μὲ τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματός μου! Αὐτὸ ἦταν τὸ “πρῶτο”, ποὺ ἔφερε τὸν “ῥόλο” τοῦ ἑαυτοῦ μου στὴν ἴδια τὴν ζωή μου, στὸ ἔργο ποὺ ἀρνεῖται τὰ ψυχικὰ ἀγαθά, ὁπότε δὲν θὰ εἶχε “καλὸ τέλος” γιὰ ἐμένα! «Τί εἶπες ὅτι δίνει ἀκλόνητη ὑγεία στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή;».
«Ὁ κόπος τῆς ἐργασίας τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς! Φίλε, ὁ Θεὸς ἐποίησε τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ! Ἡ ἐνασχόληση μὲ σοβαρὰ πράγματα, ἔχοντας τὸν πνευματικὸ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ, εἶναι τὸ γιατρικὸ γιὰ νὰ μὴν πλησιάζουν οἱ πονηροὶ λογισμοὶ στὸν νοῦ μας. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἡ ψυχὴ μένει καθαρότερη καὶ ὁ νοῦς γίνεται εὔρωστος, ὅσο τὸ σῶμα ποὺ ἀσκεῖται, ἀνταποκρίνεται σὲ ὅλο καὶ δυσκολότερες ἀπαιτήσεις!».
Ἡ ἀπορία μου εἶχε κορυφωθεῖ. Μέχρι τώρα τὰ εἶχα ὅλα στὸ χέρι· δυσκολευόμουν νὰ συλλάβω τὸ ἀκατάβλητο σθένος ποὺ διαθέτουν οἱ ταπεινοί, ὅταν οἱ ἀνωτερες ψυχικὲς δυνάμεις ὑπερτεροῦν ἔναντι τοῦ θελήματος τοῦ σώματος. «Μὲ ἐμενα τί μπορεῖ νὰ γίνει, ποὺ μεγάλωσα παραχαϊδεμένος; Ἀπὸ ποῦ μπορῶ νὰ ξεκινήσω;», τὸν ῥώτησα χωρὶς νὰ νοιώθω ντροπή.
«Εἶναι θέμα αὐτεξουσίου! Ἐμεῖς τὰ παιδιὰ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε μόνα μας ὅλα, ὅσα εἶναι στὶς δυνατότητές μας καὶ ἀφοροῦν τὴν λειτουργικότητας τῆς οἰκογένειας. Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ παρέχουν ἀπὸ τὴν νηπιακὴ ἡλικία στὰ παιδιά τους κάποια ἐργασία, ἀνάλογα μὲ τὶς σωματικὲς καὶ διανοητικὲς ἱκανότητές τους. Ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἐργασίας δὲν δικαιοῦται νὰ ἐξαιρεθεῖ κανείς. Καὶ ὁ Χριστός ὑποτασσόταν στοὺς κατὰ σάρκα γονεῖς του, καὶ ἐργαζόταν ὑπομένοντας κάθε σωματικὸ πόνο*. Ἡ ἐργασία ἀνήκει στὰ “κατὰ φύσιν”, ἐνῶ ἡ ἀργία ἀνήκει στὰ “παρὰ φύσιν”, δηλαδὴ χαρακτηρίζεται ὡς κακό. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἀργία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς “ἀταξία”! Μάλιστα, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς συνέδεσε τὴν ὀκνηρία μὲ τὴν πονηρία, λέγοντας τὸ γνωστό: “πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ”».
«Ναὶ ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ξέρω πῶς νὰ πάρω τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ μου… Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι περπατάω στὰ σκοτάδια…».
«Ἡ ἀγνωσία σκοτίζει τὸν νοῦ, Πολύβιε, τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ δουλειά του εἶναι ἡ γνώση τῆς Ἀλήθειας! Ἡ σωματικὴ ἐργασία ἀναχαιτίζει τὴν ἐπιθετικότητα τῆς φαντασίας, καὶ μᾶς “ἀποκρυπτογραφεῖ” τὴν ταπείνωση, ἡ ὁποία μᾶς φέρνει κοντὰ στὸν Φιλάνθρωπο Διδάσκαλο. Μὲ τὴν πνευματικὴ μελέτη ἑλκύεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀρχίζουμε νὰ συγκεντρώνουμε καὶ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὰ ψυχικὰ ἀγαθά!
Πρέπει νὰ μαζευτοῦμε. Νὰ μαζέψουμε καὶ τὴν διάνοια καὶ τὴν ψυχή. Ὅλα. Καὶ νὰ κλείσουμε τὶς θύρες. Ποιές εἶναι οἱ θύρες; Εἶναι οἱ αἰσθήσεις. Μαζέψου μέσα καὶ κλείσε τὶς πόρτες. Μεῖνε λίγο μὲ τὸν ἑαυτό σου, βρὲ παιδί μου. Θὰ πεθάνεις καὶ δὲν θὰ τὸν ἔχεις γνωρίσει. Θὰ φύγεις καὶ δὲν θὰ τὸν ἔχεις ἀγαπήσει, δὲν θὰ τὸν ἔχεις πονέσει. Ἅμα δὲν τὸν ἔχεις πονέσει, πῶς θὰ τὸν σώσεις; Ἅμα δὲν τὸν ἔχεις ἀγαπήσει, πῶς θὰ ἀγαπήσεις τὸν ἄλλον; Δὲν λέει ὁ Κύριος, “ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν;”.
Ἐκεῖ, μέσα σου ἀρχίζει ἡ δουλειά...
Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης
*μὲ πράσινο χρῶμα εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου.
*μὲ μπλὲ χρῶμα εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου

