Μόλις βγήκαμε ἀπὸ τὴν πολυκατοικία ποὺ ἔμενε ὁ Στυλιανός, προσπαθοῦσε νὰ ἀνοίξει τὴν ὀμπρέλα του, ἀλλὰ κάτι δὲν πήγαινε καλὰ καὶ καθυστεροῦσε. Τὸ ὅτι δὲν ἐπεδίωξα νὰ ἀκούσω ἀπὸ τὸ παράθυρό του, τὴν συζήτηση τοῦ Ζακχαίου μὲ τὴν ἀδερφή του, τὴν Νικολία, δὲν μὲ ἐμπόδισε νὰ “ἀπολαύσω” αὐτὰ ποὺ κορόιδευα:
«Συγγνώμη, ποὺ θύμωσα τὸ πρωί· ὅταν μοῦ ζήτησες νὰ πλένω κάθε μέρα τὰ πιάτα, μέχρι νὰ δώσεις τὶς ἐξετάσεις στὰ ἀγγλικά, ἐκνευρίστηκα, ποὺ εἶπες ὅτι κουράζεσαι πολύ. Σὲ ἔβλεπα τὶς προηγούμενες ἡμέρες ποὺ χάζευες, χωρὶς νὰ διαβάζεις, καὶ πείσμωσα, ποὺ οἱ δικοί μας ἔλεγαν ὅτι δὲν ἤσουν καλά». Ὅσο ἀπολογοῦνταν, ἡ φωνὴ τοῦ φίλου μας ἀκουγόταν παρακλητική.
«Δηλαδὴ νὰ μείνω ἥσυχη μὲ τὰ πιάτα;».
Ἡ ἀνακούφιση στὴν ἐρωτηση τῆς Νικολίας, μὲ ἔκανε νὰ ἀγανακτήσω! Δικαίως τότε μόλις ἀπομακρυνθήκαμε χωμένοι κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλα, εἶπα ὅλο νόημα στὸν Στυλιανό: «εἶδες ποὺ σοῦ τὰ ἔλεγα στὸ Ναύπλιο; Δὲν ἐπέμενα ὅτι ὁ ἐνοχικὸς ἄνθρωπος ἀπολογεῖται διαρκῶς γιὰ τὶς πράξεις του;». Χθές, Παρασκευή, εἴχαμε πάει ὁλοήμερη ἐκδρομὴ μὲ τὸ σχολεῖο. Στὸ ἑστιατόριο ποὺ τρώγαμε τὸ μεσημέρι, οἱ περισσότεροι εἶχαν πάρει τὸ μέρος μου, ποὺ ἔλεγα στὸν Στυλιανὸ πὼς ὅποιος ἔχει θέμα μὲ τὴν αὐτοεκτίμησή του, εἶναι ἑπόμενο νὰ ἔχει θέμα μὲ τὶς ἐνοχές! Πὼς αὐτὲς ἀπὸ μόνες τους εἶναι ἕνα θετικὸ συναίσθημα, ποὺ σὲ βοηθᾶνε νὰ καταλαβαίνεις πότε πρέπει νὰ κάνεις “διορθωτικὲς” κινήσεις, στὴν ζωή σου. Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ αὐτὸς ὁ χρήσιμος “αὐτοδιαγνωστικὸς” μηχανισμός, “χαλάσει”, γίνεται ἐπιζήμιος: κάθε φορὰ ποὺ κάποιος δὲν εἶναι καλὰ ἤ τοῦ λείπει κάτι, θεωρεῖς ὑπεύθυνο τὸν ἑαυτό σου καὶ νοιώθεις ἄσχημα! Τότε ὅμως ὅ,τι καὶ νὰ κάνεις γιὰ ἐκεῖνον, φαίνεται νὰ μὴν εἶναι ποτὲ ἀρκετό! Ἄσε ποὺ κανεὶς δὲν σοῦ ἀνταποδίδει τὸ νοιάξιμο… Ἤ τὸ ἄλλο, ποὺ θὰ τύχει νὰ κάνεις καὶ μία σαχλαμάρα, σὰν ἄνθρωπος ποὺ εἶσαι· δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ὑφίστασαι μετὰ τὴν αὐτοτιμωρία, ἐπειδὴ εἶχες πιστέψει πὼς ἤσουν ὁ μόνος ποὺ δὲν θὰ ἔκανε λάθη;
«Λεωνίδα, ἐνοχὴ αἰσθάνεται κάποιος, μόνο ὅταν ἔχει συγκεκριμένο λόγο νὰ μὴν εἶναι μέσα του καλά. Γιὰ τὴν κούραση ποὺ συσσωρεύουμε στὴν ζωή μας, εἴμαστε οἱ μόνοι ὑπεύθυνοι».
Εἴχαμε φτάσει στὸ σπίτι μου, δύο βήματα πιὸ πέρα, ἀλλὰ κρατοῦσα τὸν Στυλιανὸ στὸ πεζοδρόμιο, ποὺ ἦταν εὐκαιρία γιὰ νὰ πῶ ὅσα δὲν πρόλαβα χθές. «Μόνο ποὺ οἱ γονεῖς τοῦ Ζακχαίου καὶ τῆς Νικολίας, εἶναι ἀγχώδεις. Ἄν γυρίζουν στὸ σπίτι τους γεμάτοι ἀπὸ πίεση, δὲν εἶναι εὔλογο ὅτι θὰ πιέζουν τὰ παιδιά τους γιὰ νὰ κάνουν πράγματα, ποὺ θὰ “ἀνακουφίζουν” τοὺς ἴδιους ἀπὸ τὸ ἄγχος; Τὰ πολλὰ “πρέπει” τῶν μεγάλων κάνουν τὰ παιδιὰ ἐνοχικά! Ἐπιτρέπεται, νὰ μὴν μπορεῖ ὁ Ζακχαῖος νὰ πεῖ στὴν ἀδερφή του “ὄχι”, ἐπειδὴ φοβᾶται πῶς θὰ τὸ πάρει ἐκείνη;».
«Κατ’ ἀρχάς, ἀρνοῦμαι νὰ σχολιάσω τί κάνουν κάποιοι στὴν οἰκογένειά τους. Ὕστερα, ἄν ἀσχολούμαστε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τὰ λάθη τους, ἡ λογική μας “φαρμακώνεται” καὶ μετὰ βλέπουμε τὸ κακό παντοῦ· ὅταν πιστεύουμε ὅτι “οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μας”, κουραζόμαστε ἀπὸ τὶς συγκρούσεις μέσα μας, καὶ τὶς ἐνοχὲς ποὺ φέρνουν οἱ κρυφοὶ λογισμοί. Ἔτσι, εἶναι βέβαιο πὼς θὰ ἀρρωστήσουμε!».
«Ὡραῖα, ἄς μιλήσω τότε γιὰ ἐμένα· εἶναι ἀπαράδεκτο, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσουν οἱ ἄλλοι ὅτι θὰ ἐξυπηρετηθοῦν, νὰ ἐνοχοποιῶ τὸ “θέλω μου”! Ὅταν ταυτίζομαι μὲ τὸ ἐνοχικὸ συναίσθημα ὅτι διέπραξα κάτι “κακό”, ἡ πίεση φτάνει τόσο βαθιά, ὥστε νὰ κρίνει ἀκόμα καὶ τὴν ἀξία μου, καὶ νὰ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου πὼς δὲν εἶμαι ὅσο ὑπεύθυνος πρέπει! Ἐν ὀλίγοις ἡ ἐνοχὴ μᾶς κάνει εὐάλωτους στὴν κριτική, καὶ τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ αὐτὸ στοιχίζει στὴν αὐτοεκτίμησή μας… Πόσο μᾶλλον, ὅταν ἡ κοινωνία ἔχει τοποθετήσει μέσα μας τὸν “κριτή της”· ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ τὶς ἐνοχές, μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς καταπιέζει!».
«Μὰ ὅταν δὲν ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀδικήσει κανείς. Ἄν ποῦμε ὅτι δὲν εἴμαστε καλὰ ἐπειδὴ φταίει ὁ ἄλλος, τότε πιστεύουμε τὸ ψέμα μας καὶ δὲν ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τοῦ ἑαυτοῦ μας!».
Ὅταν εἶδα ὅτι εἶχα χάσει τὰ χρήματά μου χθές, στὸ Ναύπλιο, ὁ Στυλιανὸς μοῦ ἔδωσε ἀπὸ τὰ δικά του, καὶ τώρα πρέπει νὰ τὸν καλοπιάνω. «Κοίτα, οἱ γονεῖς μου σπούδασαν στὴν Εὐρώπη, καὶ κατάφεραν νὰ γνωρίσουν νωρίς τὴν πρσωπικὴ ἀνάπτυξη. Ἔμαθαν πὼς οἱ ἐνοχὲς εἶναι “δῶρο” γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε αὐτοὶ νὰ παίρνουν τὰ μέτρα τους στὰ ἑπόμενα βήματά τους· μόλις ὅμως οἱ ἐνοχὲς ἐκτελέσουν τὸν σκοπό τους, πλέον δὲν ἔχουν κανένα λόγο νὰ ὑπάρχουν. Δηλαδή, ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ, ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ! Ἄν θέλουν νὰ ζοῦν “καλά”, μετὰ ἀπὸ τὸ “δίδαγμα” ποὺ ἀποκόμισαν πρέπει νὰ πάρουν ἕνα σφουγγάρι, καὶ νὰ καθαρίσουν τὴν δυσφορία ποὺ ὑπάρχει μέσα τους, ποὺ εἶναι ἕνα ἄχρηστο ἀπομεινάρι…». Τὸν εἶδα ποὺ ἑτοιμαζοταν νὰ διαφωνήσει, καὶ θέλησα νὰ προλάβω νὰ πῶ τὸ σημαντικότερο: «Μόνο ὅταν δὲν συγχωροῦμε ΑΜΕΣΩΣ τὸν ἑαυτό μας, πρέπει νὰ νοιώθουμε ἐνοχές! Μὲ τὴν ἀπενοχοποίηση στηρίζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ πηγαίνουμε παρακάτω, δηλαδὴ ἐξελισσόμαστε, ὅπως ἔχουμε χρέος! Βεβαίως, ἄν ὑπάρχουν παλιότερα τραύματα, ποὺ ὑποχωρήσαμε σὲ συγκρούσεις μὲ ἄλλους, τὰ χρειαζόμαστε καὶ αὐτὰ γιὰ νὰ κάνουμε τὴν ὑπέρβασή μας μὲ δυναμισμό, καὶ κάποια στιγμὴ νὰ τὰ ἐπιλύσουμε!».
«Μόνο ποὺ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες κρατᾶμε τὴν Παράδοσή μας· δὲν ἔχουμε καμία σχέση μὲ τοὺς λαοὺς ποὺ λοξοδρόμησαν ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, καὶ ἀπογυμνώθηκαν ἀπὸ τὴν “εὐθύτητα τῆς καρδιᾶς”. Λεωνίδα, ὅταν λέμε ψέματα στὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸν ῥόλο τῆς ἐνοχῆς, σημαίνει ὅτι δὲν γνωρίζουμε τὴν πραγματικότητά μας, ἤ ἄν τὴν γνωρίζουμε, τὴν διαβάλλουμε καὶ τὴν ἀποφεύγουμε! Κρατώντας ὅμως “ἀπόσταση” ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας ἐσκεμμένα, δείχνουμε ὅτι δὲν τὸν ἀγαπᾶμε —στὴν οὐσία δὲν τὸν ἀποδεχόμαστε— καὶ ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀναπαύουμε τὴν καρδιά μας! Τὸ λογικὸ ἐπακόλουθο, εἶναι νὰ κρατᾶμε ἐσκεμμένα ἀπόσταση ἀπὸ τὸν καθένα…». Τὸν εἶδα νὰ ἀμφιταλαντεύεται ἄν θὰ ἔφευγε, ἤ θὰ ἔλεγε καὶ αὐτὸ ποὺ σκεφτόταν· τελικὰ συνέχισε: «Ὅταν λέμε ψέματα στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ τὰ πιστεύει, φτάνουμε νὰ μὴν πιστεύουμε οὔτε καὶ τοὺς ἄλλους! Μὴν ἐκτιμώντας κανέναν, δὲν ἀγαπᾶμε κανέναν! Θέλοντας νὰ καλύψουμε τὸ ψέμα μας μέσα στὴν κενότητά μας, ἀσχολούμαστε μὲ λαχτάρα μὲ τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ἐπειδὴ ἱκανοποιούμαστε νὰ “ἀνακαλύπτουμε” πὼς ἔχουν πάθη, ἄρα δὲν εἶναι καλοί! Ἔτσι καλύπτουμε τὶς δικές μας ἐνοχές! Λέγοντας ὅτι δὲν εἴμαστε οἱ μοναδικοὶ ποὺ ἔχουμε τὰ χάλια μας, ἡδονιζόμαστε νὰ ξεγελᾶμε τὸν ἑαυτό μας πὼς οἱ ἄλλοι εἶναι χειρότεροί μας, καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς βλέπουμε μὲ σκληρότητα…».
«Γι’ αὐτὸ σοῦ εἶπα γιὰ τὸν “κριτὴ” τῆς κοινωνίας μέσα μας, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶπες τώρα! Ἐπιτέλους, Στυλιανέ, ἐμεῖς εἴμαστε οἱ δημιουργοὶ τῆς ζωῆς μας! Δὲν θὰ παραχωροῦμε τὴν προσωπικὴ δύναμή μας γιὰ νὰ εἶναι οἱ ἄλλοι δυνατοί, καὶ νὰ μᾶς ταράζουν! Θὰ κρατήσουμε τὴν δύναμη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἐπειδὴ μᾶς ἀξίζει νὰ ζοῦμε ἐλεύθεροι, ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὶς ἐνοχές!». Δὲν ξέρω ἄν ἦταν ἡ ἰδέα μου, ὅτι μὲ κοίταξε μὲ ἀμηχανία ὅταν ἀναστέναξε. Ἀφήνοντας τὴν ὀμπρέλα του στὸ πεζοδρόμιο, ἔκατσε στὰ σκαλιὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴν πόρτα μου, δείχνοντάς μου ὅτι εἶχε νὰ πεῖ κι ἄλλα. Θέλοντας νὰ ξεκαθαρίσω πὼς “δὲν πειράζει”, ἄν ταυτίζουμε τὴν σκληρότητα μὲ τὴν δύναμη, ἔκατσα κι ἐγώ, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσω.
«Ἡ Παράδοσή μας λέει, ὅτι ὅταν ἔχω μέσα μου ταραχή, αὐτὸ δείχνει κάποια πάθηση τῆς ψυχῆς. Θέλοντας νὰ “καλύψω” κάποια ἠθικὴ ἐκτροπή μου, κάνω ἐνέργειες ποὺ θὰ “φτιάξουν τὴν ψυχολογία μου”, ὥστε νὰ ξεπεράσω γιὰ λίγο τὴν ταραχή ἀπὸ τὶς ἐνοχές, καὶ νὰ νοιώσω καλά· τότε δυσκολεύομαι νὰ συναντήσω τὴν πραγματικότητά μου, ἐπειδὴ ἀποφεύγω νὰ ἐρευνήσω τὸν πραγματικὸ λόγο τῆς ταραχῆς, ἡ ὁποία συνήθως φέρνει μαζί καὶ τὴν θλίψη. Ἡ ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μου δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ μυαλοῦ ποὺ σκέφτεται, ἀλλὰ ἐξέταση τοῦ κατὰ πόσο εἶναι ἀναπαυμένη ἡ ψυχή, ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς χαρᾶς. Εἶναι ἄλλο τὸ νὰ “ΝΟΙΩΘΩ” καλά, καὶ ἄλλο τὸ νὰ “ΕΙΜΑΙ” καλά! Ὅταν ἡ ἁμαρτία μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Χριστό, μέσα μας “δὲν εἴμαστε” καλά! Ἡ ἁμαρτία μᾶς φέρνει ταραχή, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν κρύψουμε ἀπὸ τὰ μάτια μας, ψάχνουμε νὰ σκορπιστοῦμε σὲ διάφορα “ἀποκούμπια”. Ὅσο δὲν θέλουμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ ψέμα μας καὶ δὲν θέλουμε νὰ μάθουμε ὅτι εἴμαστε ἄρρωστοι, ἐπιδιώκουμε νὰ κάνουμε πράγματα ποὺ μᾶς εὐχαριστοῦν, γιὰ νὰ διασκεδάσουμε τὴν κατάντιά μας, καὶ νὰ φτιάξει γιὰ λίγο ἡ διάθεσή μας…».
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ μᾶς πλησίασε ὁ Ζακχαῖος, καὶ κοιτάζοντας τον Στυλιανὸ εἶπε κάπως ἀνήσυχα: «Τῆς ἀδερφῆς μου τῆς ξανάπεσε ἡ πίεση τὸ μεσημέρι, καὶ τὴν εἶδε γιατρός! Ἄν δὲν μοῦ εἶχες ἤδη πεῖ ὅτι στὸ Ναύπλιο ζαλιζόταν, καὶ πὼς οἱ φίλες της τὴν πῆγαν σὲ φαρμακεῖο γιὰ νὰ τῆς πάρουν τὴν πίεση, δὲν θὰ εἴχαμε ἰδέα τί συμβαίνει… Καὶ πάλι σὲ εὐχαριστῶ!».

«Γιὰ πὲς… Εἶπε ἐκεῖνος ὁ καθηγητὴς στὸν Μενέλαο, ὅτι ἀποκλείει τὴν πιθανότητα νὰ τὸν ἀναλάβει;», ῥώτησα τὴν “πηγή μου”, ποὺ μοῦ ἔφτιαξε τὴν διάθεση ἀπὸ τὴν μία στιγμή, στὴν ἄλλη. Ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἔπαιρνα “τὸ αἷμα μου πίσω”, πλησίαζε! Ὁ Μενέλεος δὲν ὑπολόγισε καλὰ τὰ πράγματα, ὅταν “διοχέτευσε” στὰ παιδιά, ὅτι θὰ ἔπαιρνα προμήθεια ἀπὸ τὸ μαγαζὶ ποὺ προωθῶ —ὑποτίθεται ἀπὸ ἐνδιαφέρον— γιὰ τὸν σχολικὸ χορὸ τοῦ γυμνασίου. Κινδυνεύοντας νὰ χάσω ὄχι μόνο τὴν ἀναγνώριση ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ χρήματα στὰ ὁποῖα ὑπολόγιζα τόσο, ἔγινα πῦρ καὶ μανία μαζί του! Δὲν θὰ ἔχανα ἐγὼ τὰ πρωτεῖα ἐξ αἰτίας του… Ἐννοεῖται πὼς ἀρνήθηκα τὴν “κακοήθεια” καὶ τὰ μπάλωσα, χωρὶς νὰ πῶ σὲ αὐτόν, τίποτα. Ἔτσι κανεὶς δὲν θὰ μὲ συνδέσει μὲ τὸν γνωστό μου, τὸν καθηγητὴ ποὺ θὰ τοῦ ἔκανε πιάνο, ποὺ ἦταν Ο ΜΟΝΟΣ ποὺ ἤθελε ὁ Μενέλαος! Δὲν ἦταν δύσκολο, νὰ μεταφέρω στὸν γνωστό μου πὼς ὁ Μενέλαος μὲ “συκοφάντησε”, καὶ κινδύνεψα νὰ χάσω τὴν ἐκτίμηση τῶν φίλων μου…

Ὁ Στυλιανὸς τοὺς εἶχε μαζέψει ὅλους. «Παιδιά, κάτι πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ τὸν Μενέλαο! Ἀπὸ τότε ποὺ τὸν ἀπέρριψε ὁ καθηγητὴς τῆς μουσικῆς, τὸν βλέπω μέρα μὲ τὴν μέρα νὰ καταρρέει! Νοιώθει ὅτι τὸν ἀδίκησε, ἐπειδὴ τὸν ἀπέρριψε ὡς χαρακτήρα, ὅχι ὡς μαθητή! Ἔχει τόσες ἡμέρες ποὺ ἀπομονώθηκε, τὸ πῆρε πολὺ στραβά! Δὲν πίστευα ὅτι μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἀπελπιστεῖ, ἀλλὰ τώρα τὸ φοβᾶμαι! Ὅπου ὑπάρχει ἀπελπισία, φυτρώνει ὁ θάνατος…».
Ὅταν εἶδα τὸν Μενέλαο μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, τρόμαξα! Εἶχε ἀδυνατίσει καὶ ὅπως κοιταχτήκαμε, εἶδα τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου του ἀλλοιωμένα ἀπὸ τὴν λύπη! Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμή, πάνω στὸ στῆθος μου πιέζει ἕνα βάρος! Κάποια κρυμμένη ἀγωνία ποὺ ποτὲ δὲν μοῦ δημιουργοῦσε προβλήματα, ΤΩΡΑ ΜΕ ΝΙΚΗΣΕ, καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ξεχάσω τὴν δολιοφθορὰ ποὺ ὀργάνωσα… Στὴν προσπάθειά μου νὰ πείσω τὸν ἑαυτό μου πὼς “τὸν συγχωρῶ” καὶ πὼς “εἶμαι καλά”, πῆρα τὰ ψυχαναλγητικὰ ποὺ παίρνει ὅλος ὁ κόσμος: ἄκουσα δυνατὰ μουσικὴ καὶ χόρεψα ὅσο ἄντεχα, εἶδα στὸ διαδίκτυο ὅ,τι πιὸ ἀστεῖο ὑπῆρχε, καὶ τόσα ἄλλα, ὅμως ἡ ἀγωνία συνέχιζε νὰ μεταβάλλεται σὲ ψυχικὸ κενό, σὲ μία ἀνεξέλεγκτη θλίψη! Ὅσο μεγαλώνει ἡ ὀχλαγωγία μέσα μου, τόσο τὸ ἀγχος ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς συγκρούσεις, μὲ ἐξουθενώνει! Γιὰ ποιό σφουγγάρι μιλοῦσαν οἱ γονεῖς μου, ποὺ θὰ διέγραφε τὴν δυσφορία ἀπὸ τὶς ἐνοχές, ποὺ τώρα ἀπομυζοῦσαν τὴν ψυχή μου; Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποφύγουμε τὸν ἔλεγχο τῆς συνείδησης ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτος, ἀδέκαστος, δὲν ὑποχωρεῖ μπροστὰ σὲ κανέναν ἐκφοβισμό, δὲν διαφθείρεται ἀπὸ καμία κολακεία, οὔτε ἀπὸ δωροδοκία, δὲν ἀτονεῖ καὶ δὲν καταπαύει ὁ ἔλεγχός της μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου! Γιατὶ μοῦ ἔκρυβαν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὶς ἐνοχές, καὶ ἔμαθα νὰ τὶς ἀπωθῶ; Ὅπου ὑπάρχει ἀπελπισία, φυτρώνει ὁ θάνατος καὶ σὲ κάθε ἀνάσα, βιώνω μία κόλαση!».

«Στυλιανέ, νοιώθω ὅτι ζῶ ἕνα δικαστήριο ποὺ μὲ κατηγορεῖ, μὲ ἐλέγχει καὶ μὲ καταδικάζει χωρὶς νὰ σταματάει! Ὅλο αὐτὸ προκαλεῖ μέσα μου ἀνήκουστο πόνο! Εἶναι φρικτὸ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ ξεφύγω! Ἅμα ζητήσω συγγνώμη ἀπὸ τὸν Μενέλαο, θὰ τελειώσει τὸ μαρτύριό μου;», ῥώτησα ἐναγωνίως, ἔχοντας παραδεχτεῖ ὅτι ὅσο κρατοῦσα ἐσκεμμένα “ἀπόσταση” ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, μοῦ ἦταν ἄγνωστος. «Προσπαθώντας νὰ ἀπωθήσω τὴν ἐσωτερικὴ πραγματικότητά μου, παραχάρασσα τὸ περιεχόμενο σὲ αὐτὸ ποὺ εἶμαι… Ὅμως ἡ κατηγορία τῆς συνείδησης εἶναι τὸ πιὸ σκληρὸ βάσανο τῆς ψυχῆς! Θέλω νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ ψέμα μου καὶ νὰ ψάξω τὴν “εὐθύτητα τῆς καρδιᾶς”, ποὺ εἶχες πεῖ».
«Λεωνίδα, αὐτὸς ὁ “καθρέφτης” ποὺ ἔχουμε στὴν ψυχή μας, ἡ συνείδηση, μᾶς ὑποχρεώνει νὰ πονᾶμε ἀπὸ τὴν ντροπή μας ὅσο καθρεφτίζεται ἐκεῖ ἡ ἁμαρτία μας, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ μὴν μᾶς ξεγελάει ἡ ψευδοχαρὰ ποὺ γευόμαστε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Γιὰ νὰ ἀποφύγει ὁ ἄνθρωπος τὸ κατηγορητήριο, “δικαιολογεῖ” τὰ πάθη του δίνοντάς τους θετικὴ προσέγγιση, καὶ ὀνομάζοντας τὶς ἁμαρτίες του, “ἀρετές”, τὶς ἀπωθεῖ στὸ χάος τοῦ ἀσυνειδήτου. Ὅσο δὲν ἀποφασίζει νὰ δώσει πνευματικὴ ἑρμηνεία στὶς δυσκολίες τοῦ ἑαυτοῦ του, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΡΘΕΙ ΣΕ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΓΩ ΤΟΥ, δραπευτεύει ἀπὸ αὐτό! Στὴν προσπάθεια νὰ “ὀχυρώσει” τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ τὸν πείσει ὅτι “εἶναι καλά”, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ ἀδικεῖ τὸν ἑαυτό του! Τὸ μόνο ἀντίδοτο, εἶναι νὰ φέρει τὴν ἀσχήμιά του στὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ τὴν καταθέσει στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἱατροῦ τῶν ψυχῶν. Ἔτσι θὰ ἀναγεννήσει τὴν συνείδησή του!».
«Ἀπὸ τὴν μία ἔχω ὅλη τὴν θέληση νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ δὲν σοῦ κρύβω ὅτι ἀπὸ τὴν ἄλλη πανικοβάλλομαι μὲ αὐτὰ ποὺ θὰ συναντήσω…». Ἦμουν τόσο ταλαιπωρημένος, δὲν ἤξερα ποῦ θὰ ἔβρισκα τὸ σθένος νὰ συγκρουστῶ μὲ τὴν ἀσχήμια μου…
«Ἀναγνωρίζουμε στὸν ἑαυτό μας τὴν πραγματικότητα, καὶ δὲν ταράζομαστε νὰ δοῦμε τὴν ἀσθένειά μας —ὅ,τι κι ἄν ἔχουμε κάνει— σημαίνει ὅτι ἔχουμε ἀνδρεῖο φρόνημα, δηλαδὴ τὴν μεγάλη προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς πορείας! Γιὰ νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα, ΑΠΑΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΔΑ, δηλαδὴ νὰ ἔχουμε προσδοκίες ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ! Ἡ εὐθύνη μας εἶναι νὰ ἐπιλέξουμε τὸν κατάλληλο πνευματικό, ποὺ εἶναι ὁ ὁδηγός μας στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ Χριστὸς μέσα στὴν ψυχή, εἶναι Γεύση ποὺ τὴν συγκινεῖ μὲ τρόπο ποὺ δὲν θὰ κατάφερνε νὰ εὐχηθεῖ ἀπὸ μόνη της! Εἶναι Φιλία ποὺ δίνει κάτι σὰν πρωτοφανέρωτη “δικαίωση”, ποὺ ὅμως ἐνημερώνει τὴν ψυχὴ ὅτι εἶναι ἄδικη! Ὡστόσο ἐκείνη νοιώθει “δικαίωση” ὡς πρὸς τὸ “σωστὸ σημεῖο” ποὺ στέκεται, δηλαδὴ πεσμένη στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ! Τότε ἡ βεβαιότητα τῆς ψυχῆς ὅτι εἶναι ἄδικη, γίνεται τὸ κίνητρο νὰ θέλει περισσότερη Γεύση ποὺ “δικαιώνει”, ὄχι ἐπειδὴ ἔκανε κάτι σωστό, ἀλλὰ ἐπειδὴ συγκλονίζεται ἀπὸ μετάνοια γιὰ τὶς ἄδικες πράξεις της!

«Μόλις συνειδητοποιήσουμε τὶς ἁμαρτίες μας, ὁ Χριστὸς ἔρχεται κοντά μας!», εἶπα στὸν Στυλιανὸ καὶ τὸν Μενέλαο, ὅπως ἐπιστρέφαμε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ γνωστοῦ μου, τοῦ καθηγητῆ του στὸ πιάνο· ὁ ὁποῖος ἀνακουφίστηκε ἀπὸ τὴν ἀθωότητα τοῦ Μενέλαου, καὶ τοῦ δήλωσε πὼς θὰ ξεκινοῦσαν ἀμέσως τὰ μαθήματα. «Ἡ ψυχὴ ποὺ χαίρεται γιὰ τὴν εἰρήνη ποὺ ἀπολαμβάνει, ξέροντας ὅτι δὲν ἔχει παραβεῖ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, δείχνει τὸν ἔμφυτο πόθο της γιὰ τὸ καλό!». Τώρα ποὺ ἐπικοινωνῶ μὲ τὴν καρδιά μου, ἔνοιωθα ὅτι τὸ συναίσθημα ποὺ εἶχε νεκρωθεῖ, ξαναζωντάνεψε, καὶ μποροῦσε νὰ πάλλεται μέσα μου ἡ συμπάθεια πρὸς τοὺς ἄλλους, καὶ ἡ αἰσιοδοξία! Μπόρεσα ἀκόμα καὶ νὰ ἀποκωδικοποιήσω τὴν ἀντιπάθειά μου γιὰ τὸν Μενέλαο, ὡς τὸν ἔλεγχο ποὺ αἰσθανόμουν, ἀπὸ τὴν ἀκεραιότητά του! Μόνο ποὺ ἡ “πρόοδος τῆς κοινωνίας” μὲ συνήθισε νὰ γελοιοποιῶ τὶς ἐνοχές μου, γιὰ νὰ “κερδίζω” τὴν ψευδοχαρά, ἐνθαρρύνοντάς με σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Χριστό, καὶ τοὺς ἀνθρώπους… Δόξα τῷ Θεῷ, τώρα δὲν χρειάζομαι χρήματα γιὰ νὰ “ὀχυρώνω” τὸν ἑαυτό μου. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δίνεται δωρεάν, δηλαδὴ χωρὶς νὰ Τὴν ἀξίζουμε πραγματικά! Αὐτὸ τὸ κατάλαβαν ὅλα τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο, μετὰ τὴν δημόσια συγγνώμη μου πρὸς τὸν Μενέλαο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ παιδιά. Δὲν ἔχω ἀνάγκη πλέον νὰ “νοιώθω” καλά. Παίρνω τὰ πράγματα ὅπως ἔρχονται, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ χρειάζεται πνευματικὴ γενναιότητα, ἔχω τὴν ἐλπίδα μου στὸν Χριστό!
Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων
ὁ πάντων Χρεωλύτης ἀνθρώπων͵
ἐπεδήμησε δι΄ Ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς Αὑτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούϊα.
με πράσινο χρῶμα εἶναι λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

