Ἡ λεωφόρος ποὺ διέσχιζα ἦταν ἀσφυκτικὰ γεμάτη ἀπὸ αὐτοκίνητα. Τὰ φανάρια τὰ καθοδηγοῦσαν, καὶ αὐτὰ ὑπάκουαν τὶς ἐντολὲς τους κάθε λίγα μέτρα. Ὅπως ἦταν ἀκινητοποιημένο τὸ ἁμάξι μου στὸ “κόκκινο”, ἄκουγα γιὰ λίγες στιγμὲς ὅσα ἔλεγε τὸ ῥαδιόφωνο τοῦ διπλανοῦ αὐτοκινήτου: «…τὰ πειράματα ποὺ γίνονται στὰ ἐργαστήρια —μίλησε γιὰ κάτι τερατουργήματα— γίνονται ΓΙΑ ΝΑ ἘΠΙΒΕΒΑΙΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν βάση τῆς θεωρίας τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν!». Ὁ χρωματισμὸς τῆς φωνῆς τοῦ ὁμιλητῆ ἦταν θριαμβευτικός καὶ μοῦ τράβηξε τὴν προσοχή, ἐπειδὴ ἐγὼ κατάλαβα ὅτι τὸ νόημα ὅσων ἔλεγε ἀπεικόνιζε κατάδηλο πλῆγμα πρὸς τὸν ἄνθρωπο…
Ἡ ψυχή μου “γνωρίζει” αὐτὸ ποὺ γνωρίζουν οἱ Χριστιανοὶ ἐδῶ καὶ αἰῶνες, ὅτι μὲ τὴν προσευχὴ αἰτοῦμαι στὸν Θεό γιὰ κάποια πράγματα ποὺ χρειάζομαι, καὶ Ἐκεῖνος δίνει ὅ,τι θὰ τῆς φανεῖ ὠφέλιμο στὴν αἰωνιότητα. Ὁ λόγος ποὺ δὲν μπορῶ νὰ ἔχω τὰ πάντα, εἶναι ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν Παράδεισο, γιὰ τὸν ὁποῖο πλάστηκε. Ἐκεῖ τὰ προνόμιά του ἦταν ἀσύλληπτα: ὄχι μόνο οἱ ἀνάγκες τοῦ σώματός του καλύπτονταν πλουσιοπάροχα μέν, ἀκοπίαστα δέ, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ καλοζωία τῆς ἀνώτερης ἁρμονίας ὑπερκάλυπτε τὴν ψυχή του, μὲσα ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ νοήματα στὴν συνομιλία του μὲ τὸν Ὕψιστο, τὸν Πατέρα του! Πλέον, ἡ ἐπίγεια ζωὴ εἶναι τὸ μέγα δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὡς εὐκαιρία νὰ ἀντισταθοῦμε στὸν κακὸ ἑαυτό μας, καὶ μέσα ἀπὸ τὴν παιδαγωγία τοῦ Πατέρα μας νὰ ξανακερδίσουμε τὸν Παράδεισο τῆς πνευματικῆς τρυφῆς! Τὸ “διαπασῶν” ποὺ δίνει τὸν “τόνο” στὶς περιστάσεις καθημερινά, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ὁρίζει ψηλὰ τὸν πήχη τῆς ποιότητάς μας στὰ πάντα, εἶναι Ἡ ἈΞΙΑ ΜΑΣ ὩΣ ΑΙΩΝΙΟΙ ἌΝΘΡΩΠΟΙ, ἡ ὁποία εἶναι ἀνυπολόγιστη, καὶ ἄν τὴν συνειδητοποιούσαμε, θὰ μᾶς ἔπιανε δέος!
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὐσταθοῦν δύο πράγματα ταυτόχρονα, ὅταν βλέπουμε ὅτι τὸ ἔνα ἀναιρεῖ τὸ ἄλλο: ὅταν ἀκόμα καὶ οἱ τρίχες τῶν μαλλιῶν μας εἶναι μετρημένες ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι περιγέλαστη ἡ θέση κάποιων ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτιάχτηκε ἀπὸ…τύχη! Ἄν ὅμως κάποιος δὲν πιστεύει στὸν Θεό καὶ ὑιοθετεῖ τὴν θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν ὉΡΙΣΜΕΝΩΝ ἐπιστημόνων, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙ ἈΣΥΝΗΘΙΣΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ἈΛΛΟΚΟΤΑ, Ὕ Π Ο Π Τ Α…
Εἶναι ἡλίου φαεινότερο, ὅτι ὅταν κάτι δὲν χρησιμεύει πουθενά, εἶναι ἄχρηστο· εἶναι γιὰ πέταμα στὰ σκουπίδια, γιὰ νὰ μὴν πιάνει τόπο. Αυτὸ εἶναι καὶ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ προέκυψε ἀπὸ “τυχαῖες συγκυρίες”; Προέρχεται ἀπὸ τὸ “πουθενὰ”, ἄρα θεωρεῖται ὄτι “κατάγεται” ἀπὸ τὴν “ἀνυπαρξία”; Ἡ ὁποία τὸν παρουσιάζει στὴν ἐπίγεια ζωὴ χωρὶς “ῥίζες”, ὩΣ ἜΚΘΕΤΟ, ὅπου ἡ “περιουσία” ποὺ τοῦ “ἀναλογεῖ” εἶναι ἡ περιφρόνηση ἀπὸ ὅσους ἔχουν δύναμη; Ποὺ, “λόγω οὐράνιας ὀρφάνειας”, θὰ ζεῖ χωρὶς ἀνώτερο σκοπό, ἄρα θὰ ἔχει “ἩΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ”(!); Καὶ μετὰ θὰ παραχωθεῖ στὸ χῶμα ἤ θὰ καεῖ, “ἀπολαμβάνοντας” τὶς ἴδιες “τιμὲς” μὲ τὰ… οἰκιακὰ ἀπορρήμματα; Ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης “χορηγεῖ” στὸν ἄνθρωπο ἔνα “ΦΤΗΝΟ ΠΑΚΕΤΟ ΖΩΗΣ”, ἴδιο γιὰ ὅλους, ποὺ θὰ τὸν “ἀνακυκλώσει”, θὰ τὸν ὁδηγήσει ἐκ νέου στὴν “πατρίδα”του, τῆν “ἀνυπαρξία”;
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ὈΞΥΜΩΡΟ ΣΧΗΜΑ, Ἡ ἈΞΙΑ ἙΝΟΣ “ ἈΝΥΠΑΡΚΤΟΥ” ἈΝΘΡΩΠΟΥ; Ἀπὸ ποιὸν θὰ ζητήσει βοήθεια στὰ δύσκολα, σὲ ποιὸν θὰ διαμαρτυρηθεῖ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη μεταχείρησή του, ἤ πού θὰ καταφύγει κάποιος ποὺ δημιουργήθηκε… “κατὰ λάθος”; Ἀπὸ κανέναν; Δηλαδὴ ΤΟ “ΣΩΣΤΟ” ΘΑ ἮΤΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΧΕ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ, γιὰ νὰ μὴν ἐξαντλοῦνται οἱ φυσικοὶ πόροι τῆς γῆς; Ὑπάρχει περίπτωση, κάποιος ποὺ μεγάλωσε πιστεύοντας στὴν τυχαιότητα τῆς ὕπαρξής του, νὰ διανοηθεῖ ὅτι τὸ ὑλικό του εἶναι πολύτιμο, καὶ νὰ ῥιγήσει ἀπὸ λαχτάρα γιὰ μιὰ καλύτερη ζωή; Ἥ νὰ ἀντιμιλήσει σὲ ὄποιον στριγκλίζει στὸ αὐτί του, «μαζέψου, γιατὶ θὰ εἶναι λίγα τὰ “ψωμιά” σου…»; Ἥ νὰ θυμώσει μὲ ὅποιον τοῦ λέει ἀπὸ τὴν τηλεόραση, «τὸ “τομάρι” σου δὲν θὰ πουληθεῖ, θὰ τὸ χαρίσουμε!»…
Στὶς μέρες μας δὲν λειτουργεῖ τίποτα...
Ὅπως σκεφτόμουν ὅλα αὐτά, καὶ ἀνάβλυζε μέσα μου σφοδρὴ ἀντίδραση, περνοῦσα τὸ τελευταῖο φανάρι, ποὺ μάλιστα ἦταν χαλασμένο. Βγῆκα ἀπὸ τὴν λεωφόρο, ἔκανα τὴν δουλειά μου καὶ μετά, ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ ἀπορρυθμισμένου σηματοδότη, ἤθελα νὰ ξαναμπῶ στὸν κεντρικὸ δρόμο, γιὰ νὰ περάσω στὸ ἀπέναντι ρεῦμα, αὐτὴ τὴν φορά γιὰ τὴν ἐπιστροφή. Ὅμως πρακτικὰ ἦταν ἀδύνατον, μιὰ καὶ ἤθελα νὰ περάσω κάθετα στὸ “ποτάμι” τῶν αὐτοκινήτων ποὺ “κυλοῦσε” στὸν δρόμο, στὴν κατεύθυνση ποὺ μὲ εἶχε φέρει ὥς ἐδῶ. Στάθηκα γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, προσπαθώντας νὰ καταλάβω μὲ ποιὸ τρόπο θὰ διακόψω τὴν γρήγορη ῥοὴ τῶν αὐτοκινήτων. Ἀφοῦ τὸ ἁμάξι μου δὲν προχωροῦσε, μὲ προσπέρασε κάποιο ἄλλο ποὺ ἦταν πίσω ἀπὸ ἐμένα, καὶ ὅπως προχώρησε, ὑποχρέωσε τοὺς ἔκπληκτους ὁδηγοὺς ποὺ διέρχονταν, νὰ σταματήσουν. Ὄταν συνέβη τὸ ίδιο καὶ στὴν μεσαία λωρίδα, ἀκολούθησα τὸ προπορευόμενο ἁμάξι, γιὰ νὰ ἐπωφεληθῶ ἀπὸ τὸν “δρόμο” ποὺ μοῦ ἄνοιγε. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ εἶδα δεξιά μου κι ἄλλο ἁμάξι νὰ κινεῖται πρὸς τὴν δική μου κατεύθυνση, ὁπότε εἶχαμε γίνει δύο οἱ “λωρίδες” ποὺ κόβαμε κάθετα τὴν κύρια ῥοὴ τῆς κυκλοφορίας.
Ἡ πορεία μας γινόταν ἀργὰ καὶ μὲ ἰδιαίτερη προσοχή· ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε λογικὴ στὴν κίνησή μας, ἀνὰ πάσα στιγμή θὰ μπορούσαμε νὰ συγκρουστοῦμε ὅλοι μεταξύ μας, ἔτσι ὅπως στριμώχναμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Προσπαθώντας νὰ προσεγγίσω τὴν νησίδα ποὺ χώριζε τὶς δύο κατευθύνσεις, “ἔπρεπε” νὰ ἐπικρατήσω ἐναντὶ τῶν ἄλλων, γιατὶ δὲν ἤξερα πόση ὥρα θὰ μποροῦσα νὰ μείνω σὲ αυτὸ τὸ ἀνορθόδοξο σημεῖο τοῦ δρόμου. Κυριολεκτικὰ ἔνιωθα σὰν νὰ βρισκόμουν σὲ πόλεμο, καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν κάθετα πρὸς ἐμένα, καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν στὴν ἴδια κατεύθυνση μὲ ἐμένα… Τὸ μόνο ποὺ ἤθελα ἦταν νὰ πάω στὸ σπίτι μου, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ἔπρεπε νὰ λειτουργήσω παράτυπα! Ἡ πίεση ποὺ ἀσκοῦσαν τὰ πολλὰ αὐτοκίνητα ποὺ εἶχα παγιδεύσει ἦταν πραγματικὰ ψυχοφθόρα, ξέροντας ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔκανα δὲν θὰ ἤθελα νὰ μοῦ τὸ έκαναν ἄλλοι.
Ἐπειδὴ στὸ ἀντίθετο ρεῦμα ποὺ ἤθελα νὰ περάσω, ἡ κύρια ῥοὴ κυλούσε κανονικά, καὶ ἐμεῖς οἱ “ἀνάποδοι” δὲν προχωροῦσαμε, κάποια ἀπὸ τὰ αὐτοκίνητα τοῦ “ποταμιοῦ” ποὺ εἴχαμε κλείσει κατάφεραν καὶ πέρασαν, ὁπότε ὁ χῶρος πίσω ἀπὸ ἐμᾶς γέμισε μὲ τὰ αὐτοκίνητα ποὺ ἀπελευθερώθηκαν. Ὁ ὁδηγὸς ποὺ “ἄνοιξε” γιὰ πρώτη φορὰ τὸν δρόμο, ξανάκανε αὐτὸ ποὺ ἤξερε, καὶ εἰσχώρησε στὸ ἀντίθετο ῥεῦμα, διεκδικώντας χῶρο. Κάποια ἁμάξια σταμάτησαν, ὁπότε ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ἀκολουθοῦσαμε τὸν πρῶτο, ἀρχίσαμε νὰ ἀνακατευόμαστε μὲ τὰ αὐτοκίνητα τῆς κύριας ῥοῆς. Ταυτόχρονα, τὰ αὐτοκίνητα τοῦ ἀντίθετου ῥεύματος ποὺ ἤθελαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν λεωφόρο, μπῆκαν στὸ κέντρο, μὲ κατεύθυνση πρὸς τὸ σημεῖο πίσω μου, ἐκεῖ ὅπου στεκόμουν ἐγώ, ὅσο δὲν μποροῦσα νὰ διακόψω τὴν κυκλοφορία. Ἐννοεῖται ὅτι ἔπρεπε νὰ διακόψουν τὰ αὐτοκίνητα ποὺ μόλις εἶχαν ἀπεγκλωβιστεῖ —κάτι ποὺ αὐτὰ δὲν δέχονταν— μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔχουμε μπλεχτεῖ πάρα πολλὰ αὐτοκίνητα πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις, σὰν νὰ παίζαμε στὰ “συγκρουόμενα”, καὶ αὐτὸ ἦταν ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνο γιὰ ὅλους! Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ κινηθεῖ μὲ ἀσφάλεια! Δὲν μπορούσαμε νὰ συνεννοηθοῦμε μεταξύ μας, γιὰ κάποια σειρὰ προτεραιότητας, οὔτε ὑπῆρχε περίπτωση νὰ παραχωρήσουμε χῶρο(!) στὸν ὁποιοδήποτε… Ἦταν γεγονὸς ὅτι πήγαινα στὰ “ψαχτὰ”· ἔκανα ὅτι ἔκανε μὲ “θράσος” τὸ μπροστινὸ ἁμάξι, καὶ ὅσο τὸ ἔβλεπα νὰ κερδίζει “ἑκατοστὰ δρόμου”, ἀδιαφοροῦσα(!) γιὰ τὶς “εὐγένειες”…
Κάποια στιγμὴ “ἐντάχθηκα” στὴν κύρια ῥοὴ τῆς κατεύθυνσης ποὺ ἤθελα, καὶ πῆρα τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ἔχοντας ἀνάμεικτα συναισθήματα. Αἰσθανόμουν ἀνακούφιση ποὺ τὰ “κατάφερα”, ἐπειδὴ “ἐπικράτησα” μεταξὺ ἄλλων ποὺ βρίσκονταν στὴν ἴδια κατάσταση μὲ ἐμένα… Γιατὶ ἔπρεπε νὰ μπῶ ἐγὼ σὲ αὐτὴ τὴν ἀνεπίτρεπτη διαδικασία, καὶ νὰ κινοῦμαι χωρὶς προστασία, δική μου ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων; Τί μοῦ ἔφταιγαν οἱ ὑπόλοιποι, ποὺ τοὺς ὑποχρέωσα νὰ βγοῦν ἐκτός ἑαυτοῦ, νὰ μὲ βρίζουν ἀπὸ ἀγανάκτηση καὶ νὰ μοῦ κορνάρουν; Οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς μοῦ θύμισαν τὴν ἀντίδραση ποὺ γεννήθηκε μέσα μου νωρίτερα, ἀπὸ τὶς δηλώσεις γιὰ τὴν ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ, ποὺ… διατείνεται ὅτι δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο! Τὸ ἑπόμενο χτυποκάρδι, μοῦ ἀποκάλυψε τὰ πάντα. Ἡ ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ τῆς ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ἘΞΕΛΙΞΗΣ ἦταν Ὁ ΧΑΛΑΣΜΕΝΟΣ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣ!
Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι σὲ θέση νὰ ἀσκήσει ἔλεγχο τὴν στιγμὴ ποὺ ἐμπλέκεται ἀκούσια στὸ χάος ποὺ δημιουργεῖται, ὅταν μπερδεύονται τὰ αὐτοκίνητα σὰν “κουβάρι”, στὴν ἀχανὴ διασταύρωση; Ποιός ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπέμβει, ἔτσι ποὺ “ξεχαρβαλώθηκαν” τὰ πάντα στὴν κοινωνία; Τί ἀξία μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίσει στὸν ἑαυτό του, κάποιος ποὺ ἈΝΑΓΚΑΖΕΤΑΙ ΜΙΑ ΖΩΗ νὰ πορεύεται “κάθετα” στὸν πλησίον καὶ νὰ τοῦ κλείνει τὸν δρόμο, ἐπειδὴ ἔμαθε ὅτι ΜΟΝΟ ἜΤΣΙ θὰ “πάει μπροστά”; Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο “νομιμοποιεῖται” καθένας ποὺ κάνει ὅ,τι θέλει, ὅταν “τὸ φανάρι” τῆς κοινωνίας εἶναι μονίμως χαλασμένο; Ἄρα, ὅσοι πιστεύουν ὅτι γεννήθηκαν ἀπό τύχη, ἀπὸ ἕνα ΛΑΘΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ (ὑποθέτοντας ὅτι δὲν θὰ λογοδοτήσουν ἀργότερα), συνηθίζουν νὰ βλέπουν τὴν ζωή τους νὰ παραβιάζεται, ἐπειδὴ κι ἐκείνοι παραβιάζουν τὴν ζωὴ ἄλλων; Δηλαδή ἀκυρώνεται ἡ προσωπικὴ εὐθύνη, ἐπειδὴ φέρεται ἀνεύθυνα ὁ “προπορευόμενος”, ἤ ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τροχονόμος νὰ ἐξασφαλίσει τὴν τάξη; Ἤ ἐπειδὴ ἀφαιρέθηκαν οἱ “πινακίδες” μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἁρμοδίων, κάτι ποὺ ἐπιφέρει τὸ χάος, ὅπως τὸ χαλασμένο φανάρι; Καὶ καλὰ νὰ ἔχεις ἐπίγνωση, ὅτι δὲν πᾶς καλά… Ὅταν ὅμως μεγαλώνεις ὡς παράνομος, ἐν ἀγνοία σου, τὶ γίνεται;
Ἡ εὔρυθμη λειτουργία τοῦ φαναριοῦ ἐπιτρέπει τὴν δημιουργία
Εἶχα κάνει τόσα πολλὰ χιλιόμετρα, ἀλλὰ ὅσο λειτουργοῦσαν οἱ σηματοδότες δὲν συνάντησα ἀπολύτως κανένα πρόβλημα —ἐπειδὴ συντονιζόμουν μαζί τους. Τὸ πολύτιμο ὑλικό μου προστατεύεται ἀπὸ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Πατέρα μου, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ! Ἐπειδὴ κατάγομαι ἀπὸ Ἐκεῖνον, καὶ Τὸν ἀγαπῶ, ἐπιθυμῶ ὁλόψυχα νὰ γυρίσω ἐπίσημα κοντά Του, μετὰ τὸ πέρας τῆς διαδρομῆς μου στὴν λεωφόρο τῆς ἐπίγειας ζωῆς! Ὅσο ὅμως σκέφτομαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀποδίδουν στὸν ἑαυτό τους τὴν μὴ- ὕπαρξη, ὡς καταγωγὴ καὶ ὡς μετὰ- θάνατον προορισμό, συνταράσσεται ἡ ὕπαρξή μου ἀπὸ λύπη, γιὰ τὴν μὴ- ἀξία τῆς ζωῆς πάνω στὸ “χῶμα”, καὶ κατὰ συνέπεια, ΤΗΝ ΜΗ- ἈΞΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ…
συνεχίζεται
Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία, καὶ
ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία Σου!

