«Τὸ τηλέφωνό μου, ΔΕΝ ΜΕ ΘΕΛΕΙ!», εἶπα ὅλο νεῦρα. «Δὲν ξεκίνησε καλὰ ἡ ἡμέρα σήμερα…». Προσπαθοῦσα νὰ βρῶ μία συγκεκριμένη ἀνάρτησή μου στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, γιὰ νὰ τὴν δείξω στὴν Εὐμορφία, ποὺ ἐπιμένει ὅτι πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε τοὺς ἀνθρώπους. «Ἐδῶ εἶναι, τὴν βρῆκα. Τώρα μᾶλλον θὰ χάσεις τὴν μιλιά σου…».
Ὅταν κάποιος νοιώθει ἀνασφαλής, ἀνεπαρκής, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὸν ἑαυτό του κοιτάζει νὰ ἐπιβληθεῖ στοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ δὲν πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ τὰ βγάλει ἀλλιῶς πέρα μαζί τους. Ἀπὸ τὴν μειονεξία του γίνεται ἐπιθετικός, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἔχει δύναμη! Ὅσο πιὸ κακὴ ἤ ἐνοχλητικὴ εἶναι ἡ συμπεριφορά του, τόσο λιγότερη σιγουριὰ αἰσθάνεται, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει τὸν φόβο του…».
«Μαρίνα, συγκρουόμαστε μὲ τοὺς ἄλλους ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε τὶς ἀνάγκες τους! Τοὺς βλέπουμε σὰν νὰ εἶναι “φωτογραφίες”, ἐπίπεδους καὶ τοὺς περιφρονοῦμε! Οἱ συγκρούσεις φέρνουν εἴτε ἐνοχές, εἴτε τὴν ἀναισθησία, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ φοβᾶται! Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψουμε μία τέτοια κατάσταση, ὡς πολιτισμένη. Βεβαίως, αὐτὸ ξεκινάει ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ποὺ δὲν ξέρουμε οὔτε τὶς δικές μας ἀνάγκες, ἄρα τὶς περιφρονοῦμε! Γιατὶ νὰ θυμώνουμε μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ “βρισκόμαστε στὸν ἀέρα”, ὅταν ἐμεῖς περπατᾶμε στὰ σύννεφα;».
«Οἱ “ἄλλοι” εἶναι εἴτε “ἀντίπαλοι”, εἴτε θέλουν μονίμως αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς! Ἡ Ῥοζαλία στὴν τάξη μου, εἶναι κι αὐτὴ ἰσχυρὴ προσωπικότητα. Εἶναι λόγος αὐτὸς νὰ ἐπιμένει νὰ ἀκολουθῶ πάντα τὶς προτάσεις της, ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι εἶναι οἱ μόνες “σωστές”; Μὲ ποιὰ λογικὴ κάνει πὼς ξέρει καλύτερα ἀπὸ ἐμένα τί σκέφτομαι, τί θέλω, καὶ τί ἔχω ἀνάγκη; Δὲν εἶναι αὐτονόητο νὰ τὴν ἀπορρίπτω, ποὺ μὲ πνίγει μὲ τὴν στάση της; Πρώτη ἐκείνη αὐτο- ἀπορρίπτεται, καὶ νιώθει μειονεξία…». Κακῶς ἔχασα πάλι τὴν αὐτοκυριαρχία μου· δὲν μοῦ ἀξίζει νὰ κουβαλάω τὰ φορτία τῶν ἄλλων! «Φαίνεται ὅτι θέλει “τὸ καλό μου”, κάνοντας τὸν “ξερόλα”, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα θέλει νὰ καλύψει τὶς ἐλλείψεις της. Ἐννοεῖται ὅτι μόλις ἀρχίζει ὁ θυμὸς νὰ μὲ πιέζει, ἀποφασίζω ὅτι θὰ ἐλέγχω τὴν ζωή μου, καὶ προσπαθῶ νὰ παραμένω ψυχρή, νὰ μὴν τὸ παίρνω προσωπικά! Ὅποτε κάνω τὸ λάθος νὰ ἐκνευριστῶ, καὶ φαίνεται στὰ μάτια μου ὅτι θύμωσα καὶ πληγώθηκα, ἡ Ῥοζαλία καταλαβαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ “παίζει” μὲ τὴν ψυχολογία μου! Σχεδὸν ἐθίστηκε μὲ αὐτὴ τὴν αἴσθηση ἐξουσίας, ὅτι ἔχει τὴν δύναμη νὰ κυριαρχεῖ πάνω μου!».
«Ναὶ ἀλλὰ ὅταν ἀπορρίπτεις κάποιον, δὲν τὸν κρίνεις ὅπως σὲ βολεύει; Θέλοντας νὰ ἔχεις πάντα τὴν πρωτιά, πάντα θὰ συγκρούεσαι! Ἄν δὲν συμβάλλεις ὥστε νὰ προστατεύσεις τὴν ἀξία τοῦ ἄλλου, δὲν μπορεῖς νὰ ὑπερασπιστεῖς οὔτε τὴν δική σου…».
«Δὲν σκοπεύω νὰ εἶμαι “τὸ καλὸ παιδί”, Εὐμορφία! Δὲν σφάξανε! Πῶς θὰ ἐπιβιώσω μὲ τὴν Πανδώρα, μοῦ λές; Ποὺ βλέποντας κάτι καινούργιο πάνω μου, τὴν πιάνει τὸ παράπονο ποὺ δὲν τῆς ἀφιερώνω χρόνο γιὰ νὰ μὴν μένει πίσω στὶς ἐξελίξεις, καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὰ “μοῦτρα” καὶ τὴν μουρμούρα της; “Μὲ ὅλους ἀσχολοῦμαι, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη”, ἔτσι πηγαίνει καὶ λέει… Αὐτὴ δὲν μὲ κρίνει “μὲ τὸ γάντι”, ποὺ μὲ γεμίζει καὶ ἐνοχές; Ποὺ μοῦ ἀπορροφᾶ ὅλη τὴν ἐνέργεια μὲ τὴν παθητικὴ ἐπιβολή της, καὶ μὲ κάνει νὰ νιώθω ἀπαίσιος ἄνθρωπος;».
«Μὰ ὅταν παίρνουμε λάθος φάρμακο γιὰ τὴν ἀρρώστια μας, αὐτὸ ἀντὶ νὰ μᾶς γιατρεύει, μᾶς ἀρρωσταίνει ἀκόμα περισσότερο· ὅσο δὲν τὸ ξέρουμε ὅμως, συνεχίζουμε νὰ τὸ παίρνουμε. Ἔ, τότε ἀρχίζει τὸ χάος, ὅπου τὰ πάντα προχωρᾶνε πρὸς λάθος σημεῖο!».
Ἕνα κύμα ἀπογοήτευσης, ἔβαψε τὰ μάγουλά μου. Ναί, ΟΛΑ πρὸς λάθος σημεῖο… Ἔχοντας συμπεράνει πὼς τὸ νὰ μάθω νὰ διεκδικῶ, ἦταν ἀπὸ τὰ βασικότερα “ἐφόδια” ποὺ ἐπιβαλλόταν νὰ ἀποκτήσω, προέκυπτε ὅτι ἡ καταξίωση προερχόταν ἀπὸ τὴν “ἐξουδετέρωση” τοῦ ἄλλου. Γιατὶ ὅμως τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὴν κατάφερνα, κατὰ βάθος ἔνιωθα νικημένη; Πόσο ἀνάποδος ἦταν ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε; Τί ἄλλο ἔπρεπε νὰ κάνω γιὰ νὰ νοιώσω ὅτι δικαιώνομαι; «Ἐγὼ τὸ χάος στὴν ζωή μου, τὸ βλέπω σὰν ἕνα χαρτί, ποὺ μοῦ τὸ ἔδωσαν γιὰ νὰ ὑπογράψω χωρὶς νὰ τὸ διαβάσω κάν: “Δηλώνουμε ὅτι ἐξηγήσαμε πλήρως καὶ ἀναλυτικῶς ὅλες τὶς παραγράφους στὴν Μαρίνα, καὶ ἀφοῦ βεβαιωθήκαμε ὅτι μελέτησε ὅλα τὰ κρίσιμα σημεῖα τῆς ζωῆς της, συμφωνεῖ καὶ ὑπογράφει…».


«Μαρίνα, τὸ χάος ἔρχεται ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὸ σωστὸ ἀπὸ τὸ λάθος».
«Αὐτὸ τὸ παθαίνει ὅποιος δὲν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν προσωπικὴ ἀνάπτυξη, καὶ μένει ὑπανάπτυκτος! Δὲν τὸ λέω γιὰ ἐσένα, ποὺ περνᾶς πολλὲς ἡμέρες στὸ κρεβάτι, ἐσὺ βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν “ζούγκλα” τῶν ἀνθρώπων». Ἡ Εὐμορφία εἶναι τρίτη ξαδέλφη μου. Ἡ οἰκογένειά της μετακόμισε προσφάτως ἀπέναντι ἀπὸ τὸ διαμέρισμά μας, γιὰ νὰ βρίσκονται δίπλα στὸ νοσοκομεῖο τῆς Εὐμορφίας. Ἔτσι θὰ μποροῦσα νὰ τῆς κρατάω συντροφιὰ καὶ ἐδῶ στὸ σπίτι της, καὶ μέσα στὸ νοσοκομεῖο. Ὅταν συνειδητοποίησα πὼς τῆς μιλοῦσα ἀπρόσεκτα, κατάλαβα πόση ὑπομονὴ εἶχε μαζί μου, ἀλλὰ καὶ τὸν λόγο ποὺ συνήθιζε νὰ λέει, ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύτιμοι! Στὸ σχολεῖο πάντως καμαρώνουμε ποὺ ῥυθμίζουμε τὴν ζωή μας μὲ τὶς γνώσεις τῆς προσωπικῆς ἀνάπτυξης, καὶ βάζουμε “ἀγῶνες” ποιὸς θὰ ἔχει τὸν περισσότερο ἔλεγχο μέσα στὴν “ζούγκλα” τῶν ἀνθρώπων…
Ὅπως ἦταν ξαπλωμένη ἡ Εὐμορφία, ἀνασηκώθηκε καὶ στήριξε τὴν πλάτη της στὸν τοῖχο, ἀκουμπώντας στὸ μαξιλάρι. Πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι της ὑπῆρχε μία τεράστια εἰκόνα μὲ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ. Στὶς ἕξι Αὐγούστου γιόρταζε καὶ ἡ Εὐμορφία, καὶ μία ἴδια εἰκόνα, τὴν εἶχε πάντα μαζί της στὸ κομοδίνο τοῦ νοσοκομείου. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νοιώθει ὅτι δὲν τοῦ “ἀναλογεῖ” κάτι, καταλαβαίνει ὅτι ἔχει χάσει τὴν πνευματικὴ περιουσία του· τότε γίνεται “ἁρπακτικό”! Σὲ ὅτι δὲν συμφωνεῖς, νὰ μιλήσεις. Ἐκεῖ, στὸν δρόμο τῆς ἀπωλείας, ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ μὴν φαίνεται ἡ φτώχεια του, εἶναι νὰ καταληστεύσει τὴν πνευματικὴ περιουσία τῶν ἄλλων. Ὁ ἀτομικισμός, αὐτὸ τὸ ὀνομάζει “δικαίωση”! Ἀκόμα κι ἄν ὑπέγραψε τὸ χαρτὶ ποὺ εἶπες, χωρὶς νὰ τὸ διαβάσει, ὅ,τι δὲν τοῦ πηγαίνει καλὰ μέσα του κάθε στιγμή, μπορεῖ νὰ τὸ συνδέσει μὲ τὸ ψέμα —ἀρκεὶ νὰ εἶναι ταπεινός. Μετά, ποιός θὰ τὸν ἐμποδίσει νὰ ἐρευνήσει τὴν Ἀλήθεια; Μαρίνα, δὲν ὑπάρχουν συνένοχοι στὸ χάος! Ἄν δὲν ζητᾶμε νὰ νοιώθουμε τὴν Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ εἴμαστε γεμάτοι καὶ νὰ θέλουμε νὰ δώσουμε, ναὶ τότε γινόμαστε μειονεκτικοί, καὶ ὁ μοναδικὸς τρόπος γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τὴν δυσφορία μας, εἶναι νὰ δημιουργοῦμε συγκρούσεις…».
«Κι ἄλλες φορὲς εἶπες γιὰ τὴν ταπείνωση, ἀλλὰ σὲ ἐμένα φαίνεται παράλογη. Κάτι ποὺ δὲν καταλαίνω, δὲν τὸ ἐμπιστεύομαι! Δὲν ξέρω, ἴσως μοῦ λείπουν στοιχεῖα, ἀλλὰ καὶ πάλι, ἡ ἀπάντηση στὶς φουρτούνες δὲν εἶναι νὰ γίνεις θύμα… Τέλος πάντων, ἄλλο μὲ καίει ἐμένα· μόνο ὅταν καταφέρω νὰ ξεχωρίσω ἀπὸ ὅλους, θὰ τοὺς πείσω ὅτι εἶμαι φτιαγμένη γιὰ νὰ κάνω πολλὰ πράγματα!». Κάθε φορὰ ποὺ τὸ κρυφό μου μαράζι χτυποῦσε ἴσια στὴν καρδιά, τὴν φαρμάκωνε. Ντρεπόμουν νὰ πῶ ὅτι λαχταροῦσα νὰ ζήσω τὴν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, νὰ ἀνταλλάσσω τὸν χρόνο μου μὲ “μεγαλεῖα”! Ὅσο ὅμως δὲν ἔχω συγκεντρώσει περισσότερα δεδομένα πάνω στὴν “ἰδέα μου”, ἁπλῶς σκοτώνω τὴν ὥρα μου. Αὐτὸ ἦταν ἄδικο, καὶ πάντα τὸ ἄδικο πονάει!
«Τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ μιλᾶμε πολύ, δὲν ἔχω καταλάβει ἄν μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις τὸ “πηγαίνω μπροστά”, ἀπὸ τὸ “ὀπισθοδρομῶ”! Μαρίνα, τὰ ξένα πρότυπα ποὺ σὲ περιβάλλουν ἀμβλύνουν τὴν συνείδησή σου, τὴν κάνουν πλαδαρή, χωρὶς νὰ ἐπεμβαίνεις! Ἐνῶ στὸ βάθος εἶσαι ἔντιμη καὶ λάμπεις ἀπὸ εὐγένεια, “θολώνεις”, καὶ στὶς σχέσεις σου λειτουργεῖς χωρὶς ἦθος… Ὅταν καμαρώνεις ποὺ μοῦ περιγράφεις τὰ “κατορθώματά σου” στὸ σχολεῖο, στὸ μυαλό σου φαντάζεσαι ὅτι ἔκανες ἄθλο, ἀλλὰ στὴν οὐσία μοῦ περιγράφεις κάποια ἀθλιότητα!». Μόνο μετὰ ἀπὸ λίγες στιγμὲς ποὺ σταμάτησε, κατάλαβα τί ἄκουσα! «Ἡ κακὴ συνήθεια ποὺ πολυκαιρίζει μέσα στὴν ψυχή, τὴν κυριεύει», συνέχισε, «καὶ ἀποκτᾶ “δύναμη φύσεως”! Πές μου, τί πολλὰ πράγματα θὰ μπορέσεις νὰ κάνεις μὲ μία “τέτοια” δύναμη; Ὅταν κάνεις κάτι γιὰ καιρό, σταματᾶς νὰ σκέφτεσαι ἄν εἶναι λογικὸ ἤ δίκαιο, ἁπλῶς συνεχίζεις νὰ τὸ κάνεις…».
Ἡ διαφορά μου ἀπὸ τὴν Εὐμορφία ἦταν ὅτι γνώριζε ἀπό πόνο, καὶ γι΄ αὐτὸ εἴχαμε διαφορετικὴ ἀντίληψη περὶ ὑγείας. Εἶχε πεῖ —ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες— ὅτι ἄν ἡ εἰκόνα τῆς ὑγείας δὲν εἶναι σαφής, ὅπως καὶ τοῦ τρόπου ποὺ αὐτὴ ἐκδηλώνεται, ἤ προστατεύεται, ἤ ἐπισημαίνει τοὺς ἐχθρούς της, τότε τὴν προδίδεις! Τὴν ἀνταλλάσσεις μὲ “δύναμη”, δηλαδὴ ἐξαπατᾶσαι, καὶ αὐτὸ φαίνεται ὅσο ἡ ὑγεία σου πηγαίνει ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο… Νὰ εὔχεσαι, εἶπε, νὰ μὴν εἶσαι ἑτοιμοθάνατος ὅταν ἀνακαλύψεις, ὅτι τὸ ψέμα εἶναι ἀπὸ μόνο του ἀρρώστια. Τόσο ἔξω ἀπὸ τὸν σκεπτικὸ τῆς προσωπικῆς ἀνάπτυξης, τὰ “μαθηματικά” της μοῦ φαίνονται σὰν “Γόρδειος δεσμός”: μὲ τὴν αὐτοθυσία διπλασιάζεις τὴν δύναμή σου, τὴν στιγμὴ ποὺ τὴν ἀπαρνεῖσαι ἐθελοντικῶς! Αὐτὸ γίνεται, ὅταν γιὰ δύναμή σου, ἔχεις τὴν ἀγάπη! Πῶς νὰ τὸ καταλάβω ἐγὼ αὐτό; «Ὡραῖα, λοιπόν, ἔλα νὰ τὰ πάρουμε ὅλα ἀπὸ τὴν ἀρχή· εἶχες πεῖ ὅτι ὁ γνήσιος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, βγάζει τὸ περιττὸ βάρος ποὺ τοῦ φόρεσε ἡ κοινωνία, τὰ “παράσημά της”, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἀσκηθεῖ. Ὅμως, χωρὶς “παράσημα” πρωτιὰ δὲν ὑπάρχει! Ἀπόδειξέ μου ὅτι μὲ τὴν ταπείνωση, μπορεῖ κάποιος νὰ ξανακερδίσει τὴν πνευματικὴ περιουσία του, ὅπως εἶπες, γιὰ νὰ μὴν χρειάζεται νὰ γίνει “ἁρπακτικό”!». Πῆρα τὸ πιάτο ἀπὸ τὸ τραπεζάκι, μήπως κατάφερνα νὰ τῆς δώσω ἀκόμα λίγες κουταλιὲς ἀπὸ τὴν σούπα της. Τρώει σὰν πουλάκι, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίζεται…


«Λοιπόν, ἄκου: παρόλο ποὺ ὁ Κύριος εἶχε κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ, καὶ παρὰ τὸ θεῖο καὶ ἄπειρο Μεγαλεῖο Του, τὸ βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ζώστηκε τὸ λέντιο, μία ποδιὰ ποὺ φοροῦσαν οἱ δούλοι, καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων1! Ὁ Διδάσκαλος ὑπηρέτησε τοὺς μαθητές Του! Τοὺς ἐξήγησε, ὅτι τοὺς ἔδωσε ἕνα τέλειο παράδειγμα, πῶς ὄφειλαν νὰ πλένουν μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη, ὁ ἕνας τὰ πόδια τοῦ ἄλλου! Τοὺς ἔδωσε νὰ καταλάβουν, πὼς ἄν Ἐκεῖνος, ποὺ ἦταν ὁ Κύριός τους, ταπεινώθηκε τόσο ἀπέναντί τους ὥστε νὰ τοὺς πλύνει τὰ πόδια καὶ νὰ τὰ σκουπίσει μὲ τὴν ποδιὰ ποὺ φοροῦσε, πόσο μᾶλλον ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν συνδούλοι μεταξύ τους, ἔπρεπε νὰ ὑπηρετοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ πρόθυμη ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη! Πιστεύω καταλαβαίνεις, ὅτι τὸ δίδαγμα ξεπερνάει τὴν κυριολεξία τοῦ πλυσίματος τῶν ποδιῶν. Γιατὶ ὅμως δίδαξε ὁ Κύριος τοὺς μαθητές Του, νὰ μένουν μακριὰ ἀπὸ τὴν πρωτιά;».
«Ποῦ νὰ ξέρω; Ἐγὼ στὴν καθημερινότητα κοιτάζω μόνο, νὰ βλέπω τὸ ποτήρι μισογεμάτο. Πῶς τὴν ἐννοῦσε ὁ Χριστὸς τὴν πρωτιά;».
«Γιὰ νὰ δοῦμε… Τὴν πρωτιὰ εἶχε ἕνας πλούσιος μὲ πολυτελὴ ροῦχα, σὲ μία παραβολή2, ποὺ καθημερινῶς στὸ σπίτι του διοργάνωνε φαγοπότι. Στὴν ἐξώπορτά του, ἦταν παραπεταμένος ὁ Λάζαρος, ἕνας φτωχὸς ποὺ ἀγωνιζόταν νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἦταν ἄρρωστος, γεμάτος ἀπὸ πληγές, καὶ τὰ σκυλιὰ πήγαιναν καὶ τοῦ τὶς ἔγλειφαν! Ὅταν πέθανε ὁ Λάζαρος, οἱ ἄγγελοι τὸν ἀνέβασαν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, μαζὶ μὲ τοὺς δίκαιους. Ὅταν πέθανε ὁ πλούσιος, ἡ ψυχή του κατέβηκε στὸν Ἅδη καὶ φώναζε στὸν Ἀβραάμ, νὰ στείλει τὸν Λάζαρο νὰ τοῦ δροσίσει τὴν γλῶσσα μὲ ἐλάχιστες σταγόνες νεροῦ. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε πὼς ὅλα τὰ “καλὰ” ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσαν, ὁ πλούσιος τὰ ἀπόλαυσε ἤδη ὅσο ζοῦσε, καὶ τώρα τοῦ ἔμεινε ὁ καιρὸς τῆς ὀδύνης. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ποὺ γνώρισε μόνο βάσανα, δικαιοῦνταν νὰ εὐφραίνεται καὶ νὰ παρηγορεῖται. Ὅταν ὁ πλούσιος τοῦ ζήτησε νὰ στείλει τὸν Λάζαρο γιὰ νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδελφούς του, νὰ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς γιὰ νὰ μὴν καταλήξουν κι αὐτοὶ στὸν τόπο τῶν βασάνων, ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε, πὼς τὰ ἀδέλφια του ὀφείλουν νὰ ἀκούσουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες. Στὴν διαμαρτυρία τοῦ πλουσίου, ὅτι ἄν ἀνασταινόταν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, τότε σίγουρα τὰ ἀδέλφια του θὰ μετανοοῦσαν, ὁ Ἀβραὰμ ἀντιγύρισε πὼς ὅταν κάποιος δεν πειστεῖ ἀπὸ τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, δὲν θὰ πειστεῖ οὔτε ἄν ἐπιστρέψει κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς…».
“Ἐξηγώντας” στὸν ἑαυτό μου πὼς δὲν εἶχα ὅλα τὰ δεδομένα, γιὰ να δεχτῶ ὡς “δίκαιο” τὸν τόπο τῶν βασάνων γιὰ τὸν πλούσιο, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ δὲν ἔδινε λίγο ἀπὸ τὸ φαγητό του στὸν φτωχό, μέσα μου κινήθηκε μία ἀντίδραση: «Ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ δώσει μία εὐκαιρία στοὺς ἀνθρώπους· ἄν ἀνάσταινε τὸν Λάζαρο, τότε γιὰ ὅλους θὰ γινόταν ΗΛΙΟΥ ΦΑΕΙΝΟΤΕΡΟ πὼς ὄφειλαν νὰ ἀλλάξουν τὸν τρόπο σκέψης τους!».
Ἡ Εὐμορφία εἶχε κουραστεῖ. Μὲ κοίταξε μὲ συμπάθεια, καὶ εἶπε ἄτονα: «Μὰ τὸ ἔκανε ΚΑΙ ΑΥΤΟ! Ἀνέστησε ἕναν ἄλλο Λάζαρο, τὸν φίλο Του, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν τάφο ἤδη τέσσερις ἡμέρες! Ὅπως τὸ εἶπε ὁ Ἀβραάμ, οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἄλλαξαν! Ὅσοι εἶχαν τὰ “παράσημα” τῆς τότε κοινωνίας, “θύμωσαν” μὲ τὸν Λάζαρο, ποὺ ἐπέστρεψε στὴν ζωή! Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ὀφειλή μας νὰ μελετᾶμε τὶς Γραφές, ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει. Στὴν Καινὴ Διαθήκη μᾶς διδάσκει ὁ Ἴδιος ὁ Πλάστης μας, γιὰ τὶς ἀνάγκες ποὺ ἔχει ἡ ψυχὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε, γιὰ νὰ καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ πρόσκαιρη πρωτιὰ εἶναι αἰώνια καταδίκη!». Κατέβασε τὸ μαξιλάρι της καὶ ξάπλωσε, δίνοντάς μου νὰ καταλάβω ὅτι εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ὕπνο. Σὰν μέσα σὲ αἴσθηση πὼς εἶχαν ἔρθει τὰ πάνω, κάτω, τῆς χαμογέλασα καὶ τὴν ἄφησα νὰ κοιμηθεῖ.

Στὸ δωμάτιό μου μπῆκα μὲ ἀνάμεικτα συναισθήματα. Ὅταν χρησιμοποιοῦσα τὴν παροιμία “γελάει καλὰ ὅποιος γελάει τελευταῖος”, τῆς ἔδινα πάντα ἐκδικητικὴ χροιά. Μοῦ ἦταν πρωτόγνωρο, στὸ τέλος νὰ “τακτοποιηθεῖ” κάποιος ποὺ ὑπέφερε τὰ πάνδεινα, ἤ ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, ποὺ ἦταν “θύμα”. Ἀπὸ τελευταῖος, ὁ φτωχὸς Λάζαρος ἦρθε πρῶτος… Ὁ πλούσιος ἦταν “ἁρπακτικό”, ὄχι ἐπειδὴ ἅρπαξε κάτι ἀπὸ τὸν Λάζαρο, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν τοῦ προσέφερε αὐτὸ ποὺ εἶχε ἀνάγκη! Αὐτὴ ἦταν ἡ πνευματικὴ περιουσία ποὺ εἶχε χάσει; Πάντως ἡ “πρωτιὰ” ποὺ τοῦ ἔδινε τὸν ἔλεγχο μέσα στὴν “ζούγκλα” τῶν ἀνθρώπων, ξέφτισε διὰ παντός! Ἡ ἐσωτερικὴ προσοχή μου βρισκόταν τεταμένη, ἕτοιμη νὰ στραφεῖ πρὸς κάθε κατεύθυνση ποὺ ἄξιζε. “Τὸ κακὸ εἶναι κακό, κι ἄν φαίνεται, κι ἄν δὲν φαίνεται!”, ἦρθε σὰν ἐσωτερικὸ τηλεγράφημα, ἡ φράση ποὺ εἶχα διαβάσει στὸν “ψηφιακὸ τοῖχο” τῆς Εὐμορφίας —τότε ποὺ τὸ ῥητὸ μὲ ἔκανε νὰ “εὐθυμήσω(!)”… Ἀναζητώντας το καὶ πάλι στὴν ἠλεκτρονικὴ ἐφαρμογή, μεταξὺ ἄλλων ἀναρτήσεών της ἐντόπισα καὶ μία φωτογραφία τῆς παραβολῆς μὲ τὸν Λάζαρο, καὶ τὸ χωρίο ὅπου θὰ μποροῦσα νὰ τὴν διαβάσω καὶ μόνη μου. Νιώθωντας μία “τρυφερὴ” ἐνεργητικότητα νὰ μὲ ζεσταίνει ἐσωτερικά, λαχτάρισα νὰ “ἐξιχνιάσω” τὶς ἀναγκες τῆς ψυχῆς, καὶ πῆρα τὴν Καινὴ Διαθήκη τοῦ μακαρίτη τοῦ παπποῦ μου. Διαβάζοντας ὅτι τὰ σκυλιὰ ἔγλειφαν τὶς ἀκαθαρσίες ποὺ ἔβγαζαν οἱ πληγές, ἀπόρησα ποὺ ὁ Λάζαρος δὲν εἶχε τὶς νοσοκόμες νὰ τὸν φροντίζουν, ὅπως εἶχε ἡ Εὐμορφία. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἄρχισε νὰ διαπλάθεται στὴν ψυχή μου ἡ ἔννοια τῆς ταπείνωσης —μόλις συναισθάνθηκα πόσο ἀβοήθητος ἦταν ὁ Λάζαρος— ἔνοιωσα τὴν συνείδησή μου νὰ μὲ μέμφεται γιὰ τὴν σκληροκαρδία μου, ποὺ ποτὲ δὲν ἐνδιαφέρθηκα γιὰ τοὺς ἄλλους… “Χάσμα μέγα ἐστήρικται!”, τὴν ἄκουγα νὰ ἐπιμένει, πάλι καὶ πάλι. Θέλοντας νὰ “τῆς ἀποδείξω” ὅτι στὸ βάθος εἶμαι ἔντιμη, ἀποφάσισα νὰ διαβάσω πάλι τὴν παραβολή, γιὰ νὰ τὴν καταλάβω καλύτερα. Ἡ ματιά μου πῆγε λίγες γραμμὲς πρίν, ὅπου οἱ Φαρισαῖοι, οἱ φιλάργυροι μὲ τὰ “παράσημα” τῆς τότε κοινωνίας, χλεύαζαν τὸν Κύριο ὅταν Τὸν ἄκουσαν νὰ λέει, ὅτι κανένας δοῦλος δὲν μπορεῖ ταυτοχρόνως νὰ ὑπηρετεῖ δύο κυρίους, τὸν Θεὸ καὶ τὸν μαμμωνά, δηλαδὴ τὸν πλοῦτο! “Χάσμα μέγα ἐστήρικται”, ἡ καρδιά μου βροντοχτυποῦσε, παραδεχόμενη πλέον ὅλη τὴν “μειονεξία της”!

Κατεβαίνοντας τὶς σκάλες τοῦ σπιτιοῦ μου, σκεφτόμουν διαρκῶς ὅτι τὰ “μαθηματικὰ” τῆς Εὐμορφίας: “ὁ τελευταῖος, κερδίζει!”, μὲ ὑποχρέωναν νὰ λάβω ὑπ’ ὄψιν ὅσα δὲν μοῦ πήγαιναν καλὰ μέσα μου. Ἀπὸ τὴν μία λαχταροῦσα νὰ ζήσω τὴν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, νὰ ἀνταλλάσσω τὸν χρόνο μου μὲ “μεγαλεῖα”, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅσο ἀντιλαμβανόμουν τὶς ἀδυναμίες μου, μεμφόμουν τὸν ἑαυτό μου. Μήπως, κάθε φορὰ ποὺ γελοῦσα ψεύτικα, δὲν ἔβλεπα ὅτι ἡ ψυχή μου ἔκλαιγε; Δὲν ἦταν πληγὲς τῆς ψυχῆς, ἡ ἀθλιότητα; Ἔχοντας ἀσκηθεῖ ἔστω καὶ λίγο στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ἔμαθα νὰ ταπεινώνομαι, καὶ ἄρχισα νὰ γνωρίζω ποιὸ εἶναι τὸ δίκαιο καὶ ποιὸ τὸ ἄδικο. Δίπλα ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ νοσοκομείου εἶδα πάλι τοὺς τρεῖς ἡλικωμένους, ποὺ κάθονταν στὸ παγκάκι ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό. Χθὲς ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοὺς πρόσεξα, καὶ ἐνδιαφέρθηκα νὰ κοιτάξω τὰ μάτια τους. Ἐγὼ δὲν ἤξερα ἀπὸ πόνο, ἀλλὰ ἄρχισα νὰ ὑποψιάζομαι τὸν πόνο τῶν ἄλλων. Ὁ Κύριος εἶπε ὅσα καλὰ θέλουμε νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, νὰ τὰ κάνουμε ἐμεῖς σὲ αὐτούς3!

«Στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἄλλους, ἔχουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς καθοδηγεῖ, μέσα ἀπὸ τὴν συνείδησή μας. Τὸ πρόβλημα δημιουργεῖται, ὅσο ἀκολουθοῦμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πίστεψαν πὼς “φτιάχνουν μόνοι τους” τοὺς κανόνες…», εἶπε ἡ Εὐμορφία καθησυχασμένη, μὲ τὴν ἀπόφασή μου νὰ εἰσακούω τὴν συνείδησή μου. Τὸ νοσοκομεῖο ἦταν τὸ δεύτερο σπίτι της. Μόλις εἶχε τελειώσει ἡ νοσηλεία της, καὶ ἦταν κουρασμένη. «Εἶδες πόσο γρήγορα ἀπάντησε ὁ Χριστὸς στὴν προσευχή σου; Στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχει σκληρύνει ἡ ἐσωτερικὴ ἀκοή, ἡ Χάρη Του φωτίζει τὴν ψυχή τους καὶ ἡ καλὴ προαίρεση καρπίζει!».
«Τὸ πρόβλημα λύνεται μόλις ποῦμε, “φταίω!”. Μετὰ αὐτό, γίνεται τὸ στήριγμά μας. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβει τὸ μυαλό, ἐπειδὴ μιλᾶμε γιὰ πράγματα ποὺ δὲν μπαίνουν σὲ μία “λογικὴ σειρά”. Ἡ χαρὰ ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἀκούει, δίνεται στοὺς ταπεινούς! Μιλᾶμε γιὰ μεγάλη ἀνατροπὴ ἐδῶ: “καταξιωμένος” εἶναι ὁ ἀσήμαντος, ὁ δυσκολεμένος! Τὸ πιστεύω πὼς χωρὶς τὸν Κύριο εἴμαστε ἀπολύτως φτωχοί, ἀνάξιοι καὶ ἀπροστάτευτοι, ὅμως ἡ προσευχὴ εἶναι “ζητιανιὰ” γιὰ τὸ ἔλεος!». Σηκώθηκα γιὰ νὰ παραλάβω ἀπὸ τὴν τραπεζοκόμο τὸν δίσκο μὲ τὸ φαγητὸ τῆς Εὐμορφίας, καὶ τὸν τακτοποίησα στὸ κομοδίνο της.
«Ὁ Κύριος εἶπε, ὅποιος θέλει νὰ εἶναι μεταξύ μας πρῶτος, ὀφείλει νὰ γίνει δοῦλος τῶν ἄλλων4!».
«Εὐμορφία, πρῶτα νὰ φᾶς καὶ μετὰ νὰ κοιμηθεῖς. Ἡ μάνα σου εἶπε νὰ μὴν μείνεις πάλι νηστική!».
«Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ φαγητό, οὔτε νὰ τὸ σκέφτομαι δὲν ἀντέχω!», εἶπε καὶ χωρὶς νὰ σηκώνει κουβέντα, ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ βυθίστηκε σὲ ὕπνο βαθύ.
Μεγαλώνοντας, ἔβλεπα τὸν κόσμο νὰ ὑποφέρει ἀλλὰ κάπου τὸ εἶχα συνηθίσει. Ἀπὸ ἐμένα δὲν ἔλειπε τίποτα. “Ἁρπακτικὸ” δὲν εἶχα γίνει γιὰ νὰ καλύπτω τὶς ἀνάγκες μου, ἀλλὰ ἐπειδὴ μιμούμουν τοὺς ἄλλους! Τώρα ὅμως ἤμουν ἀπόλυτη, ὁ πλούσιος ποὺ ἔμενε ἀσυγκίνητος μὲ τὴν δυσκολία τοῦ Λαζάρου, ΗΤΑΝ ΑΔΙΚΟΣ! Ἡ συνείδησή μου ἀπαίτησε ΝΑ ΕΠΕΜΒΩ ταχύτατα. Ἔβγαλα ἕνα ἀπὸ τὰ πολὺ μεγάλα ποτήρια μίας χρήσεως, ἀπὸ τὰ πράγματα τῆς Ευμορφίας στὸ κομοδίνο της, καὶ τὸ γέμισα μὲ τὸν πουρὲ μὲ τὸ μπιφτέκι καὶ τὴν φέτα, ποὺ εἶχε μέσα ὁ δίσκος της. Σὲ μία τσαντούλα ἔβαλα τὸ ψωμὶ καὶ τὸ μῆλο, μαζί μὲ κουτάλια μίας χρήσεως, καὶ τὴν ἴδια δουλειὰ ἔκανα μὲ τὸ φαγητὸ τῶν ἄλλων δύο δίσκων τοῦ θαλάμου, ποὺ ἐπίσης θὰ πετιόταν στὰ σκουπίδια ἀνέγγιχτο… “Θὰ πήγαινα φαγητὸ στὸν Χριστό”, καὶ ἡ καρδιά μου χτυποῦσε χαρμόσυνα! Ἦταν τὸ ἐλάχιστο ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω, ἀφοῦ ὁ Κύριος μὲ τράβηξε ἀπὸ τὸν “πλασματικὸ κόσμο” καὶ φύσηξε ΠΑΛΙ μέσα μου τὴν Ζωή! Πάντα λαχταροῦσα νὰ ζῶ “μεγαλεῖα”, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὰ δῶ ὡς τὸν συνδυασμὸ τῶν ἀναγκῶν τῶν ἄλλων, μὲ τὶς δικές μου δυνατότητες! Τελικὰ ὅμως, αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ ὁρισμὸς ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ! Ὁπότε ἡ νέα ἐξίσωση στὰ “μαθηματικὰ” τῶν πνευματικῶν ἦταν, “ὅσο περισσότερες ἀνάγκες εἶχαν οἱ ἄλλοι, τόσο χρειαζόμουν ἐγὼ νὰ δίνω ἀξία στὴν ζωή μου”! Πρὶν μπῶ σήμερα στὴν πύλη τοῦ νοσοκομείου, βλέποντας τοὺς τρεῖς ἡλικωμένους “Λαζάρους” ποὺ εἶχαν δώσει “βάθος” στὴν ζωή μου, πῆγα κοντὰ καὶ τοὺς ῥώτησα μὲ ἀδελφικὸ σεβασμό: “τί χρειάζεστε;”.
“Φαγητὸ ματάκια μου, φαγητό!”
Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι
Πολλοὶ ποὺ στὸν κόσμο αὐτό, εἶναι πρῶτοι ἕνεκα τῶν ἀξιωμάτων τους καὶ ὄχι τῆς ἀρετῆς τους, στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν θὰ εἶναι τελευταῖοι, καὶ πολλοὶ ποὺ στὸν κόσμο αὐτὸ θεωροῦνται τελευταῖοι, ἐκεῖ θὰ εἶναι πρῶτοι.
(Ματθ. 19,30)
1 Ἰωαν. 13,5
2 Λουκ. 16,19
3 Ματθ 7,12
4 Ματθ 20,27

