You are currently viewing -Οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος

-Οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος

«Δὲν θὰ χαλάσω ἐγὼ τὴν ἐπιδερμίδα μου γι’ αὐτή!», εἶπα μὲ πομπώδη περιφρόνηση, καὶ ὁ παπποὺς τά’ χασε. Χαιρόμουν ποὺ γιὰ τὶς σχολικὲς διακοπὲς ἐπέστρεψα στὸ παλιό μου σπίτι, ἐπειδὴ ἤθελα νὰ φύγω μακριὰ ἀπὸ τὴν Νιόβη καὶ τὴν ζήλια της. Ἀπὸ τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ πάτησα τὸ πόδι μου στὸ γυμνάσιο ἔδειξε ὅτι μὲ ἀντιπαθοῦσε, ἀλλὰ ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ἡ κατάσταση χειροτέρευε. Εἶχε ἀρχίσει πολὺ πρὶν ἀπὸ τὶς διακοπὲς τῶν Χριστουγέννων νὰ μὲ διαβάλλει στὰ ὑπόλοιπα κορίτσια, καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ἄντεχα! Εἶχα ἐξηγήσει ἤδη στὸν παπποὺ ὅτι γενικά, στὸ καινούργιο σχολεῖο τὰ περισσότερα παιδιὰ εἶχαν ἀδικαιολόγητα βίαιη συμπεριφορά, κάτι ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω! Πολλὰ ἦταν καχύποπτα μὲ τὰ ἄλλα, καὶ κάποια ἐκφράζονταν μὲ λέξεις ποὺ ντρεπόμουν μόνο ποὺ τὶς ἄκουγα! Μάλιστα ἔφταναν συχνὰ νὰ πιάνονται καὶ στὰ χέρια, εἴτε ἦταν ἀγόρια, εἶτε κορίτσια! Οἱ ὑπόλοιποι ἀντὶ νὰ χώριζαν τὰ ἐξαγριωμένα παιδιά, τὰ κοιτοῦσαν μὲ ἀδιαφορία, ἤ κάποια… τὸ διασκέδαζαν κι ὅλας! Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ ἔγινε αὐτό, ἀπὸ τὸ ἄσχημο πέσιμο του, ἕνα παιδὶ χρειάστηκε ἀσθενοφόρο, καὶ μᾶς ἔκανε νὰ λαχταρήσουμε! Γιατὶ ὑπῆρχε τόση βαρβαρότητα; Μήπως καὶ στὶς εἰδήσεις ἀκοῦμε λίγα, ποὺ εἶναι ἀδιανόητα; Πρὶν γίνονταν μόνο στὸ ἐξωτερικό, ἀλλὰ τώρα ἀκούγονται καὶ στὴν Ἑλλάδα! Πῶς μπορεῖς νὰ ζήσεις μέσα σὲ ἕναν κόσμο ἐπικίνδυνο, ποὺ γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο ἀκατανόητος;

«Εὐαγγελία, ἄν θέλουμε νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, θὰ προσπαθοῦμε νὰ ῥίχνουμε στὸν ἄλλο μία “σκάλα”, ὥστε νὰ ἐξουδετερώσουμε ἀπὸ κοινοῦ τὸ χάσμα δίπλα μας! Ἄν ὅμως εἴμαστε ἀποκομμένοι ὡς ἄτομα, χάνουμε τὶς δυνάμεις μας καὶ τὸ νοιώθουμε! Ἔχουμε καὶ ἐμεῖς μέσα μας τὴν φιλαυτία, νὰ μὴν τὸ ξεχνᾶμε! Ὅσο δὲν ξέρουμε νὰ προστατέψουμε τοὺς ἄλλους, μένουμε ἐκτεθειμένοι! Εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ πιστεύεις ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι ἐχθρός σου, παιδί μου, ἀλλὰ ἔτσι δὲν βοηθᾶς τὸν ἑαυτό σου…».

«Ναὶ ἀλλὰ μὲ βοήθησε ἡ Καλυψώ, ποὺ καθόταν μαζί μου στὸ θρανίο. Ἤξερε ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἀδέρφια της πολλὰ γιὰ τὰ προβλήματα μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ μὲ καθοδηγοῦσε. Ἀπὸ τὰ πρῶτα ποὺ μοῦ εἶπε γιὰ τὴν προσωπικὴ ἀνάπτυξη ἦταν, ὅταν νοιώθω στενοχωρημενη, νὰ κάνω ἐπειγόντως τὸν ἑαυτό μου μία “μεγάλη ἀγκαλιά” καὶ νὰ τοῦ μιλάω μὲ ἐγκαρδιότητα! Νὰ τὸν κοιτάζω στὸν καθρέφτη καὶ νὰ τοῦ ζητάω συγγνώμη ἄν δὲν ἔκανα κάτι σωστά! Νὰ κάνω μαζί του ἕναν ἐσωτερικὸ διάλογο, ὅπως: “Σοῦ ἀναγνωρίζω ὅτι ὥς τώρα τὰ ἔχεις καταφέρει μιὰ χαρά! Μπράβο σου κορίτσι μου!”».

Ὁ παπποὺς συνέχιζε νὰ ἀπορεῖ μὲ ὅσα τοῦ ἔλεγα. «Αὐτὸ ὅμως δὲν ἔλυνε τὸ πρόβλημά σου, ἀφοῦ συνέχιζες νὰ ἔχεις κακὴ σχέση μὲ τὸ ἄλλο κορίτσι…».

«Ἔμαθα ὅμως, πὼς γιὰ νὰ ἀντέχουμε τὰ παράλογα στὴν ζωή μας, πρέπει νὰ ὑποσχόμαστε στὸν ἑαυτό μας πὼς ἄν κάνει ὑπομονή, μετὰ ἐμεῖς θὰ τοῦ δώσουμε κάποια “καραμελίτσα”, γιὰ νὰ “ἀδημονεῖ” καὶ νὰ τὸν ξεγελᾶμε κάπως! Αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀρέσει πολὺ νὰ κάνω, εἶναι νὰ βγαίνω μὲ τὴν φίλη μου στὰ μαγαζιὰ ἔχοντας λίγα χρήματα πάνω μου, καὶ νὰ γυρίζουμε ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, ψάχνοντας κάτι ποὺ θὰ τραβήξει τὴν προσοχή μου. Ἀλλὰ κι ἄν δὲν βρῶ τίποτα δὲν μὲ πειράζει, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμό μου, θὰ ἔχω κάνει δωρεὰν “θεραπεία”!». Τὰ μάτια τοῦ παπποῦ εἶναι πολὺ ἐκφραστικὰ ὅταν δὲν καταλαβαίνει τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀκούει, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ μπῶ σὲ λεπτομέρειες. Ἐκεῖνος θυμᾶται τὴν παλιὰ Εὐαγγελία, ποὺ ζοῦσε ὥς καὶ τὸ δημοτικὸ ἐδῶ, στὴν μικρὴ πόλη. Ἡ ἄλλη Εὐαγγελία ὅμως, τρεῖς μῆνες στὴν μεγάλη πόλη, τὰ βρίσκει ὅλα ἀνούσια καὶ ἀνιαρά! Δὲν θὰ ἤθελα νὰ τοῦ περιγράψω ὅτι λιώνω στὸν καναπὲ ἀπὸ τὴν βαρεμάρα, καὶ ἄν δὲν βρῶ κάτι ποὺ νὰ μοῦ φτιάξει τὴν διάθεση γιὰ λίγο, ἡ ὥρα περνάει ἀργὰ καὶ βασανιστικά! Ἡ Καλυψὼ πηγαίνει στὸ πάρκο καὶ χαζεύει ὅσους κάνουν βόλτα… «Τελευταῖα σκέφτομαι νὰ μάθω νὰ βάφω τὰ νύχια μου, παππού! Βέβαια ἡ Νιόβη θὰ ζηλέψει πάλι, ἀλλὰ δὲν φταίω ἐγὼ ἄν δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ ἀποκτήσει κάποιες δικές της ἱκανότητες…». Εἶχα μεγαλώσει δίπλα του, καὶ μπορεῖ τὰ μάτια του νὰ εἶδαν περισσότερα ἀπὸ ὅσα πίστευα. Ὅταν τὰ χαμήλωσε λυπημένα, ἕνα τσίμπημα μέσα στὴν καρδιὰ μοῦ θύμισε αὐτὸ ποὺ ἐπαναλάμβανε συχνά: “τὸ νόημα δὲν εἶναι νὰ πεῖς δύσκολα πράγματα, ἀλλὰ νὰ ἐφαρμόσεις τὰ ἁπλὰ ποὺ ξέρεις”. 

«Εὐαγγελία, γιὰ νὰ ἀντέξει ὁ ἄνθρωπος μὲ ἀνδρεία τὴν προσβολὴ ποὺ τοῦ κάνουν, πρέπει νὰ παραμείνει ταπεινός. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀξίας του! Ἄν ὅμως δὲν ἔχει ζυμωθεῖ μὲ τὶς ἀξίες ποὺ τὸν μεγάλωσαν, τὸ κακὸ παράδειγμα ποὺ θὰ βρεθεῖ μπροστά του θὰ τὸν θαμπώσει! Καὶ οἱ δυό μας ξέρουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ μετράει στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι τόσο τὰ λόγια του, ἀλλὰ οἱ ἀλάλητοι στεναγμοὶ ποὺ στέλνει ἡ καρδιά του, ποὺ μπορεῖ ἀκόμα καὶ νὰ ζητάει βοήθεια!»

Ἦταν ἡ σειρά μου νὰ χαμηλώσω τὰ μάτια. “Τὴν προστασία ποὺ προσφέρει ὁ Φύλακας Ἄγγελος στὸν ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ τὴν προσφέρουν οὔτε οἱ καλύτεροι στρατοὶ ὅλου τοῦ κόσμου!”. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια εἶχα “ζυμωθεῖ”, ὅμως δὲν κατάλαβα πότε χάθηκαν ἀπὸ μέσα μου… Ξέροντας ὅτι ἄν σταματήσει νὰ μᾶς φρουρεῖ ὁ ὁλόδικός μας Ἄγγελος, ὁ διάβολος θὰ μᾶς κατασπαράξει στὸ λεπτό, ἀπὸ μικρὴ ζητοῦσα στὴν προσευχή μου τὴν οὐράνια βοήθειά του! Δὲν χρειαζόταν νὰ πεῖ κάτι ἄλλο ὁ παππούς, κατάλαβα ὅτι ἐννοοῦσε τὴν ἱστορία μὲ τὴν Λευκοθέα, πέρσι τὸ καλοκαίρι. Ἐνῶ εἴχαμε μεγαλώσει μαζὶ καὶ ἤμασταν σὰν ἀδερφές, ξαφνικά, ἄρχισε νὰ ἁπλώνει τὸ χέρι καὶ νὰ μὲ χτυπάει μὲ θυμό! Αὐτὸ ἔγινε καὶ δεύτερη φορά, ἀλλὰ τὴν τρίτη εἶπα στὴν οἰκογένειά μου ὅτι μόλις τὴν ξανάβλεπα μπροστά μου, θὰ τὴν χτυποῦσα ὅπως τῆς ἄξιζε! Οἱ γονεῖς μου πῆραν τὸ μέρος της, καὶ θύμωσα! Ὁ παπποὺς μοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβω ὅτι ἡ μαμά της ἀντιμετώπισε προβλήματα ἀπὸ τὸν μπαμπά της, καὶ ἡ Λευκοθέα ἦταν μπροστὰ… Κυρίως μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τὴν κρατάει αἰχμάλωτη! Ἐκείνη ἤθελε νὰ κάνει τὸ καλό, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὴν δύναμη γιὰ νὰ τὸ πράξει, καὶ γι’ αὐτὸ ὑπηρετοῦσε τὸ κακό, ἐνῶ δὲν τὸ ἤθελε… Γνώριζα ἤδη γιὰ τὶς δύο ἐνδόμυχες θελήσεις τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θέληση τοῦ πνεύματος καὶ τὴν θέληση τῆς σάρκας, ὅπως καὶ γιὰ τὴν σφοδρὴ διαμάχη τους γιὰ τὸ ποιὰ θὰ ἐπιβληθεῖ στὸν ἔσω ἄνθρωπο· ὁ ὁποῖος σὰν δικό του νόμο, σὰν ἔμφυτο ἀγαθό, ἐπιθυμεῖ τὸ καλό. Ὅμως ὁ νόμος τῆς σάρκας, δηλαδὴ ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας ἀντιμάχεται τὶς ἐνέργειες τῆς γνήσιας ἐλευθερίας μας καὶ ἐμποδίζει τὴν ἐπικράτηση τοῦ καλοῦ, ὑπαγορεύοντάς μας τὴν ἐργασία τοῦ κακοῦ. Ἄν ἐμεῖς ποθοῦμε τὴν νίκη τοῦ πνεύματος σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, ὁ Χριστὸς δίνει μέσα μας τὴν ΕΙΡΗΝΗ ποὺ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν ΘΕΙΑ ΧΑΡΗ· ἐνῶ ἄν ὑποτασσόμαστε στὸ φρόνημα τῆς σάρκας, αὐτὸ μᾶς φέρνει στὴν ψυχὴ τὸν ΘΑΝΑΤΟ! Ὁ παπποὺς μοῦ ἐξήγησε πὼς τὸ κακὸ δὲν τὸ δημιούργησε ὁ Θεός, δηλαδὴ ἔρχεται ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, καὶ στρέφεται ἐναντίον τῆς θέλησης τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ τὸν ὑποτάξει στὴν ἐξουσία του. Ὁπότε ἄν ἤθελα νὰ εἶμαι γνήσια ἐλεύθερη, ἔπρεπε νὰ ἐργάζομαι τὸ καλό, γιὰ νὰ προσεγγίσω τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ὑπέρτατη εὐδαιμονία! Ἄν ὅμως δὲν ἀντιστέκομαι ὅσο χρειάζεται στὰ πονηρά, ἀπομακρυνόμενη ἀπὸ τὸν Χριστὸ θὰ ἔχω τὴν ψευδώνυμη ἐλευθερία, δηλαδὴ τὴν ἀναχαίτιση τῆς ἐλευθερίας μου, καὶ θὰ καταλήξω δυστυχὴς… Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἦταν ἡ γιορτὴ τῆς Λευκοθέας, καὶ ὅλοι μὲ συμβούλευαν νὰ μισήσω τὴν ἁμαρτία —ποὺ μὲ ἀνάγκαζε νὰ ἀντιπαθῶ τὴν Λευκοθέα— καὶ μὲ φόβο Θεοῦ, νὰ Τὸν παρακαλάω νὰ μᾶς φωτίσει καὶ τὶς δύο. Κάνοντας αὐτό, ὁ Κύριος θὰ ἔβλεπε ὅτι μέσα μου τῆς συγχωρῶ τὴν ἀδυναμία ποὺ ἔδειξε, νὰ ἀντισταθεῖ στὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας, καὶ ταυτόχρονα ἡ βία ποὺ θὰ ἀσκοῦσα μέσα μου γιὰ τὴν συγχώρηση, θὰ ἦταν ἡ δική μου ἀντίσταση στὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι γνήσια ἐλεύθερη ἐγώ, θὰ πλησίαζα τὸν Κύριο καὶ θὰ Τοῦ ζητοῦσα νὰ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν δυστυχία τῶν ἐχθρικῶν ἐπιθέσεων, καὶ τὴν φίλη μου! Ἔχοντας ἤδη τὴν ἐμπειρία ἀπὸ τὴν γλύκα τῆς πίστης, ἀποφάσισα νὰ ἐπισκεφτῶ τὴν Λευκοθέα δείχνοντάς της ὅτι ἀπὸ τὴν στάση της, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΑΣΑ ΚΑΤΙ! Ἀντικρύζοντάς την τῆς χαμογέλασα, καὶ διέκρινα ὁλοκάθαρα αὐτὸ ποὺ περιέγραφε πρὶν ἡ οἰκογένειά μου, ὅτι ἄν βγῶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου γιὰ νὰ συναντήσω τὴν Λευκοθέα, θὰ ἀντιστεκόμουν στὴν πίεση τῆς ἁμαρτίας, νὰ χρησιμοποιήσω τὴν Λευκοθέα γιὰ νὰ ὑπηρετήσω τὰ δικά μου “συμφέροντα”! Βλέποντας ὅτι τὸ ἀδιέξοδο στὸ βλέμμα τῆς μαμᾶς της, μετατράπηκε σὲ ἀνακούφιση, καὶ μετὰ σὲ βουβὴ εὐγνωμοσύνη, καταγράφτηκε ὁρατὰ μέσα μου ἡ αἴσθηση τῆς ἐλευθερίας μου, ἡ ὁποία πυροδότησε καὶ τὴν δική μου βαθιὰ εὐγνωμοσύνη στὸν Χριστό! Ὁ νόμος τοῦ καλοῦ μέσα μου ἀπολάμβανε τὴν ἀνεκτίμητη εἰρήνη ποὺ γέμισε τὴν καρδιά μου, ἡ ὁποία μοσχοβόλιζε ἀλάλητους στεναγμοὺς εὐχαριστίας καὶ εὐλάβειας, ποὺ ὑψώνονταν στὸν οὐρανὸ μὲ τὴν ἴδια “σκάλα” ποὺ ἔριξα στὴν Λευκοθέα! Τὸ ἑπόμενο βῆμα ἦταν νὰ τῆς δείξω πῶς νὰ στέλνει τοὺς ἀλάλητους στεναγμούς της στὸν Χριστό, καὶ νὰ παρακαλάει τὴν Παναγία καὶ τὸν Φύλακα Ἄγγελό της νὰ προστατεύουν ὅλη τὴν οἰκογένειά της. Αὐτὰ ὅλα ὁ παπποὺς τὰ γνώριζε, ὅμως ἡ Νιόβη, δὲν συγκρινόταν μὲ τὴν Λευκοθέα, ἦταν ἡ ἡμέρα μὲ τὴν νύχτα! Ἔχοντας ἀποφασίσει νὰ δείξω ὅτι καὶ ὁ δικός μου χαρακτήρας βρισκόταν μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς Νιόβης, θὰ ἀποδείκνυα ὅτι ἦταν “δίκαιο” ποὺ τὴν ἀντιπαθῶ! «Παππού, τὸ κορίτσι ποὺ μὲ διαβάλλει, μὲ ζηλεύει ἐπειδὴ μειονεκτεῖ! Τί μπορῶ νὰ κάνω γι΄ αὐτό;». Γνωρίζοντας πὼς ἐγὼ δὲν θὰ συκοφαντοῦσα κανέναν, ἔβρισκα ὅτι αὐτὰ ποὺ ἔλεγα γιὰ τὴν Νιόβη ἦταν… λίγα! Οὕτως ἤ ἄλλως, τὸ δικό μου στόμα μιλοῦσε πολὺ καλύτερα ἀπὸ τὸ στόμα ὅλων τους… «Ἄν ἦταν σὰν τὴν Λευκοθέα, ἥσυχη καὶ ἁπλή, θὰ προσπαθοῦσα νὰ τὴν πλησιάσω, ἀλλὰ ἡ Νιόβη εἶναι ἰδιότροπη! Μακάρι νὰ ὑπῆρχαν στὸ γύρω περιβάλλον κι ἄλλοι “καλλιεργημένοι” σὰν ἐμένα, ἀλλὰ ποῦ τέτοια τύχη… Τὰ παιδιὰ σὲ αὐτὸ τὸ σχολεῖο δὲν εἶναι ἀγγελούδια… Καλά, ὧρες ὧρες, νομίζω ὅτι βρίσκομαι ἀνάμεσα σὲ βάρβαρους!». Ὁ παπποὺς ἔμεινε ἀτάραχος· δὲν τὸ περίμενα, μάλλον τὸν ἔπεισα, πὼς ἐδῶ κάποια “σκάλα”, ἔθετε θέμα ἀσφάλειας! 

«Φαντάζεσαι Εὐαγγελία, ὅλα αὐτὰ τὰ “βάρβαρα” παιδιὰ νὰ γευτοῦν τὸν Χριστό, νὰ Τὸν προσκυνήσουν καὶ νὰ ἁγιάσουν; Μπροστά τους τότε οἱ βάρβαροι θὰ εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε “ἐξοικειωθεῖ” μὲ τὸν Χριστό!», εἶπε ὁ παππούς, κρατώντας σταθερὰ τὰ μάτια του στὰ δικά μου. 

Ἡ ἰδέα του μοῦ φάνηκε ἀβάσιμη, “ἁπλοϊκή”. «Αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν γίνονται! Τὰ βίαια παιδιὰ ἔχουν φτιάξει δικούς τους κανόνες! Ἄν τὰ παρατηρήσεις, θὰ δεῖς ὅτι ἔχουν τὴν ἀγριάδα γιὰ “ἀρετή”, καὶ ὅσο περισσότερο γίνονται ζωηρὰ μὲ τοὺς ἄλλους, τόσο καμαρώνουν καὶ χαίρονται γιὰ τὰ κατορθώματά τους! Ἔχουν βρεῖ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ “προσπερνᾶνε” τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ ξεχωρίσουν τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό!». Ἡ σκέψη τοῦ παπποῦ ὅτι τὰ παιδιὰ ποὺ δὲν σέβονται, μπορεῖ νὰ γίνουν καλύτερα ἀπὸ ἐμένα, μοῦ χάλασε τὴν διάθεση.

«Κι ὅμως, ὁ ἄγριος Ἄραβας πειρατής, ποὺ πῆγε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας τῆς Πορταΐτισσας, ἦταν ἀσυγκρίτως περισσότερο βάρβαρος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ λέμε τώρα! Τόλμησε νὰ τὰ βάλει μὲ τὴν Γυναίκα ποὺ εἶπαν οἱ σύντροφοί του ὅτι τοὺς ἐμπόδιζε νὰ λεηλατήσουν τὴν Μονή, καὶ μὲ τὸ ξίφος του, ὅρμησε μὲ θυμὸ στὸν λαιμὸ τῆς Παναγίας! Παραδόξως, στὸ σημεῖο ποὺ χτυπήθηκε τὸ εἰκόνισμα ἔγινε πληγή, ἀπὸ ὅπου ἄρχισε νὰ ῥέει ἄφθονο αἷμα! Στὴν θέα τοῦ φρικτοῦ θαύματος, ὁ ἄγριος πειρατὴς ἄρχισε νὰ τρέμει καὶ μετανοώντας γιὰ τὴν ἀσέβειά του, ζήτησε συγχώρηση! Πίστεψε, βαπτίστηκε Χριστιανός, ἔγινε μοναχός, καὶ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του ἔμεινε μπροστὰ στὸ θαυματουργὸ εἰκόνισμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Πορταΐτισσας, κλαίγοντας ἐν μετανοίᾳ, ζητώντας νὰ τὸν ἀποκαλοῦν ὄχι μοναχὸ Δαμασκηνό, ἀλλὰ “Βάρβαρο”! Κατὰ τὴν ἀνακομιδή, τὸ λείψανό του βρέθηκε ἀκέραιο καὶ μοσχοβολοῦσε! Τί ἐμποδίζει τὰ σημερινὰ παιδιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ χνάρια τοῦ ἁγίου Βαρβάρου; Μήπως τότε ποὺ ἐμφανίστηκε ἡ ἱερὴ εἰκόνα Της στὸ Ἅγιο Ὄρος, τὸν πρῶτο καιρό, ἡ Παναγία μας δὲν εἶπε στοὺς μοναχοὺς ὅτι δὲν πῆγε γιὰ Τὴν φυλᾶνε ἐκεῖνοι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς φυλάει Ἐκείνη; Ὅλοι εἴμαστε τέκνα Της! Φαντάζεσαι τὰ “ἀφρόντιστα” παιδιὰ ποὺ ἡ καρδιά τους ἀρρωσταίνει ἀπὸ τὸ πληγωμένο φιλότιμο, νὰ στραφοῦν στὴν Παναγία, γιὰ νὰ “κλέψουν” τὴν προστασία Της;».

«Μὰ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι μπλεγμένα στὴν ἔξαλλη διασκέδαση καὶ τὰ βλαβερὰ θεάματα!», εἶπα νοιώθοντας ἀντίδραση γιὰ τὴν εὐκολία, μὲ τὴν ὁποία ἔβλεπε ὁ παπποὺς τὰ πράγματα. «Ὑπάρχουν καὶ κάποια, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἀγαπᾶνε τὸν Χριστό, ἀλλὰ στέκονται καὶ ἐναντίον Του! Γίνεται αὐτὰ νὰ ἁγιάσουν κάποτε; Ἐξ ἄλλου ἡ “ἀταξία” φέρνει μειονεξία, καὶ ἀκολουθεῖ φαῦλος κύκλος…». Ὅσο τὸ σκεφτόμουν βεβαιωνόμουν, πὼς μέσα στὴν “ἀταξία” δὲν εἶχαν τὶς “προϋποθέσεις”… 

«Μὰ αὐτὰ εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἔχουν μπλέξει μέσα στὰ ἀγκάθια, καλό μου! Τὸ χαμένο πρόβατο δὲν ἀναζητοῦσε ἐναγωνίως ὁ Καλὸς Ποιμένας στὰ βουνά; Δὲν τὸ ἐντόπισε πεσμένο μέσα στὸν βαθὺ γκρεμό; Δὲν κατέβηκε κι Ἐκεῖνος ὥς τὸ καταπληγωμένο πρόβατο, ποὺ χτυπημένο καὶ φοβισμένο βέλαζε μὲ παράπονο γιὰ νὰ Τὸν καλέσει, ἀφοῦ ἦταν ὁ Μόνος ποὺ μποροῦσε νὰ τὸ γλυτώσει; Ἤ μήπως δὲν ἤξερε τὸ πρόβατο, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει χωρὶς τὸν Ποιμένα του, ἤ τὸ ποίμνιο; Σκέφτεσαι, πόση ἀνακούφιση θὰ ἔνοιωσε ὅταν ἄκουσε ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνήσυχη φωνὴ τοῦ Ποιμένα του, ποὺ παρόλο ποὺ εἶχε πολλὰ πρόβατα, ἀγωνιζόταν νὰ βρεῖ τὸ ἕνα, αὐτὸ ποὺ κινδύνευε; Μάλιστα τὸ πῆρε χαρούμενος καὶ τὸ ἔβαλε μὲ ἀξιοζήλευτη τρυφερότητα καὶ ἀγάπη πάνω στοὺς ὤμους Του, γιὰ νὰ τὸ κουβαλήσει, ἔτσι καταταλαιπωρημένο ποὺ τὸ βρῆκε!». Περίμενα, ἐπειδὴ ἔβλεπα ὅτι δὲν ὁλοκλήρωσε τὴν σκέψη του. «Γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, πρέπει νὰ περιγράψουμε τὸν βάρβαρο, συμφωνεῖς;».

«Νομίζω βάρβαρος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἡ συνείδησή του, ἔχει παχυνθεῖ», βιάστηκα νὰ ἀπαντήσω, γιὰ νὰ βγάλω ἀπὸ πάνω μου τὴν ρετσινιὰ τοῦ “πιθανοῦ βάρβαρου”… «Σίγουρα δὲν θέλει νὰ ὑπακούει, μάλλον ἐπειδὴ τὸ βρίσκει ὑποτιμητικό. Κατὰ συνέπεια, θέλει ὅλα τὰ προνόμια γιὰ τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ γίνεται παράλογος. Γι’ αὐτὸ σοῦ εἶπα πρὶν ὅτι τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο ἔχουν τὴν ἀγριάδα γιὰ “ἀρετή”, ἐπειδὴ εἶναι παράλογα! Τὸ “μεγάλο” ἰδανικό τους εἶναι “ὅ,τι κάνω, τὸ κάνω γιὰ τὸν ἑαυτό μου”! Εἶναι ὁλοφάνερο ὅμως ὅτι εἶναι ἀνικανοποίητα ἀπὸ τὴν ζωή τους, ἡ δυστυχία τους φαίνεται!». Σὰν νὰ “ξεκόλλησε” μέσα μου κάτι, ἄρχισα νὰ βλέπω τὰ πράγματα κάπως διαφορετικά. Σίγουρα ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν συγκεχυμένο νοῦ, ποὺ βλέπει τὰ πάντα παραποιημένα, δὲν θὰ ἦταν εὔκολη… Μάλλον εἶχε δίκιο ὁ παπποὺς σὲ αὐτὰ ποὺ εἶπε γιὰ τὸν Καλὸ Ποιμένα. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλούς! Τοὺς ἀγαπάει πολύ! «Παππού, μακάρι ὁ κόσμος νὰ ἦταν ἀγγελικὰ πλασμένος…». Ὁ ἀναστεναγμὸς μοῦ ξέφυγε, μόλις σκέφτηκα τὸ φοβισμένο πρόβατο ποὺ ἦταν καταπληγωμένο…

«Εὐαγγελία, ἔτσι πλάστηκε ὁ κόσμος ἐξ ἀρχῆς, ΑΓΓΕΛΙΚΟΣ, ἀφοῦ φτιάχτηκε ἀπὸ ἀγάπη! Ὁ Θεὸς ἔφτιαξε καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο, καὶ τὸν ὁρατό, “καλὰ λίαν”! Δημιούργησε τοὺς ἀγγέλους γιὰ δύο λόγους: γιὰ νὰ μετέχουν κι αὐτοὶ τῆς θείας μακαριότητας καὶ εὐδαιμονίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ εἶναι τὰ λειτουργικὰ πνεύματα· νὰ ἀναγγέλλουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως καὶ νὰ τοὺς βοηθᾶνε νὰ ἐκτελοῦν τὸν θείο θέλημα. Δυστυχῶς, ὁ ἀρχηγὸς ἑνὸς ἐκ τῶν ταγμάτων τῶν ἀγγέλων, ἔχασε τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν καθαρότητά του· ἐπιθύμησε τὴν ἰσοθεΐα, δηλαδὴ ἐπαναστάτησε στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, καὶ μαζί μὲ τὸ τάγμα του ἐξέπεσε στὴν ἀθλιέστατη κατάσταση τῆς κακίας καὶ τῆς πονηρίας… Ἔργο πιὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων, ἔγινε ἡ ἀποπλάνηση τῶν ἀνθρώπων, στὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία!».

«Δηλαδὴ παππού, ὁ διάβολος ἤθελε νὰ ἀλλάξει τοὺς κανόνες ποὺ εἶχε βάλει ὁ Χριστός; Αυτὸ ὅμως δὲν λέγεται βαρβαρότητα;». Ἐγὼ νόμιζα πὼς ἡ βαρβαρότητα ἦταν μία ἀνικανότητα τοῦ ἀνθρώπου…. «Εἶναι τὸ κακὸ ποὺ ἔρχεται ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, καὶ στρέφεται ἐναντίον τῆς θέλησής του, γιὰ νὰ τὸν ὑποτάξει στὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου! Ἡ γνήσια ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βδέλυγμα γιὰ τὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας!». Ὅλα τώρα ἀποκτοῦσαν διαφορετικὴ σημασία!

«Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἤθελα νὰ καταλήξουμε, παιδί μου! Φαντάσου τώρα ψηλά, μέσα στὶς οὐράνιες χαρές, τὴν καρδιὰ τῶν Πρωτοπλάστων νὰ ζεῖ ἐν εἰρήνῃ μὲσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ πνεῦμα τους νὰ συνομιλεῖ μαζί Του! Γύρω τους οἱ φωτεινοὶ ἄγγελοι, στέρεοι πιὰ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἦταν ἡ εὐφρόσυνη συντροφιὰ τῶν ἀνθρώπων! Εὐαγγελία, ἡ θέση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν Δημιουργία ἦταν δεσπόζουσα! Γευόταν τὴν θεία Χάρη καὶ δίπλα στὸν Χριστό, ζοῦσε τὴν παραδεισένεια κατάσταση εὐδαιμονίας! Μέσα στὴν ἐλευθερία τοῦ Παραδείσου, ἦταν ὁ βασιλιάς! Τί μεγάλη ἀντίθεση, ἡ κατάσταση στὸ πηχτὸ σκοτάδι τῶν ὑποχθονίων… Στὸ ἐκπεσὸν τάγμα —τὸ ὁποῖο ἐπέλεξε τὴν κατάρα ἀντὶ τῆς εὐλογίας— ἐπικρατεῖ ἡ ἀπόλυτη κακία καὶ ἀφροσύνη! Ὁ διάβολος εἶναι ζηλήμονας, καὶ θέλει νὰ ἀμαυρώσει ὅ,τι εἶναι φωτεινό! Ἐπειδὴ μισεῖ τὴν ἀλήθεια, ἐφευρίσκει τὴν συκοφαντία! Ὁ Δίκαιος Χριστὸς θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ὁ μοχθηρὸς διάβολος ἐξακολουθεῖ νὰ ἀρνεῖται τὴν Δικαιοσύνη τοῦ Κυρίου, καὶ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΙΟΝΕΞΙΑ ΤΟΥ, φτιάχνει “δική του δικαιοσύνη”, βασισμένη στὸν θάνατο! Χάνοντας τὴν φωτεινὴ γνώση ποὺ τοῦ εἶχε δωρίσει ὁ Χριστός, μὲ τὴν σκοτεινὴ διανοιά του ὁ διάβολος ἔγινε ὁ ἀπόλυτος “ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΣ”! Ἡ μειονεξία του πλέον, Η ΚΑΤΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ, ἦταν τὸ γιγάντιο βάρος ποὺ ἔπρεπε νὰ κουβαλάει αἰωνίως· παρακολουθώντας ὅμως ταυτόχρονα καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ φλεγόταν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, σημάδι ὅτι σύντομα θὰ ἀποκτοῦσαν κι ἄλλα οὐράνια Δῶρα! Ἔχοντας τὴν κατώτατη θέση στὴν δημιουργία, ἡ σκέψη τοῦ διαβόλου ἦταν σαφῶς παρακατιανή: ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνέβει ἐκεῖνος, στὸ ἑξῆς θὰ πάσχιζε νὰ γκρεμίζει τὸν ἄνθρωπο, ἐκδικούμενος γιὰ τὴν δυστυχία ποὺ τοῦ προκαλοῦσε, μὲ τὴν εὐτυχία ἀπὸ τὰ οὐράνια Δῶρα του… Ἐργαζόμενος τὴν ἀπύθμενη κακία καὶ τὴν ἀσύλληπτη πονηρία, ὁ φθονερὸς διάβολος βρίσκει προσωρινὴ εὐχαρίστηση κάθε φορὰ ποὺ πιάνει τὸν ἄνθρωπο ἀμελή, καὶ τοῦ ἐμβάλλει τὴν πανούργα ὑπερηφάνεια, τὴν “δική του ἀσεβὴ δικαιοσύνη”· ἡ ὁποία θὰ ἐμπνεύσει στὸν ἄνθρωπο τὴν αὐτοδικαίωση, κάτι ποὺ “ἐγγυημένα”… θὰ τὸν ῥίξει! Ἐν κατακλεῖδι, ὁ βάρβαρος διάβολος ἔχει ῥιζώσει στὴν ΑΙΩΝΙΑ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ…»

Ἡ “ἀταξία” φέρνει μειονεξία, καὶ ἀκολουθεῖ φαῦλος κύκλος, ἐπανέλαβα νοερὰ τὰ λόγια μου. Στὰ γρήγορα, προσπάθησα νὰ ἀνασυντάξω τὶς σκέψεις μου: ἡ “δικαιοσύνη” τοῦ διαβόλου, ἦταν ἡ γνώμη του, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὸν… ἀδίκησε, ποὺ δὲν τὸν ἄφησε νὰ βάλει τὸν θρόνο του πάνω ἀπὸ τὸν δικό Του! Μὲ τὴν ἐπανάστασή του, ὁ διάβολος ἤθελε νὰ αὐτοδικαιωθεῖ, ἀλλὰ τὸ πιὸ βέβαιο πράγμα εἶναι, ὅτι Η ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ! Ἄν εἴμαστε ἀμελεῖς, ἡ φιλαυτία θὰ μᾶς πείσει νὰ μὴν ῥίχνουμε στὸν ἄλλο μία “σκάλα”, δηλαδὴ ἡ ὑπερηφάνειά μας θὰ ἐμποδίζει τὴν ἐπικράτηση τοῦ καλοῦ. Ἀφήνοντας τοὺς ἄλλους ἀπροστάτευτους στὸ κακό, χάνουμε τὶς δυνάμεις μας καὶ τὸ νοιώθουμε! Δηλαδή, ΜΕΙΟΝΕΚΤΟΥΜΕ! Ἀλλὰ ἡ ὑπερηφάνειά μας —ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἀφήνουμε νὰ ὑπερισχύσει μέσα μας— βδελύσσεται τὴν γνήσια ἐλευθερίας μας, καὶ ὑφαίνει τὴν βαρβαρότητα τῆς αὐτοδικαίωσης· τὴν ὁποία μετὰ θὰ χρειαστοῦμε σὲ “ἐπαυξημένη δόση”, γιὰ νὰ κουκουλώσουμε καὶ τὴν κατωτερότητα ποὺ θὰ νοιώθει ἡ ψυχή μας, ἔχοντας ἀπομακρυνθεῖ πιὰ ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ… Ἀκολουθώντας τὴν “γνώμη τοῦ διαβόλου” γιὰ αὐτοδικαίωση, γινόμαστε κι ἐμεῖς ἐνάντιοι στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Δικαιοσύνη Του! Ἄν δὲν μετανοήσουμε γιὰ τὴν πανουργία τῶν σκέψεών μας, τὸ πνεῦμα μας γίνεται “πρωτόγονο”, δηλαδὴ τὸ πνίγει ἡ ἀπελπισία… Κάποιες ἀπὸ τὶς λέξεις, μοῦ πίεσαν τὴν ψυχή. Ἐπειδὴ δὲν ἔριξα τὴν “σκάλα” στὴν Νιόβη, μπορεῖ νὰ τὴν ἄφησα ἐκτεθειμένη στὸ κακό; Ὅμως σύμφωνα μὲ τὴν Δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ, μήπως αὐτὸ θεωρηθεῖ ὡς… ἐπανάσταση στὴν ἀγάπη Του; Τί ῥωτάω; Μήπως πηγαίνοντας στὸ νέο σχολεῖο, δὲν ἄρχισα νὰ κρίνω μέσα μου τοὺς πᾶντες, λέγοντας στὸν ἑαυτό μου, ὅτι μπροστά τους ἐγὼ εἶμαι “ψυχούλα”; Δὲν ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὴν προσευχή; Ἔχοντας ἤδη τὴν ἐμπειρία ἀπὸ τὴν γλύκα τῆς πίστης, μπορῶ καὶ καταλαβαίνω τώρα ὅτι ὄντως μπέρδεψα τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό! Δηλαδή, ἔγινα κι ἐγὼ βάρβαρη… Μήπως δὲν ἦταν τὸ κυνηγητὸ γιὰ “θεραπεία” τῆς ψυχῆς, ἔξω ἀπὸ τὴν Δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ, ἕνα σημάδι ἀπελπισίας; Ἤ, ἡ κατωτερότητα τῆς “ἀνυπαρξίας”, ποὺ ἐπιφυλάσσει ἡ ἀνία στὴν ζωή; Ἡ αἴσθηση ὅτι βρισκόμουν στὸ χεῖλος ἑνὸς γκρεμοῦ, ἐπιχειροῦσε καὶ τώρα νὰ εἰσηγηθεῖ τὴν ἀπελπισία… «Παππού, εἴμαστε κατὰ φαντασίαν πολιτισμένοι! Στὴν πραγματικότητα ὅλοι βρίσκουμε μέσα μας κάποια βαρβαρότητα…».

«Ὅλες οἱ συγκρούσεις στὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων ἔχουν τὴν ἴδια αἰτία, Εὐαγγελία μου, τὰ “καταπλάσματα” ποὺ βάζουμε στὴν ψυχή, ἐνῶ πλάστηκε νὰ θεραπεύεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ! Δεσπότης εἶναι Ἕνας, ὁ Χριστός! Ἐπειδὴ δὲν εἶναι δεσπότης ὁ ἀντίθετος, γίνεται δεσποτικὸς καὶ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ζεῖ ὡς ἀδέσποτος… Ὅμως ἡ μοναδικὴ ἀπόλαυση ποὺ μπορεῖ νὰ νοιώσει ἡ ψυχή, εἶναι ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ ἀέναη Ἀγάπη Του! Εἶναι ἡ μοναδικὴ γεύση ποὺ τὴν ἱκανοποιεῖ ἀπολύτως, καὶ τὴν ἀναπαύει!».

«Μὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας στὸν Χριστό, ὑποτασσόμαστε στὴν Δικαιοσύνη Του, καὶ μένουμε προστατευμένοι! Εἶχα παρεξηγήσει κάτι ποὺ μοῦ εἶπες παλιά, ὅτι ἄν ταπεινώνομαι καὶ βάζω τὸν ἑαυτό μου κάτω ἀπὸ ὅλους θά νιώθω ἀνακούφιση, ἐπειδὴ θὰ βλέπω τὰ πάντα ἀλλιῶς. Ἀντὶ νά κατηγορῶ τοὺς ἄλλους ὅτι δέν μὲ ἀγαπᾶνε καὶ δὲν μὲ προσέχουν, νὰ κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου, καὶ ἔτσι τὸ φορτίο θὰ εἶναι ἐλαφρύ, ἐπειδὴ θὰ ἔρχεται ἡ θεία Χάρη! Ὅταν κατηγορῶ τοὺς ἄλλους, τό φορτίο εἶναι βαρύ!».

«Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέει, ὅτι ὁ Θεὸς λογαριάζει σὰν δικαιοσύνη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, καὶ ὄχι τὴν γνώση. Ἡ πίστη εἶναι ἡ πύλη ποὺ θὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν Παράδεισο, ἐπειδὴ εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ μᾶς κάνει πραγματικὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ! Ἔχοντας ὡς πρώτη ἀληθινὴ ἀνάγκη ποὺ θέλουμε νὰ ἱκανοποιήσουμε, τὴν βαθύτατη ἐπιθυμία γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἀποδεχόμαστε ἐξ ὅλης καρδίας τὶς διδασκαλίες τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου! Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαιοῦσα πίστη. Δικαιώνομαι, σημαίνει σώζομαι, καὶ ἡ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται ἀπὸ τὸν Χριστό! Στὴν γῆ ἐρχόμαστε γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ σωθοῦμε! Τὴν δικαιοῦσα πίστη ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ ἐμψυχώσει μὲ ἔργα ἐνάρετα καὶ ἅγια. Τότε ἡ πίστη του γίνεται ζῶσα πίστη, δηλαδὴ ζωντανὴ πίστη. Ἡ ἁπλὴ ὁμολογία τῆς πίστης χωρὶς χριστιανικά, ἐνάρετα καὶ ἅγια ἔργα, εἶναι νεκρὴ πίστη».

Νεκρὴ πίστη… Ὁ παπποὺς εἶπε ὅτι ῥίχνοντας στὸν ἄλλο μία “σκάλα”, ἐξουδετερώνουμε ἀπὸ κοινοῦ τὸ χάσμα δίπλα μας. Μήπως ἄφησα “ἐπίτηδες” τὴν Νιόβη νὰ περικυκλώνεται ἀπὸ τὸ χάσμα; Τί τῆς ἔκανα καὶ μὲ ἀντιπάθησε ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες; Μήπως ἐπειδὴ ἤμουν διαφορετικὴ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα παιδιά; Ἄν δὲν ἤμουν, θὰ μὲ συμπαθοῦσε, ἤ θὰ τῆς ἤμουν ἀδιάφορη; Ἕνα βαρὺ χτύπημα μέσα στὴν καρδιά μου, τὴν ἔκανε καὶ “δούλεψε”! Ἴσως ἡ Νιόβη βλέποντας κάτι διαφορετικὸ πάνω μου, νὰ πίστεψε ὅτι θὰ ἀνοιγόταν μπροστά της κάποιος κόσμος ἐλπίδας, γιὰ τὸν ὁποῖο νὰ ΔΙΨΟΥΣΕ! Ἔνοιωσα τὰ χέρια μου νὰ ἱδρώνουν. Μὲ τὴν ὑπερηφάνεια τῆς ἀποδοκιμασίας γιὰ ὅλους, ποὺ θὰ ἔβλεπε στὸ βλέμμα μου —ποὺ φώναζε ὅτι ἡ ψυχή μου μειονεκτοῦσε— καὶ ἀκολουθώντας μὲ εὐκολία τὶς ῥηχὲς ἐπιλογὲς ποὺ ἔκανε ἡ Καλυψώ, ἔκρυψα ἀπὸ τὰ μάτια τῆς Νιόβης τὶς ἀξίες ποὺ μὲ μεγάλωσαν, καὶ μᾶλλον τὴν ἀπογοήτευσα! Ἴσως ἀκόμα καὶ νὰ τὴν πλήγωσα, ἄν ἀντὶ γιὰ τὴν ποιότητα ποὺ θὰ εὐχόταν ὅτι θὰ τῆς ἀποκάλυπτα, διαπίστωσε ὅτι ἤμουν…. κατὰ φαντασίαν ἐνάρετη! Δηλαδὴ δὲν μὲ ἀδικοῦσε; Μόνη μου διέβαλλα τὸν ἑαυτό μου στὴν Νιόβη, πληγώνοντάς της τὸ φιλότιμο — γιὰ τὰ δικά μου “συμφέροντα”; Μήπως ὅμως ἀπογοήτευσα καὶ τὴν Καλυψώ, ποὺ ἡ ζωή της ἦταν ἀπελπιστικὰ ἄδεια; Μήπως πήγαινε στὸ πάρκο χωρὶς λόγο, ἔχοντας τὴν ἀμυδρὴ ἐλπίδα γιὰ κάτι, τοῦ ὁποίου ἡ ούσία νὰ θύμιζε τὴν ζῶσα πίστη; «Παππού, μὲ τὴν αὐτοδικαίωσή μου λύπησα πολὺ τὸν Φύλακα Ἄγγελό μου! Ἄν φρουροῦσα τὴν καρδιά μου ἀπὸ τὴν σκληρότητα, θὰ μποροῦσα νὰ δῶ ὅτι οἰ ἄνθρωποι γύρω μου δὲν ἦταν ἐχθροί, ἀλλὰ ἄφησαν τὴν γνήσια ἐλευθερία τους ἀφρούρητη ἀπὸ τὸ κακό! Ἄν δὲν καταφρονοῦσα τὴν δυστυχία τους, θὰ γινόταν μεγάλη χαρὰ στὸν οὐρανὸ γιὰ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς…».

«Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά, ἐγγονή μου! Τὸ “χαμένο πρόβατο” ἀδυνατεῖ νὰ ὁδηγεῖ μόνο του τὴν ψυχή του, ἔχει ἀνάγκη νὰ βρίσκεται πάντα δίπλα στὸν Ἅγιο Ποιμένα του! Ὅμως κι Ἐκεῖνος, ἔχει πάρει τὴν σωτηρία μας στοὺς ὤμους Του, ἄν συμμαχοῦμε μαζί Του! Ἔχει κάνει τόσες θυσίες ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του! Κάθε καταπληγωμένη ψυχὴ ποὺ ἐλπίζει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν γκρεμὸ ποὺ εἶναι παγιδευμένη, ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τοῦ Ἁγίου Ποιμένα ποὺ τὴν ἀναζητᾶ, θὰ Τοῦ ἀπαντήσει μὲ συγκίνηση, ποὺ θὰ μοσχοβόλισει τοὺς ἀλάλητους στεναγμούς τῆς εὐλογημένης χαρᾶς! Μόλις μισήσει τὴν ἁμαρτία, ἤδη θὰ ἔχει βρεθεῖ πάνω στὴν “σκάλα” ποὺ ἀκουμπάει στὸν οὐρανό! Κάθε ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ γίνει πραγματικὸ παιδὶ τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ ζήσει τὴν ὑπέρτατη εὐδαιμονία μέσα στὸ ἀναστάσιμο Φῶς Του! 

Οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος

ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Πατρὸς αὐτῶν.

Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

Οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ἔνδοξοι σὰν τὸν ἥλιο στὴν βασιλεία τοῦ οὐράνιου Πατέρα τους. Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ νὰ ἀκούει, ἄς ἀκούει [θὰ δώσει λόγο γιὰ ὅσα ἔχει ἀκούσει (Ματθ. 13,43)]

Τὸ βιβλίο μου εἶναι ἕτοιμο νὰ φτάσει

στὴν ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσή σου!

Διαβάζοντάς το, ξεκινᾶς ἕνα ταξίδι ἀπὸ δρόμο ποὺ εἶχε κλείσει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὸν τόπο μας! 

Θυμήσου τὰ λόγια μου…

Ὅποιος σιωπᾶ,

δείχνει ὅτι συναινεῖ!

Λίγα λόγια γιἀ ἐμένα,

μπορεῖς νὰ βρεῖς ἐδῶ.

Μοιραστεῖτε τὸ ἄρθρο μὲ τοὺς φίλους σας

Βασιλική Κουφή

Μπορεῖ τὸ ΠΑΡΑΛΟΓΟ νὰ δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπικρατεῖ, ἰσως ἀκόμα καὶ ὅτι παραγκωνίζει τὴν λογική, ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι καθόλου ἔτσι! Πρόκειται μόνο γιὰ ὉΜΙΧΛΗ, ποὺ ἡ ὑποτιθέμενη δύναμή της εἶναι ὅτι σὲ ἐμποδίζει νὰ δεῖς τί κρατάει κρυμμένο...Ἄν ἑστιάσεις πάνω της χάνει κάθε φορὰ τὸ πλεονέκτημά της, ποὺ εἶναι ὁ ἀφανής αἰφνιδιασμός! Ἀφοῦ τὸ πλεονέκτημα τοῦ παραλόγου εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός, τότε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ προετοιμαστοῦμε! Θὰ συγκρίνουμε τοὺς καρποὺς τοῦ παραλόγου μὲ τὴν ποιότητα ζωῆς ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, καὶ δὲν θὰ ἀφεθοῦμε στὴν... προκατασκευασμένη "τύχη μας"! Λέγομαι Βασιλικὴ Κουφῆ καὶ ἐδῶ μπορεῖτε νὰ διαβάσετε ἄρθρα ποὺ επιδιώκουν νὰ «ἀπονευρώσουν» ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ!