«Καὶ πέρσι ὁ Κωσταντὴς κορόιδευε κάποια παιδιὰ στὸ δημοτικό, ἀλλὰ φέτος στὸ γυμνάσιο τὰ ἔχει βάλει μαζί μου! Εἶναι ὁ πιὸ ψηλὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγορια καὶ μᾶς κάνει τὸν μάγκα! Ἡ μάνα μου λέει νὰ μὴν τοῦ δίνω σημασία γιὰ νὰ σταματήσει νὰ ἀσχολεῖται μαζί μου, ἀλλὰ ξέρεις τί κάνει; Περιμένει νὰ σχολάσουμε, καὶ ὅταν βγοῦμε στὸν δρόμο κάνει τὰ παιδιὰ νὰ γελᾶνε μαζί μου… Δὲν κοιτάζει τὸν ἑαυτό του, ποὺ εἶναι γιὰ τὰ πανηγύρια…». Κοίταζα τὴν γιαγιὰ ποὺ δίπλωνε τὰ ροῦχα ποὺ μάζεψε ἀπὸ τὸ σύρμα, καὶ ὅπως ξαναθυμήθηκα τὴν εἰρωνία γιὰ τὸ βάρος μου καὶ τὰ χαμόγελα τῶν ἄλλων, ἔνιωσα τὸν θυμὸ νὰ βράζει πίσω ἀπὸ τὰ μάτια μου…
«Γιατὶ τὰ κάνει ὅλα αὐτὰ Γεράσιμε; Τί πιστεύεις ὅτι θέλει ἀπὸ ἐσένα;». Εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ μὲ κοίταζε, ποὺ δὲν πήγαινε πουθενὰ τὸ μυαλό μου.
«Δὲν ξέρω τί θέλει αὐτός, ἀλλὰ ξέρω ὅτι ὅταν φουσκώνει τὰ μάγουλα καὶ κάνει γκριμάτσες —ὑποτίθεται ὅτι εἶμαι ἔτσι ἐγώ— εἶναι ἀντιπαθητικός! Τὸ πρόσωπό του γίνεται ἀπαίσιο! Δὲν ξέρω πώς τὸν κάνουν παρέα οἱ ἄλλοι, ποὺ κάνει σὰν μωρό! Οὔτε καταλαβαίνω πῶς ἀπὸ τὴν μία στιγμὴ στὴν ἄλλη ἔγινε τόσο δύσκολη ἡ ζωὴ στὸ σχολεῖο… Δὲν φταίω ἐγὼ ποὺ δὲν ἔχω πάρει ἀκόμα ὕψος σὰν τοὺς ἄλλους καὶ φαίνομαι γεμάτος! Τουλάχιστον οἱ ὑπόλοιποι ἔπρεπε νὰ μὴ γυρίζουν νὰ τὸν κοιτάζουν, γιὰ νὰ μὴν παίρνει ἀέρα! Δὲν εἶναι δίκαιο αὐτὸ ποὺ κάνουν ὅλοι τους!». Καταλάβαινα τὴν ἀδικία νὰ εἶχε σταθεῖ στὸν λαιμό μου καὶ νὰ μὲ πιέζει μὲ πεῖσμα. Δηλαδὴ ἔπρεπε νὰ κρύβομαι στὸ σχολεῖο τώρα; Ἤ ἤθελε νὰ τὸν κυνηγάω νὰ τὸν πιάσω στὰ χέρια μου, γιὰ νὰ γελὰνε οἱ ἄλλοι μὲ τὸ θέατρο; Ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονταν ἦταν παράλογα!
«Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ σοῦ μιλάω συνέχεια γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ!». Τελείωσε τὴν δουλειά της καὶ ἦρθε δίπλα μου. «Ὅλες οἱ καταστάσεις ἑρμηνεύονται μὲ τὴν λογική, ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε ὅσο γίνεται διαυγὴ τὴν εἰκόνα τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ βλέπουμε τὶς ἀδυναμίες μας. Εἶδες πόσο εὔκολα πέφτουμε στὴν παγίδα τοῦ ἐχθροῦ; Εἴδηση δὲν παίρνουμε…».


Σὰν νὰ μὲ ἅρπαξαν τὸ βλέμμα τῆς γιαγιᾶς καὶ ὁ τόνος τῆς φωνῆς της, καὶ τὸ μυαλό μου σταμάτησε νὰ καλπάζει. Ὅσο συνέχιζε νὰ ψάχνει μέσα στὰ μάτια μου νὰ δεῖ ἄν θυμόμουν ἤ ξέχασα, πίεζα τὸν ἑαυτό μου νὰ συγκεντρωθεῖ: “ΜΕ ΤΟ ΤΑΠΕΙΝΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ὍΛΕΣ ΟΙ ΠΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ἘΧΘΡΟΥ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ!”. Ἐκεῖ καταλήγαμε σὲ κάθε συζήτηση. «Μᾶλλον ὁ Κωνσταντὴς δὲν ξέρει τίποτα γιὰ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ γιαγιά, ἀλλὰ δὲν πάει ἄλλο, κάτι πρέπει νὰ κάνουμε! Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτὴ… Ἀκόμα δὲν ἁρπαχτήκαμε, ἀλλὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες εἶναι σὰν νὰ παλεύουμε! ».
«Ὁ Κωνσταντὴς παλεύει μὲ ἕνα ἀγρίμι, παιδί μου! Παλεύει μὲ τὸν ἐγωισμό του, ποὺ τοῦ κάνει τὴν ζωὴ δύσκολη· καὶ ὅσο τὸ ἀπαίσιο ἀγρίμι μεγαλώνει καὶ τὸν κερδίζει στὴν πάλη, τόσο ἡ ἀσχήμια του ἀποτυπώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Κωνσταντή, ὅπως εἶπες».
«Ναὶ ἀλλὰ πρέπει νὰ μάθει κάποια στιγμὴ τί εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμός, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλεῖ τοὺς ἄλλους!».
«Συνήθως ὁ ἐγωισμὸς κρύβει κάποιο πόνο στὴν ψυχή, ἤ κάποιο φόβο. Εἶναι βέβαια καὶ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ σχολείου· ἴσως ὁ Κωνσταντὴς νὰ φοβᾶται μήπως δὲν γίνει ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα παιδιὰ… Ὅμως ὑπάρχουν δύο δόξες: ἡ μία εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἤ τὴν μία θὰ ἔχουμε, ἤ τὴν ἄλλη. Ἄν ὅμως προσκολληθοῦμε στοὺς ἀνθρώπους, τελικὰ ξεπέφτουμε στὴν ἀδοξία!», εἶπε καὶ σηκώθηκε νὰ βάλει τραπέζι.
«Ἔχει κι αὐτὸς τὴν ἀξία του, ἀλλὰ πρέπει νὰ κουραστεῖ γιὰ νὰ μάθει νὰ τὴν προστατεύει! Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι οἱ ἄλλοι δὲν τοὺ φταῖνε!».
«Γεράσιμέ μου ὅταν ἡ καρδιὰ στέκει μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ γεμίζει δειλία, καὶ γίνεται ἀνίκανη νὰ συμμαζέψει τὸ ἀγρίμι ποὺ τὴν κατατρώει καὶ τὴν κάνει σκληρόκαρδη! Ἡ ἀδυναμία κάποιου νὰ ἐλέγξει τὰ πάθη του λέγεται ἀκρασία, δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο τῆς ἐγκρατείας. Βέβαια, τὰ πάθη θεριεύουν ὅταν τὸ μυαλὸ βρίσκεται σὲ κατάσταση πνευματικῆς σύγχυσης, δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο τῆς καθαρότητας τοῦ νοῦ».


«Τί ἔχεις γιὰ φαγητό;», ρώτησα κάνοντας ὄρεξη γιὰ κάτι ἰδιαίτερο. Δὲν ἔφαγα καλὰ στὸ σχολεῖο, καὶ τώρα ἦμουν ἀνοιχτὸς σὲ πολλὲς προτάσεις! Μόλις ἡ ματιά μου ἀποκάλυψε, τί εἶχε μέσα ἡ σαλατιέρα ποὺ ἔφερνε ἡ γιαγιὰ πρὸς τὸ τραπέζι, ἀπογοητεύτηκα! Νόμιζα ὅτι ἕνα χέρι μοῦ μάγκωσε τὴν καρδιά, καὶ δυσκόλεψε τὴν ἀναπνοή…
«Σήμερα ἔχουμε χόρτα», εἶπε κοιτάζοντάς με μὲ σοβαρότητα ὅπως ἀκούμπησε τὸ φαγητό.
«Καὶ ἐγὼ τί θὰ φάω;», ρώτησα ἀναστατωμένος, νιώθωντας σὰν νὰ ἔπεφτα μὲ ἀλεξίπτωτο, καὶ περίμενα μὲ ἀγωνία νὰ δῶ ἄν θὰ ἀνοίξει… «Τὰ χόρτα δὲν μοῦ ἀρέσουν!», δήλωσα ἔχοντας χάσει κάθε καλὴ διάθεση. Πολὺ παλιότερα τὰ ἔτρωγα, ἀλλὰ τώρα οὔτε ποὺ μοῦ περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλό νὰ τὰ πλησιάσω! «Νὰ παραγγείλουμε κάτι γιὰ νὰ φάω, γιαγιά». Ἔπρεπε νὰ μαζέψω τὶς δυνάμεις μου γιὰ νὰ “προστατέψω” τὸν ἑαυτό μου! Ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξηγοῦσα σωστὰ στὴν γιαγιά, γιατὶ τὰ πράγματα εἶχαν δυσκολέψει!
«Πάρε ψωμὶ καὶ ἐλιὲς παιδί μου, ταραμοσαλάτα ἤ φροῦτα. Δὲν ἔχω κάτι ἄλλο, εἶναι πολλὲς οἱ ἡμέρες τῆς νηστείας καὶ δὲν ψωνίζω ἀπὸ ὅλα».
«Ναὶ ἀλλὰ ἀπὸ αυτὰ δὲν τρώω τίποτα ἐγώ!», εἶπα συνειδητοποιώντας μὲ τρόμο ὅτι ἡ γιαγιά δὲν παραγγέλνει ἀπὸ ἔξω.
«Ἀγόρι μου οἱ παλαιότεροι ἔλεγαν, “θὰ φᾶμε ὅ,τι μᾶς πέμπει ὁ Θεός”, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὶς ἀνάγκες μας καὶ μᾶς φροντίζει τὸν καθένα ξεχωριστά! Τὸ φαγητό μας εἶναι εὐλογία ἀπὸ τὸ χέρι Του! Θὰ Τοῦ ποῦμε ἐμεῖς “πάρτο πίσω” ἐπειδὴ εἴμαστε ὑπερήφανοι; Λέγονται τέτοια πράγματα στὸν Θεό;».
«Ναὶ ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὰ φάω τὰ χόρτα, δὲν “πηγαίνουν κάτω”…». Ἡ ταραχὴ ποὺ τρυποῦσε τὴν καρδιά μου, ἐπαναλάμβανε ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου νὰ πάρω τὸ πιρούνι, καὶ ὅτι δὲν γινόταν νὰ ἀντιμετώπιζα τέτοια ψυχρολουσία τώρα ποὺ μὲ ἔσφιγγε ἡ πείνα…
«Άκουσέ με· δὲν τρῶμε μόνο ὅ,τι μᾶς ἀρέσει. Τὸ ταπεινὸ φαγητὸ εἶναι γιὰ τὸν ταπεινὸ ἄνθρωπο. Αὐτὸ ποὺ βάζουμε στὸ τραπέζι μας ἤ θὰ τὸ φᾶμε, ἤ “θὰ μᾶς φάει”! Ὁ Χριστὸς εἶναι ταπεινὸς καὶ θέλει καὶ ἑμᾶς ταπεινούς, νὰ ζητᾶμε ἀπὸ Ἐκεῖνον τὸν “ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον”. Πρέπει νὰ “ἐξαγοράσουμε” τὸν καιρὸ τῆς νηστείας —νὰ μὴ τὸν χάνουμε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια μας δηλαδὴ— καὶ γιὰ λίγες ἡμέρες νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὰ φαγητὰ ποὺ μᾶς δίνουν ἀπόλαυση. Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐκαιρία μας, γιὰ νὰ ἡσυχάσουν οἱ λογισμοί. Ὅταν νηστεύουμε θλίβουμε τὴν κοιλιὰ γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ ἡ καρδιά μας. Ἄν ἀκοῦμε ὅμως τοὺς ἀλαζόνες λογισμοὺς καὶ “περιποιούμαστε” τὴν κοιλιά, μόλις τελειώσει τὸ “προσκύνημά της”, μέσα στὴν ψυχὴ ἁπλώνεται ἕνα λεπτὸ “κλάμα”, ἐπειδὴ ντρέπεται ποὺ νικήθηκε!».
«Ὄχι, εἶμαι ἐντάξει μετὰ τὸ φαγητό. Δὲν καταλαβαίνω τίποτα!».
«Δὲν τὸ διακρίνεις ἐπειδὴ δὲν εἶχες τρόπο νὰ κάνεις τὴν σύγκριση ὥς τώρα. Ἡ σάρκα κάνει πόλεμο στὸ πνεῦμα, τὸ ξέρεις. Ἄν συμμαχοῦμε μαζί της ἐπειδὴ τὴν “ἀγαπᾶμε” περισσότερο, δηλαδὴ δὲν μποροῦμε νὰ τῆς ἀντισταθοῦμε ἀφοῦ εἴμαστε ὑπερήφανοι, ΤΟ “ὙΠΟΤΑΓΜΕΝΟ” ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΔΕΙΛΟ! Ἐπειδὴ ἡ ἀτολμία τοῦ φέρνει δισταγμὸ γιὰ τὰ πάντα, ἀρχίζει νὰ “καλεῖ” τοὺς “τυράννους”· εἴτε εἶναι νέοι ἀλαζόνες λογισμοί, εἶτε εἶναι κάποιοι ἄνθρωποι γύρω μας…».


«Σὲ πειράζει γιαγιὰ νὰ τηλεφωνήσουμε, νὰ ἔρθουν νὰ μὲ πάρουν;». Ἔπρεπε νὰ ἐλιχθῶ γιὰ νὰ προσπεράσω τὴν “νάρκη”.
«Γιατὶ νὰ μὲ πειράζει παιδί μου; Πήγαινε νὰ φᾶς κάτι ποῦ ἀρέσει στὴν κοιλιά σου. Ἄν ἐσὺ θὰ εἶσαι ἐντάξει στὸ σχολεῖο μὲ τὸν Κωνσταντή, καὶ πιστεύεις ὅτι δὲν εἶναι τόσο φρικτὸ νὰ τοῦ “ὑποταχτεῖς”, καὶ νὰ ἀρχίσεις “νὰ γελᾶς” κι ἐσὺ μὲ τὰ “ἀστεῖα του”, θὰ εἶμαι κι ἐγὼ ἐντάξει!». Ἡ συνέπειά της σὲ αὐτὰ ποὺ πίστευε, ἔδειξε ὅτι μιλοῦσε σοβαρά.
«Τί σχέση ἔχει ὁ Κωνσταντὴς μὲ τὸ φαγητό;», εἶπα μὴ βρίσκοντας κάποια σύνδεση ἀνάμεσά τους… Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ γιαγιὰ πάντα ἤξερε τί ἔλεγε, τὸ εἶχα ἐμπεδώσει. Ὅσο καθόταν ἀκίνητη χωρὶς νὰ ἔχει ἀρχίσει τὸ φαγητό της, ἔμενα κι ἐγὼ στὴν θέση μου “παγωμένος” καὶ αἰφνιδιασμένος…
«Θὰ εἶστε ἰσοπαλία μὲ τὸν Κωνσταντή! Ἀντὶ νὰ γίνει ταπεινὸς ὁ Κωνσταντής, θὰ τὸν μιμηθεῖς καὶ θὰ εἶσαι καὶ ἐσὺ ὑπερήφανος! Φαντάζομαι ὅτι δὲν σοῦ φαίνεται πιὰ κακὸ ποὺ ἀφήνει τὸ ἀγρίμι νὰ κάνει τὴν καρδιά του ὑπερήφανη, καὶ διασκεδάζει ὑποβιβάζοντας κάποιον ἄλλο… Ἁπλά ἔτυχε ὁ ἄλλος, νὰ εἶσαι ἐσύ…».
Μὲ κοίταζε μέσα στὴν ψυχή, γιὰ νὰ μετρήσει τὶς κινήσεις ποὺ γίνονταν. Ὄχι, δὲν μποροῦσα νὰ τὸ δεχτῶ! Ἦμουν ἐλεύθερος νὰ πηγαίνω κάπου χωρὶς νὰ μὲ ἐνοχλεῖ κανένας! Ἦταν ὅλοι ὑποχρεωμένοι νὰ μὲ σέβονται, ὅπως τοὺς σεβόμουν κι ἐγώ! Δὲν ὑπῆρχε οὔτε μία περίπτωση νὰ δεχτῶ νὰ συνεχίζει νὰ μὲ γελοιοποιεῖ ὁ Κωνσταντής, ἐπειδὴ δὲν ἔμαθε νὰ βρίσκει τὴν ἀξία του ἐκεῖ ποὺ πρέπει! «Γιαγιά, αὐτὸ μὲ τὸν Κωνσταντὴ πρέπει νὰ σταματήσει!», εἶπα λυγίζοντας μέσα μου, μὴ μπορώντας νὰ κρύψω τὴν φωνή μου ποὺ ῥάγισε! Ἦταν ἀπάνθρωπο νὰ εἶσαι τὸ “παιχνίδι” τῶν ἄλλων!


«Ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ σταματήσει, εἶσαι ἐσὺ παλικάρι μου καὶ αὐτὸ χρειάζεται σθένος! Εἶπες ὅτι δὲν ἁρπαχτήκατε ἀκόμα, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο παλεύετε μὲ τὸ ἀγρίμι σας! Βλέπετε τὴν “ἀγανάκτηση” τοῦ ἐγωισμοῦ νὰ βγαίνει ἀπὸ μέσα σας, ἀλλὰ τὴν ἀφήνετε νὰ γυρίσει κατὰ πάνω σας! Θυμήσου ὅτι καὶ ἐσὺ μίλησες ὑποτιμητικὰ γιὰ τὸν συμμαθητή σου! Ὅσο δὲν ἀντιλαμβάνεσαι τὴν ΚΑΚΟΥΡΓΙΑ τῆς ὑπερηφάνειάς σου καὶ τὴν θεωρεῖς “φίλη σου”, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ βλέπεις νὰ τὴν διαπράττει κι ἄλλος πάνω σου, καὶ ἔτσι νὰ σοῦ ἀποκαλύπτει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπό της! Συνήθως ὅταν βλέπουμε τὴν ἀσχήμια ἀπέναντί μας, ἀποφασίζουμε νὰ μὴν τῆς χαριζόμαστε! Ἄν κοπιάσουμε λίγο, ὁ Χριστὸς ἀμέσως μᾶς βοηθάει!».
«Ναὶ ἀλλὰ πῶς γίνεται νὰ σταματήσω τὸν Κωνσταντὴ ἅμα φάω αὐτὰ τὰ χόρτα, γιαγιά;». Κοίταξα τὸ ταπεινὸ πιάτο ποὺ ἦταν μπροστά μου, καὶ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ “εἶδα” τὴν ταπείνωση ποὺ “γευόμουν” ἔξω ἀπὸ τὸ σχολεῖο παρὰ τὴν θέλησή μου. Μπροστὰ στὸν διαρκὴ πόνο ποὺ μοῦ προκαλοῦσε ἡ δεύτερη ταπείνωση, τὸ νὰ φάω τὸ φαγητὸ τῆς γιαγιᾶς μου ἦταν σὰν “σύντομο χάδι”!
«Ἡ σάρκα κάνει πόλεμο στὸ πνεῦμα, καὶ ἌΝ ἘΜΕΙΣ ΔΕΝ ΤΟ ἸΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ, ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΟΥ, τὸ πνεῦμα “πληγώνεται” καὶ ΦΟΒΑΤΑΙ! Γιὰ νὰ τὸ ἰσχυροποιήσουμε ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΑΜΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΑΡΚΑ! Νὰ τὴν ὑποδουλώσουμε, ὥστε νὰ πάψει ἡ ἀγάπη της νὰ ὑπερισχύει στὴν καρδιά μας! Μαζὶ μὲ τὴν προσευχή, τὴν νηστεία μᾶς τὴν δίδαξε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὸ παράδειγμά Του, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἐλευθερία, ἡ ὁποία προϋποθέτει καθαρότητα τοῦ νοῦ! Ὅταν ἀποφασίζουμε ὅτι ἀπὸ ταπείνωση δὲν θὰ εὐχαριστοῦμε τὸν λάρυγγα, ἀρχίζει σιγὰ σιγὰ ὁ νοῦς νὰ καθαρίζει ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῆς πλεονεξίας, καὶ γενικὰ τὴν ἁμαρτία! Τὸ πνεῦμα γεμίζει θάρρος καὶ ἰσχυροποιεῖται ἡ θέληση στὴν ἐγκράτεια! Ὅσο δουλαγωγοῦμε τὸ σῶμα οἱ λογισμοὶ ἡσυχάζουν, ἡ ψυχὴ θεραπεύεται καὶ ἀνδρώνεται στὸν πόλεμο κατὰ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας! Μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ὅλες οἱ παγίδες καὶ τὰ σχέδια τοῦ ἐχθροῦ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ!».
«Δηλαδὴ εἶναι καὶ ἡ νηστεία θυσία ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό;».
«Ναί, εἶναι τὸ λιγότερο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἀρκεῖ ὅμως ἡ νηστεία νὰ φτάσει μέχρι τὴν καρδιά!».
«Πῶς γίνεται αὐτό;».
«Ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὸν Χριστὸ ἡ ψυχὴ φωτίζεται καὶ ἀρχίζει νὰ “φυτρώνει” μέσα της ὁ Παράδεισος! Συγχωροῦμε τοὺς πάντες, καὶ ὅλοι γίνονται ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ ἌΝΘΡΩΠΟΙ! Ἀπὸ μόνοι μας δὲν μποροῦμε, μᾶς καθοδηγεῖ ὁ Χριστός! Εἶναι τόσο ὄμορφη ἡ ζωὴ μέσα στὴν Ὀρθοδοξία!».
«Δὲν ξέρω πώς θὰ μάθει ὁ Κωνσταντὴς τὴν ἀξία του, ἀλλὰ θὰ τὰ φάω τὰ χόρτα! Δῶσε μου τὸ ψωμί», εἶπα ἀποφασισμένος νὰ δῶ πόσο δύσκολο ἦταν νὰ δυσαρεστήσω τὸν λάρυγγά μου.
«Ἐκεῖνος ποὺ ἐναντιώνεται στὴν ἀκρασία του μὲ τὸ ΤΑΠΕΙΝΟ ΦΡΟΝΗΜΑ, γίνεται ἌΡΧΟΝΤΑΣ Γεράσιμε! Ἄν ἀγωνίζεσαι νὰ ζεῖς “ἀρχοντικά” —δηλαδὴ πρὸς δόξαν Θεοῦ— θὰ σοῦ περισσεύει δύναμη νὰ “συγχωρέσεις” τὸν ἄλλο, δηλαδὴ νὰ τὸν “σπλαχνιστεῖς” γιὰ τὶς ἀνασφάλειες καὶ τὶς φοβίες του, καὶ νὰ τὸν δεῖς σὰν ΔΙΚΟ ΣΟΥ ἌΝΘΡΩΠΟ! Ἄν φωτίσει στὸ βλέμμα σου Ἡ ἈΣΤΡΑΠΗ ΤΟΥ ΘΑΡΡΑΛΕΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ποὺ ΠΕΡΙΦΡΟΝΕΙ ΤΟΝ ΕΓΩΙΣΜΟ ΤΟΥ, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ἡ ἀστραπὴ θὰ γίνει ἀντιληπτή ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ Κωνσταντῆ! Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ ἀπαρνηθεῖ καὶ αὐτὸς τὴν δειλία καὶ νὰ γίνει φίλος σου, ὥστε καὶ οἱ δυό μαζὶ νὰ “κυνηγᾶτε” τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ, ποὺ ἐξασφαλίζει
ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ!

