«Εἰρήνη, μόλις μπῆκες τὸ σπίτι γέμισε μὲ τὴν μυρωδιὰ τοῦ χωριοῦ! Τώρα καταλαβαίνω πόσο μοῦ λείπει!», εἶπε ἡ Σοφία ἔκπληκτη.
Στεκόμουν μὲ ἀπορία δίπλα στὴν δεύτερη ξαδέρφη μου, προσπαθώντας νὰ καταλάβω τὸν λόγο ποὺ μοῦ φαινόταν τόσο διαφορετική… Ὅταν ἔκλεισαν τὰ σχολεῖα τὴν εἶχα φιλοξενήσει πρώτη ἐγὼ γιὰ δύο ἑβδομάδες στὸ χωριό μου, στὴν ὀρεινὴ Κυνουρία καὶ ἤρθαμε πολὺ κοντά. Τῆς ἄρεσε ποὺ “παρακολουθοῦσα τὴν καρδιά μου” ὅπως ἔλεγε, ἐπειδὴ κι ἐκείνη ἔψαχνε αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ὕπαρξή της. Οἱ ἀτελείωτες συζητήσεις στὰ ὄμορφα μονοπάτια τοῦ Πάρνωνα ἄρεσαν καὶ στὶς δυό μας, καὶ περπατώντας ἀποκαλύπταμε καὶ τὶς ἐσωτερικὲς διαδρομές μας. Σάστισα ὅταν μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε ὅτι ἔρχονταν κάποιες ἀλλόκοτες στιγμές, ποὺ ἔνιωθε ἄδεια. Μέσα στὶς δυνατὲς μυρωδιὲς τῆς πλούσιας βλάστησης καὶ τὰ ἄφθονα νερὰ ποὺ ὑπῆρχαν παντοῦ, λύγισε καὶ τὸ παραδέχτηκε. Τὴν πῆγα στὸ σπίτι μου τρέχοντας, καὶ πῆρα ἀπὸ τὴν μαμά μου τὸ βαμβάκι μὲ τὸ ἅγιο Μύρο ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Μεγάλης Μάνας μας ἐδῶ πιὸ πάνω, στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Μαλεβῆς. Ἡ γιαγιά μου τὸ εἶχε πάνω ἀπὸ τριάντα χρόνια ἀλλὰ μόλις τὸ ἀνοίξαμε εὐωδίαζε ἐξαίσια, ὅπως τὴν ἡμέρα ποὺ τῆς τὸ ἔδωσαν οἱ μοναχές! Τῆς εἶπαν τότε ὅτι ἡ πολύτιμη εὐλογία ἄρχισε νὰ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τὸ 1964, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν νὰ προσκυνήσουν τὴν Παναγία μας στὴν περιοχὴ ποὺ μοσχοβολοῦσε, χωρὶς κανεὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει τὸν λόγο! Οἱ ἑπόμενοι περίπατοι ἀνάμεσα στὰ δέντρα ταύτιζαν τὴν “παρουσία” τῆς Μαλεβῆς μὲ τὴν ἀνώτερη ἀξία μας, μὲ τὴν προϋπόθεση βέβαια νὰ Τὴν “κρατούσαμε ἀπὸ τὸ χέρι”. Ἡ Παναγία μιλάει στὴν καρδιά μας ἀπὸ ὅταν εἴμαστε μικρὰ παιδιά! Μᾶς καθοδηγεῖ καὶ συμμετέχει στὸ μεγάλωμά μας! Ἡ μητρικὴ γλῶσσα τῆς ψυχῆς εἶναι αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔχει δείξει ἡ Φοβερὰ Προστασία ὅσο μεγαλώναμε! Σὲ Ἐκείνη μποροῦμε νὰ ἀπευθυνθοῦμε ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει τὴν μάνα του· ὑπάρχει ὁ “πνευματικὸς ὀμφάλιος λῶρος” ποὺ μᾶς προσανατολίζει νὰ προσπέφτουμε στὰ πόδια Της ὅταν ἀνομήσουμε, καὶ Ἐκείνη μᾶς καθοδηγεῖ. Μόλις γίνουμε ταπεινοὶ μποροῦμε καὶ πάλι νὰ διακρίνουμε ὅτι εἶναι ἡ Σκέπη μας! Ἡ ἀξία μας εἶναι ἡ ἁγνότητά μας, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὶς σκέψεις μας! Χαιρόμουν ποὺ ὅσα λέγαμε συγκινοῦσαν τὴν Σοφία, καὶ τὸ θεώρησα φυσικὸ αὐτὸ ποὺ διαπίστωσε, ὅτι ἡ Παναγία δὲν μᾶς ἀφήνει ποτὲ μόνους! Ἐπιστρέφοντας ἐδῶ στὴν πρωτεύουσα, ἔλεγε ὅτι δὲν ἔβλεπε τὴν ὥρα νὰ ἔρθω στὸ σπίτι της γιὰ νὰ κάνω τὰ μαθήματα ποὺ ἤθελα, γιὰ νὰ μὲ πάρουν στὸ μουσικὸ λύκειο.

«Εἰρήνη, μήπως πεινᾶς;», μὲ ρώτησε ὁ μπαμπάς της, ἀφήνοντας τὴν βαλίτσα μου. Εἶπα ὅτι ἤμουν ἐντάξει, καὶ μὲ πῆρε ἡ Σοφία νὰ πᾶμε στὸ δωμάτιό της.
«Ἐδῶ εἶναι τὸ βασίλειό μου!», εἶπε καὶ καθίσαμε στὸ κρεβάτι της. «Μοῦ ἄρεσε ποὺ κάναμε παρέα στὸ χωριό! Ἀνυπομονῶ νὰ κάνουμε πάλι τὶς ὡραῖες συζητήσεις μας! Εἶσαι καὶ ἐσὺ σὰν ἐμένα, τὸ δυνατὸ σημεῖο σου εἶναι ἡ ἔξυπνη σκέψη! Εὐτυχῶς, ὅταν γύρισα ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔκανα μία καινούργια φίλη, ποὺ κράτησε τὴν εὐστροφία μου σὲ ἐκρηκτικοὺς ῥυθμούς! Μὲ τὴν δύναμη τοῦ μυαλοῦ θὰ κατακτήσουμε τὸν κόσμο! Πρέπει νὰ τρέξουμε, γιὰ νὰ λύσουμε τοὺς γρίφους τῆς ζωῆς! Χρησιμοποιώντας τὴν εὐφυΐα μας, ὑπερασπιζόμαστε τὴν ἀξία μας! Ἀλλιῶς πηγαίνουμε χαμένοι…».
«Ἐπιτέλους ἦρθα!», εἶπα γεμάτη χαρά. «Ἦταν ἄπιαστο ὄνειρο, ἀλλὰ πραγματοποιήθηκε!».
«Ἄν θέλουμε νὰ ζήσουμε κάποια ἡμέρα τὸ ὄνειρό μας πρέπει νὰ εἴμαστε ἀποφασισμένοι! Γιὰ νὰ διεκδικήσουμε αὐτὸ ποὺ ὀνειρευόμαστε ὅτι ἀξίζουμε, χρειάζεται μαχητικότητα! Πρέπει νὰ παθιαστοῦμε μὲ τὸ ὄνειρό μας, νὰ πιστέψουμε στὸν ἑαυτό μας!».
«Ναί, ὅταν εἴμαστε ὁ ἑαυτός μας καταφέρνουμε πολλά!».
«Ἤ ὅταν προσπαθοῦμε νὰ ἀναδείξουμε τὴν καλύτερη πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας!».
«Τί διαφορὰ ἔχει;», ῥώτησα σοβαρεύοντας, προσπαθώντας νὰ προσδιορίσω αὐτὸ ποὺ μοῦ διέφευγε ἐδῶ καὶ ὥρα.
«Δὲν ἀρκεῖ ἁπλὰ νὰ ὑπάρχουμε, πρέπει νὰ ζοῦμε τὴν ζωή μας! Πρέπει νὰ τὴν κρατᾶμε μακριὰ ἀπὸ τὴν στενοχώρια, ἄρα χρειαζόμαστε τὰ “κατάλληλα ἐργαλεῖα”!». Πῆρε ἕνα περιοδικὸ ἀπὸ τὸ γραφεῖο καὶ μοῦ τὸ ἔδωσε. Τὸ κείμενο στὸ ἐξώφυλλο ἀποκάλυψε αὐτὸ ποὺ μοῦ διέφευγε:
Ἀξίζεις τὰ καλύτερα ἐπειδὴ εἶσαι ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους ἀνθρώπους σὲ αὐτὸ
τὸν μίζερο κόσμο ποὺ συνεχίζουν νὰ εἶναι εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό τους,
καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ μετράει στ’ ἀλήθεια!
«Σοφία, αὐτὸ ποὺ γράφει ἐδῶ σὲ χωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους…».
«Ναί, αὐτὸ θέλω! Νὰ διαχωρήσω τὴν θέση μου ἀπὸ ὅσους ἀπεχθάνονται ὅποιον ξέρει τί θέλει ἀπὸ τὴν ζωή του! Ὅταν τολμᾶς ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι δειλιάζουν, τοὺς κάνεις νὰ σὲ μισοῦν ποὺ γκρέμισες τὸ ἀδύνατο! Δὲν πρέπει νὰ δίνουμε στοὺς ἄλλους τὴν δύναμη νὰ ἐλέγχουν τὸ χαμόγελο, τὴν συμπεριφορὰ καὶ τὴν ἀξία μας! Ἅν δὲν διεκδικήσουμε τὴν θέση μας, κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ τὸ κάνει γιὰ ἐμᾶς! Ἄν πιστέψουμε ὅτι μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὸ ὅνειρό μας, βρισκόμαστε ἤδη στὰ μισά! Ἔλα νὰ δεῖς!».
Σηκώθηκα γιὰ νὰ διαβάσω τὶς ἀφίσες ποὺ εἶχαν γεμίσει τὸν τοῖχο ποὺ βρισκόταν δίπλα μου. Ἀπὸ τὴν μία στιγμὴ στὴν ἄλλη, νόμιζα ὅτι γύρω μου σκοτείνιασε…

Στὴν προσπάθειά μου νὰ καταλάβω τί διάβαζα στὶς ἀφίσες ἀπὸ τὰ περιοδικά, ἔκανα νοερῶς μία γρήγορη καταγραφή:
-Διαστρέβλωση, παραπλάνηση πάνω στὸ τί εἶναι ζωή .
-Παράδοση τῆς εὐθύνης γιὰ τὸ πηδάλιο(!) στὴν ἀπειροελάχιστη “στιγμή”.
-Ἐμπαιγμὸς τῆς σημαντικότητας τῆς ζωῆς.
-Μόνο ἡ ἁμαρτία δὲν θέλει νὰ θυμᾶται τὸ αὔριο.
-Λογικοφανὴς ἐπιβράβευση τοῦ κακοῦ, στὴν περίπτωση ποὺ μᾶς βολεύει.
-Κακολόγηση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, λόγῳ ἐχθρότητας ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὸν ἔλεγχο.
-Θεοποίηση τῆς ἀπειροελάχιστης “στιγμῆς”, σὲ βαθμὸ σαχλαμάρας.
-Τιποτολογία: προκειμένου νὰ αἰτιολογηθεῖ ἡ θρασύτητα, συμπιέζεται μέσα σὲ προχειροδουλεμένη ἀοριστολογία καὶ ἀνοησία. Στὴν δεύτερη ἤ τρίτη ἀνάγνωση, δὲν μπορεῖς νὰ τὸ πάρεις σοβαρά…
-Κρυφὴ ταξινόμηση τοῦ δίκαιου, σὲ αὐτὰ ποὺ εἶναι “τοῦ χεριοῦ μας”. Παρότρυνση στὴν παραίτηση ἀπὸ τὸ σωστὸ, μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες.
«Ἀξίζει νὰ ῥισκάρεις γιὰ τὸ ὄνειρό σου, ποὺ δὲν βλέπει κανεὶς ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ ἐσένα!», συνέχισε ἡ Σοφία μὲ τὸ ἀνακάτεμα τοῦ κακοῦ μέσα στὸ καλό. Μὲ κοιτοῦσε μὲ ὕφος νίκης καὶ περίμενε νὰ τὴν συγχαρῶ κάποια στιγμή. Εἶχα βρεθεῖ σὲ πολλὴ δύσκολη θέση. Προσπαθοῦσα νὰ βρῶ πῶς θὰ τῆς πῶ ὅτι τὰ ἀνεδαφικὰ ἀποτελέσματα ἀπὸ παράλογες αἰτίες, γίνονταν μόνο στὰ κινούμενα σχέδια… «Τί ἐννοεῖς ὅταν λὲς ὅτι “βλέπεις τὸ ὄνειρό σου”; Ἐγὼ ξέρω ὅτι αὐτὸς ποὺ περπατάει τὴν ὥρα ποὺ βλέπει “ὄνειρο”, λέγεται ὑπνοβάτης! Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ “νὰ ζήσει”, εἶναι πράγματα ποὺ δὲν συμβαίνουν! Ὅ,ΤΙ ὈΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑΤΑ!».
«Εἰρήνη, γιὰ νὰ φτὰσεις στὴν πηγὴ πρέπει νὰ κολυμπᾶς ἀντίθετα στὸ ῥεῦμα! Τὸ λένε τὰ περιοδικά ποὺ ἀνακάλυψα! Πρέπει νὰ ζήσουμε μόνο γιὰ ἐμᾶς, τὸ ὀφείλουμε στὸν ἑαυτό μας! Καταλαβαίνεις ὅτι τόση ὥρα ἁπλώνω μπροστὰ στὰ μάτια σου αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὸ μέλλον; Κάποια στιγμὴ οἱ ἄλλοι θὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ τὶς ἱκανότητες καὶ τὶς γνώσεις μας!».
Ἡ ματιά μου ἔπεσε σὲ ἄλλο περιοδικὸ ποὺ ἔγραφε: “Πολλοὶ θὰ προσπαθήσουν νὰ σὲ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ Ὄνειρό σου. Ἀπομακρύνσου γιὰ νὰ μὴν σὲ ἀγγίξουν!”. «Μὰ πῶς γίνεται νὰ περιμένεις νὰ ἀποκτήσεις γνώσεις ὅσο κοιμᾶσαι καὶ βλέπεις “ὄνειρο”; Καὶ τί γνώσεις εἶναι τὸ “ὁ θάνατός σου, ἡ ζωή μου”;». Ἔβλεπα τὴν ξαδέρφη μου νὰ ἔχει παραδώσει τὴν προσοχή της στὸν ἐχθρό, καὶ νὰ συμβάλλει στὴν ἐξαπάτησή της καὶ τὴν ὑποβάθμιση τῆς αἰώνιας ἀξίας της! Αὐτὰ ποὺ διάβασα στὶς ἀφίσες ἦταν καθαρὴ ἀγυρτεία! ‘Υπερφίαλη ἐπίδειξη ἀνύπαρκτων γνώσεων, προσόντων καὶ ἱκανοτήτων, ποὺ ἐνσαρκώνουν τὴν ὑπουλία! Ἡ ὑπερηφάνεια τὴν δηλητηρίαζε καὶ οἱ πνευματικοὶ ἱστοὶ τῆς Σοφίας ἄρχιζαν τὸ χρῶμα τῆς νέκρωσης! Ὁ θυμός μου γιὰ τὴν πλάνη, εἶχε φτάσει μέχρι καὶ τὰ δάχτυλα. Τῆς μίλησα μὲ προσοχή, ζητώντας ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ μὲ φωτίσει. «Ἅν σκοπεύεις νὰ δώσεις τὴν ζωή σου γιὰ νὰ ἀποκτήσεις κάτι ποὺ θὰ τὸ ἀπολαύσεις μόνο ἐσὐ, καὶ θὰ σὲ χωρίσει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτὸ ποὺ θὰ ἀγγίξεις εἶναι ὁ ἐφιάλτης! Ἄν συμπράττεις στὸ “ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου”, ὑπογράφεις καὶ γιὰ τὸν δικό σου θάνατο, δηλαδὴ τὴν αἰώνια ἀνέχεια! Αὐτὸ σημαίνει αἰώνιος ἐφιάλτης…». Εἴχαμε κάτσει πάλι στὸ κρεβάτι της. Τὴν ἔβλεπα ὅτι δὲν ἦταν καλά. Δὲν εἶχε καμία σχέση μὲ τὸ κορίτσι ποὺ ἤξερα, μὲ τὸ βλέμμα ποὺ σκορποῦσε πλοῦτο. Ἡ παρουσία της φανέρωνε λύπη, ἀκόμα καὶ παιδεμό! Ἡ καρδιά μου σφιγγόταν νὰ τὴν βλέπω νὰ προσπαθεῖ νὰ κουκουλώσει τὶς ἐλλείψεις της μὲ τὴν συγκαλυμμένη δολιότητα.
«Κι ὅμως, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐξυπνάδα του πηγαίνει μπροστά! Εἰρήνη, βρῆκα τὸν τρόπο νὰ ξεπεράσω τὶς ἀδικίες ποὺ μᾶς γίνονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ποὺ μᾶς ὑποτιμοῦν! Ἐπὶ τέλους, μπόρεσα νὰ διώξω τὸ αἴσθημα τῆς δυστυχίας ποὺ μὲ κατέκλυζε! Δὲν ἀνεχόμουν τὶς στιγμὲς τῆς λύπης ποὺ ξεπετάγονταν ὅποτε ἤθελαν! Ὥρες ὥρες μὲ ἔπιανε τέτοια ζάλη στὴν ψυχή, ποὺ ἔνιωθα φόβο! Ἔπρεπε νὰ προστατέψω τὸν ἑαυτό μου ἀλλὰ ἤθελα ὅμως καὶ γρήγορα ἀποτελέσματα, ποὺ θὰ τὰ ἔβλεπαν καὶ οἱ ἄλλοι! Ἤθελα νὰ φαίνεται ὅτι τὰ κατάφερα!».


«Τὸ καταλαβαίνεις ὅτι οἱ δυσκολίες ποὺ περιγράφεις, εἶναι οἱ συνέπειες τῆς ἑωσφορικῆς ὑπερηφάνειας; Ὁ ὑπερήφανος καὶ ὀλιγόπιστος ἄνθρωπος συναντάει πάντα προσκόμματα φοβερά! Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ τιμὴ ἀποφεύγει ὅποιον τὴν κυνηγάει! Συνειδητοποιεῖς ὅτι ἡ κενοδοξία θανατώνει τὴν ψυχή;». Ὅταν ἀνέφερα τὶς λέξεις ὑπερηφάνεια καὶ κενοδοξία, τὸ πρόσωπό της κοκκίνισε. Τὴν εἶδα νὰ ἐκπλήσσεται καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ βάθος ὅσων τῆς ἔλεγα. «Σοφία, “ὄνειρο” βλέπει ἡ ψυχή ὅταν εἶναι κοιμισμένη! Αὐτὸ εἶναι κάτι ἀδιαπραγμάτευτο! Κοιμᾶμαι σημαίνει ὑπολειτουργῶ καὶ δὲν ξεχωρίζω τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμα. Σημαίνει ὅτι δὲν ἔχω τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἄρα δὲν ἐξετάζω τὴν “προέλευση” τῶν λογισμῶν ποὺ μοῦ προβάλλονται στὴν φαντασία… Τὸ βασικὸ χαρακτηριστικὸ ἐκείνου ποὺ ζεῖ γιὰ τὸ “μεγάλο ὄνειρό του” εἶναι ὅτι χορταίνει μόνο μὲ τὶς ἰδέες! Αὐτὲς ὅμως τοῦ ἀνοίγουν τὴν κερκόπορτα νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του μὲ “ἄλλο τρόπο” ποὺ ἠθικῶς, δὲν εἶναι νόμιμος! Πρόκειται γιὰ ἕναν βολικὸ τρόπο νὰ προσκολληθεῖ στὰ ψέματα, σὰν αὐτὰ νὰ εἶναι ἡ μόνη ἐπιλογὴ ποὺ διαθέτει… Δὲν μπορεῖ κανεῖς νὰ ἀρνηθεῖ τὸ “δικαίωμα” στὸν κοιμισμένο νὰ φαντάζεται ὅτι ἔχει αὐτὸ ποὺ θέλει, ἀλλὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι λείπει ἀπὸ τὶς πράξεις ποὺ θὰ ἔκανε ἄν ἦταν “ξύπνιος”! Ἐν ὀλίγοις, ὀφείλει νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι δὲν θὰ περιμένει ἀμοιβή, ἐπειδὴ ὁ ὕπνος δὲν εἶναι ἐργασία ἀλλὰ ἡ περιφρόνησή της! Μόλις φύγει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, θὰ ἀνακαλύψει τὴν “νέα πραγματικότητα”! Δυστυχῶς, τότε πραγματοποιεῖται καὶ τὸ “μεγάλο ὄνειρο” τοῦ διαβόλου, ποὺ φθονεῖ τὸν ἄνθρωπο…».
Ἡ Σοφία ἔχασε τὸ χρῶμα της! «Δὲν τὸ εἶχα σκεφτεῖ ἔτσι… Κανεὶς δὲν εἶχε ἀναφέρει τὸ ψέμα… ». Φαινόταν κεραυνοβολημένη, σὰν στὸ ἄκουσμα τῶν πνευματικῶν συνεπειῶν νὰ ἔσπασε κάτι μέσα της καὶ νὰ ἄνοιξε ἡ φυλακή της! Μὲ κοίταζε, σὰν νὰ ἐπέστρεψε ἀπὸ μακριά! Ὅσο τὰ μάτια της διάβαζαν τὶς σκέψεις της, ἀναστατωνόταν περισσότερο μὴν ἀντέχοντας τὴν ἀλήθεια! Σὰν νὰ ἔβγαινε στὸ φῶς μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἐγκλεισμοῦ στὸ σκοτάδι, καὶ τὰ μάτια της νὰ δυσκολεύονταν ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς ἡμέρας… «Ἡ πλατειὰ ὁδὸς πηγαίνει στὴν ἀπώλεια…», ψιθύρισε χωρὶς φωνή, σὰν νὰ προσπαθοῦσε νὰ συνέρθει ἀπὸ λιποθυμία. Τράβηξε κοντὰ ἕνα ἄλλο περιοδικὸ καὶ διαβάσαμε καὶ οἱ δύο τὸ κείμενο: “Μετὰ τὸ πέρας τοῦ πόνου, μαθαίνεις πόσο σκοτάδι χρειάστηκε νὰ καταπιεῖς γιὰ νὰ ἐκπέμψεις πάλι φῶς!”.
«Βλέπεις ὅτι παρουσιάζει σὰν δεδομένο ὅτι θὰ σχετιστεῖς μὲ τὸ σκοτάδι;», ρώτησα μὲ ἁπαλότητα στὴν φωνή. «Ἄν χάσουμε τὴν σωφροσύνη ὁ Χριστὸς δὲν δέχεται ἀπὸ ἐμᾶς ἐλεημοσύνη, ὅσο ἐπιμένουμε στὴν πνευματικὴ πορνεία…».


«Ἔχεις κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔλαβες; Τότε γιατὶ καυχιέσαι;», μονολόγησε ἡ ξαδέρφη μου, μᾶλλον μιλώντας στὸν ἑαυτό της ἔξω ἀπὸ τὰ δόντια. «Θυμᾶσαι τί μᾶς εἶχε πεῖ ἐκείνη ἡ μοναχὴ ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἄγγελο; Ὅτι οὔτε ἡ ὑπερηφάνεια, οὔτε ἡ ὑψηλοφροσύνη διανεμήθηκε στὸ Γένος τῶν ἀνθρώπων…». Τὰ χείλη της ἦταν σχεδὸν ἄσπρα.
«Εἶπε καὶ ὅτι ἡ φρόνηση μαζὶ μὲ τὴν ἁπλότητα εἶναι ἡ τελειότερη ἀρετή. Ἀλλὰ ἄν χωριστοῦν, ἡ φρόνηση θὰ ἐκπέσει σὲ πονηρία καὶ ἡ ἁπλότητα σὲ ἀνοησία».
«Αὐτὸ ἔπαθα κι ἐγὼ Εἰρήνη; Ἄφησα τὴν ἐξυπνάδα μου νὰ γίνει πονηρία;», εἶπε ἔχοντας δώσει μόνη της ἀπάντηση. «Κι ὅμως, αὐτὸ εἶχε κάνει καὶ ἡ μοναχή ὅταν ἦταν νέα…».
«Ὁ Θεὸς ἔχει ἀνοίξει κάθε κλεισμένη θύρα νὰ εἰσέλθουμε στὴν σωτηριώδη ἐπὶγνωσή Του. Ἡ εὐστροφία μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ νικήσουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μέσα μας καὶ νὰ φτάσουμε στὸ ἀρχαῖο κάλλος, ὅπως ἦταν ὁ ἀρχικὸς σκοπὸς τῆς δημιουργίας μας ἀπὸ τὸν Θεό! Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ καταρτιζόμαστε πνευματικῶς! Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς γνώσης ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν καθαρὴ συνείδηση!».
«Ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔφυγα γεμάτη Χριστό! Μπορεῖς νὰ μοῦ πεῖς σὲ παρακαλῶ, πῶς ἄφησα τὴν καρδιά μου νὰ παγώσει; Πῶς ἔπαθα τὴν ἀμνησία; Μὲ τὸ βάφτισμά μας ὑποσχεθήκαμε στὸν Κύριο ὅτι θὰ βάλουμε κάθε φροντίδα γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν! Ἔτσι λέγαμε μέσα στὸ δάσος. Ὅτι ὁ σκοπὸς ὅλων τῶν πράξεών μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν μελλόντων αἰωνίων ἀγαθῶν! Ἔνιωθα τὴν “παρουσία” τῆς Μαλεβῆς μας ποὺ μοῦ ἔδειχνε τὸν δρόμο τοῦ Ἰησοῦ! Τῆς ὑποσχέθηκα ὅτι δὲν θὰ ἀφήσω τὸ χέρι Της…». Τὸ πρόσωπό της δὲν ἔκρυβε τὴν μετάνοια ποὺ ἔσκαβε τὴν ψυχή της.
Αὐτὸ τὸ εἶχα ρωτήσει καὶ ἐγὼ σὲ μία μοναχὴ ὅταν ἦμουν μικροὺλα, καὶ ἔκανα προσπάθεια νὰ θυμηθῶ ἀκριβῶς τὴν ἀπάντησή της. «Ὁ Κύριος στὶς παραβολὲς μᾶς ἔδωσε ἀπαντήσεις γιὰ τὰ πάντα. Ὁ σπόρος ποὺ ἔπεσε στὶς πέτρες, δὲν βρῆκε ὑγρασία καὶ ξεράθηκε. Ὁ πόθος τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς δὲν τράφηκε. Ἡ ῥίζα δὲν μεγάλωσε γιὰ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸν Χριστό, καὶ ξεράθηκε. Ἡ γιαγιά μου λέει ὅτι οἱ θλίψεις δοκιμάζουν τὴν σταθερότητα τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ ἔρχεται μὲ τὴν ἀκλόνητη θέληση νὰ μαθητεύσει στὴν Ὀρθοδοξία μας! Ἔτσι ὅταν γίνει μαθητὴς τοῦ Εὐαγγελίου, ὄχι μόνο οἱ θλίψεις δὲν τὸν βλάπτουν ἀλλὰ τὸν ὠφελοῦν μάλιστα! Μιὰ καὶ εἶπα γιὰ τὴν γιαγιά μου, θυμήθηκα αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔστειλε». Πῆγα στὴν βαλίτσα καὶ ἔβγαλα τὸ πολύτιμο σακουλάκι. Μόλις τὸ εἶδε ἡ Σοφία, ἔτρεξε μὲ λαχτάρα καὶ τὸ πῆρε στὰ χέρια της. Ἔβγαλε τὸ μικρὸ βαμβακάκι, καὶ ἔκανε μὲ εὐλάβεια τὸ σῆμα τοῦ σταυροῦ στὸ μέτωπό της. Ἡ “παρουσία” τῆς Μαλεβῆς μας, δίδαξε ἀκόμα μία φορὰ στὴν ψυχή μας τὴν φιλοθεΐα! Μέσα στὴν πνευματικὴ ἀνάταση, θυμήθηκε αὐτὸ ποὺ κρατούσαμε στὴν καρδιά μας κάθε φορὰ ποὺ ἐπιστρέφαμε ἀπὸ τὸ δάσος:
«Τὸ πιὸ ἔξυπνο πράγμα ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ παρακαλέσουμε τὴν Παναγία νὰ μᾶς πάρει ἀπὸ τὸ χέρι, καὶ νὰ μᾶς δείξει πῶς νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Χριστό!
Γίνου εὐκαταφρόνητος ἐν τῇ μεγαλωσύνῃ σου, καὶ ὄχι μέγας ἐν τῇ σμικρότητί σου. Σπούδασον νὰ καταφρονηθῇς ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως χορτασθῇς ἐκ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μὴ ζήτει νὰ τιμηθῇς παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, ἐνῷ ὑπάρχεις πλήρης ψυχικῶν πληγῶν. Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος
Ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Παράδοση, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μαλεβῆς εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἑβδομήντα ποὺ ἁγιογράφησε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκάς. Τὸ ὑπερκόσμιο Μύρο ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν εἰκόνα Της δὲν ἔχει ὅμοιό του ἐπὶ τῆς γῆς! Δὲν μοιάζει μὲ τὸ Μύρο ποὺ ἀναβλύζουν διάφοροι ἅγιοι. Εἶναι πρωτοφανὲς Μύρο, ποὺ ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς μας χάρισε ὡς πολυτιμότατο δῶρο στὴν Ἀειπάρθενο Μητέρα Του! Ἕνας χημικὸς εἶδε θαυματουργὴ δύναμη ὅταν τοῦ ἔκανε χημικὴ ἀνάλυση, καὶ ἐπειδὴ δὲν βρῆκε τίποτα τὸ φυσικό, φώναξε δυνατά: «Μέγας Θεὸς ὑπάρχει!»
Τῆς γῆς τὸ θεμέλιον, Δέσποινα τοῦ οὐρανοῦ, γενοῦ Μεσίτρια!

