You are currently viewing -Ναὸς Θεοῦ ἐσμὲν

-Ναὸς Θεοῦ ἐσμὲν

«Θεοχάρη, τοῦ ἔδωσες καὶ κατάλαβε, ἔ;», εἶπε ὁ Δρόσος ὅπως ἔκατσε καὶ αὐτὸς νὰ πιεῖ λίγο νερὸ καὶ νὰ πάρει μία ἀνάσα.

Ἤμασταν καὶ οἱ δύο μέσα στὸν ἱδρώτα καὶ τὴν σκόνη, ἀλλὰ τὶς περισσότερες παλιατζοῦρες τὶς εἴχαμε πετάξει ἀπὸ τὴν ἀποθήκη. Ὁ ἀδερφός μου ζεῖ μακριά, μὲ τὴν οἰκογένειά του.Ἦρθε ὅμως γιὰ νὰ μὲ βοηθήσει, γιὰ νὰ μὴν ἀνακατευτεῖ ὁ πατέρας μὲ τὸ καθάρισμα. Ἔχουμε μεγάλη διαφορὰ ἡλικίας· ἐγὼ γεννήθηκα ὅταν ὁ Δρόσος ἦταν στὴν ἡλικία μου, δηλαδὴ στὰ δέκα πέντε του. Σπούδασε μακριά, καὶ μετά παντρεύτηκε· τώρα περιμένει νὰ γεννηθεῖ τὸ δεύτερο παιδί του. Δὲν τὸν ἔχω ζήσει πολὺ ἀπὸ κοντά, περισσότερο μιλούσαμε στὸ τηλέφωνο, ἀλλὰ πάντα εἶχε ἰδιαίτερη θέση στὴν ζωή μου καὶ ὁ λόγος του μετροῦσε. Ξεκινώντας μὲ τὴν ἀποθήκη μὲ εἶδε ὅτι δὲν μιλιόμουν, καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ τοῦ ξέφευγα, τοῦ πέταξα βαριὰ ὅτι τσακώθηκα μὲ τοὺς δίδυμους. Μὲ αὐτὰ τὰ παιδιὰ μεγαλώσαμε μαζί, μένουν δίπλα μας. Ὅσο πέφτω μὲ τὰ μοῦτρα στὴν δουλειά, σκέφτομαι λιγότερο. Θὰ προτιμοῦσα νὰ μὴν κοίταζα καθόλου μέσα μου· ἄν ἦταν στὸ χέρι μου θὰ ἀπομόνωνα τὸ μυαλό! «Σιγὰ νὰ μὴν νυχτωθοῦμε ἐδῶ πέρα… Μόλις τελειώσουμε θέλω νὰ φύγω». 

«Εἶναι ἀκόμα μαζεμένα παιδιὰ οἱ δίδυμοι, ἤ χαλάσαν καὶ αὐτοί;». Ὁ ἀδερφός μου μὲ ἔβλεπε ὅτι δὲν ἤμουν στὰ καλά μου, καὶ ἐνεργοποίησε τὸ διαπεραστικό του βλέμμα, ἀποφασισμένος νὰ μάθει τὸν λόγο ποὺ εἶχα καταντήσει χειρότερος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κορόιδευα παλιότερα. Δὲν ξέρω ἄν ἦταν ἡ ἰδέα μου ὅτι μυριζόταν τὶς σκέψεις μου στὸν ἀέρα, ἀλλὰ δὲν κατάφερα ποτὲ νὰ τοῦ κρύψω κάτι! 

«Οἱ δίδυμοι λένε ὅτι χάλασα ἐγώ…», εἶπα καὶ κατάλαβα τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου μου, νὰ “τραβιοῦνται”. «Λένε ὅτι ἔγινα κυνικὸς καὶ ὅτι ἡ ἐξαλλοσύνη μοῦ ἀφαίρεσε τὴν ταυτότητα!». Ἔνοιωθα τὴν καρδιὰ νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ ἀναστάτωση, κάνοντάς την νὰ παφλάζει γιὰ ἄλλη μία φορά! Ὅσο δὲν μποροῦσα νὰ ἀποφασίσω ἄν συγχυζόμουν ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς φίλους μου, ἤ ἄν ἡ σύγχυση δὲν ἄφηνε τὰ μάτια μου νὰ δοῦν μὲ διαύγεια ὅσα μοῦ ἔλεγαν οἱ φίλοι μου, εἰσχωροῦσα βαθύτερα στὸν ἐσωτερικὸ διχασμὸ καὶ ἄδειαζα κι ἄλλο. «Λένε ὅτι ἡ λογική μου εἶναι κοντόφθαλμη, καὶ γι’ αὐτὸ οἱ κινήσεις μου εἶναι ἀγενεῖς…».

«Ἰσχύει;». Τὰ μάτια του κοιτοῦσαν σὲ βάθος, καὶ κατέγραφαν. 

«Ἐξαρτᾶται, πῶς τὸ βλέπεις… Προσωπικά, δὲν θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ὑποχρεωμένο νὰ πιστεύει αὐτὰ ποὺ παραδέχονται οἱ γέροι. Τὰ πράγματα ἔχουν ἀλλάξει, μποροῦμε νὰ κρίνουμε τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα! Στὴν ἐποχὴ τοῦ ὀρθολογισμοῦ οἱ προκαταλήψεις ἀμφισβητοῦνται, καὶ καθιερώνονται νέες ἀξίες! Ἄν ὅμως κάποιοι δὲν ἐκσυγχρονίζονται, τὸ πρόβλημα εἶναι δικό τους. Ὑπάρχει δηλαδή, διαφορὰ ἑρμηνείας τῶν πραγμάτων…».

«Γιατὶ μίλησαν γιὰ ἀγένεια οἱ δίδυμοι;».

«Ἰσχυρίζονται ὅτι λέω χοντράδες μπροστὰ στὰ κορίτσια, καὶ ὅτι δὲν τὰ σέβομαι, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ξεπερασμένα! Οὔτε τὰ κορίτσια δίνουν σημασία, ἐπειδὴ καὶ αὐτὰ ὑποχρεώνονται νὰ ἀμφισβητοῦν τὰ πάντα! Ἀδερφέ, τώρα τὸ προβάδισμα τὸ ἔχει ἡ κριτικὴ σκέψη, ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ πόσο σωστὰ ἔφτιαξαν τὸν κόσμο οἱ προηγούμενοι, ποὺ δὲν ξέρεις ποιοὶ ἀπὸ τοὺς διπλανούς σου εἶναι φίλοι σου καὶ ποιοὶ ἐχθροί σου…».

«Μάλιστα…», εἶπε ὁ Δρόσος, καὶ γιὰ λίγο φάνηκε νὰ ἀφαιρεῖται. «Λέγοντας ὅτι ἀμφισβητεῖς τὰ πάντα, φαντάζομαι πὼς νιώθεις νὰ ἀποκτᾶς κάποια ἐξουσία γιὰ νὰ λύσεις τὰ προβλήματά σου, σωστά;».

«Ἔ, δὲν πρέπει;».

«Ὅταν ἀμφισβητεῖς κάτι συγκεκριμένο, μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω· ὅμως ἔτσι γενικά, τί λόγο ἔχεις νὰ τὸ κάνεις; Αυτὸς ποὺ ἐκ πεποιθήσεως ὑποψιάζεται τοὺς πάντες λέγεται καχύποπτος, καὶ στὴν οὐσία, μέσα του τοὺς κατηγορεῖ ὅλους! Αυτὸ δείχνει ὅτι ἀποδίδει εὐθύνες ἀόριστα, χωρὶς νὰ ἔχει συγκεκριμένα κριτήρια γιὰ νὰ κρίνει συγκεκριμένες καταστάσεις. Ὅμως προφανῶς, ὅποιος τοῦ λέει νὰ ἀμφισβητεῖ τὰ πάντα —ἄς τὸν ποῦμε “σύμβουλο”— ἀποφασίζει γιὰ λογαριασμὸ τοῦ καχύποπτου ὅτι δὲν χρειάζεται προηγουμένως νὰ ἐρευνᾶ, πρὶν καταλήξει νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τὸν ὑποκινεῖ ὁ σύμβουλος. Ἐδῶ τίθεται θέμα, ἐπειδὴ τὰ κριτήρια προκύπτουν ἀπὸ τὶς γνώσεις ποὺ ἔχουμε ἀποκομίσει. Χωρὶς γνώσεις ὁ ἄνθρωπος εἶναι “ὑποτελὴς” σὲ ὅποιον τὸν ὑποκινεῖ, ἐπειδὴ καταλήγει “συνοδηγὸς” στὸ “ὄχημα”τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του! Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅταν ἀμφισβητεῖ “τὰ πάντα” καὶ ὑποκρίνεται ὅτι ξέρει ἐνῶ δὲν ξέρει ποῦ βρίσκεται, ὁ καχύποπτος ἔχει γίνει ἀλαζόνας καταχραστής, ἐπειδὴ στὴν πραγματικότητα ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΕΤΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ γιὰ νὰ περάσει τοὺς “δικούς του” ὑπερήφανους κανόνες! Μὲ τοὺς ὁποίους μάλιστα, ΘΑ ΚΡΙΝΕΙ τοὺς ὑπόλοιπους!». Βλέποντάς με νὰ ξεφυσάω δυνατά, ὁ Δρόσος δὲν ἔλαβε ὑπόψιν τὴν βαρυθυμία μου καὶ ἀπτόητος, συνέχισε νὰ δεσμεύει τὸ βλέμμα μου. «Ὅταν δὲν εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ διορθωθοῦμε, τὰ στραβά μας δὲν τὰ βλέπουμε, τὰ ἐξορθολογίζουμε. Κοίτα ὅμως τι γίνεται τώρα· λέγοντάς μας ὁ “σύμβουλος” “ἀμφισβήτησε τὰ πάντα”, μᾶς ἐπιβάλλει τὴν πεποίθηση ποὺ ἔχει διαλέξει ἐκεῖνος γιὰ ἐμᾶς! Αυτομάτως, ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμαστε τὴν “ἐξουσία” ποὺ “μᾶς ἐκχωρεῖ”(!), ὡς “δική μας προνομιακὴ ἐπιλογή”! Τότε ὄχι μόνο δὲν θὰ γνωρίσουμε πῶς εἶναι δομημένος ὁ κόσμος, ἀλλὰ θὰ ἐμποδιστοῦμε καὶ ἀπὸ τὴν γνωριμία τοῦ τρόπου ποὺ δομεῖται ὁ ἑαυτό μας! Μακριὰ ἀπὸ τὰ ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ δὲν ἔχεις τρόπο νὰ καταλάβεις ἄν κάτι εἶναι καλό, ἤ θὰ σὲ καταστρέψει! Δὲν μαθαίνεις νὰ κρίνεις, καταλαβαίνεις τί σοῦ λέω;». 

«Τί κάθομαι καὶ μιλάω; Ἐσύ ἔχεις μπεῖ στὸ σύστημα, καὶ εἶναι εὔκολο νὰ τὰ λὲς αὐτά! Ἐμένα ὅμως δὲν μπορεῖς νὰ μὲ καταλάβεις, στὸ ὑπογράφω!», εἶπα μὲ ἀπογοήτευση καὶ κατέβασα τὸ κεφάλι.

«Ναὶ ἀλλὰ θὰ μπορέσεις νὰ ὑπογράψεις, ἐπειδὴ τώρα βρίσκεσαι ἐδῶ! Τὸ ξέρεις ὅτι ἀκριβῶς ἐπειδὴ κάποτε ἀμφισβητοῦσα κι ἐγὼ “τὰ πάντα”, δὲν ἤθελα νὰ γεννηθεῖς;», ὁμολόγησε χαμηλόφωνα, καὶ κοιταχτήκαμε μὲ ἕναν τρόπο παράξενο, πρωτόγνωρο…

«Ὄντως;», εἶπα, καὶ ἀπὸ τὸ “γκρέμισμα” ποὺ ἔνιωσα, ξέχασα ὅλα ὅσα συζητούσαμε λίγο πρίν. Πίστευα ὅτι μιλοῦσα μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔκανε τὰ πάντα τέλεια, στὴν ζωή του… Γιὰ ποιό λόγο νὰ μὴν μὲ ἤθελε ἐμένα, ὁ Δρόσος; 

«Μὲ τοὺς φίλους μου θεωρούσαμε ὅ,τι εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν ὑπακοὴ πρὸς τὸν Χριστό, ὡς προκαταλήψεις, καὶ ἐμεῖς ἤμασταν ἀποφασισμένοι νὰ ξεμπερδέψουμε μὲ αὐτές!», εἶπε καὶ ἔνιωσα μιὰ ἀμυδρὴ ζάλη. «Θεωρούσαμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀνθρώπους “σοβαρῶν ἀπαιτήσεων”, προορισμένους ΝΑ ΕΛΕΓΧΟΥΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥΣ! Ὅταν εἶδα πὼς ἡ μάνα ἔλεγε στὰ σοβαρὰ ὅτι θὰ φούσκωνε ἡ κοιλιά της καὶ ὅτι θὰ εἴχαμε γεννητούρια, θύμωσα, ποὺ δὲν εἶχαν κανέναν ἔλεγχο στὴν δική τους ζωή! Ἡ Πολυξένη χαιρόταν ποὺ θὰ εἶχε κι ἄλλο ἀδερφάκι, δὲν τὴν πείραζε ποὺ θὰ φαινόταν σὰν μαμά του· ἐγὼ ὅμως τοὺς δημιούργησα προβλήματα, ἐπειδὴ στὸ μυαλό μου εἶχα “ἄλλους κανόνες”, ὑπερήφανους, καὶ θεώρησα τὴν ὐποκοὴ τῶν γονιῶν μας στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἀσυμβίβαστη μαζί τους…». Οὔτε ὁ Δρόσος ἄφηνε τὰ μάτια μου, οὔτε ἐγὼ τὰ δικά του.

«Ναὶ ἀλλὰ πῶς ξεκίνησε ὅλο αὐτό; Ἐσὺ ἀπὸ παιδὶ ἤσουν ὑπόδειγμα ἄμεμπτης συμπεριφορᾶς!».

«Γιατί, ἐσὺ τί ἤσουν; Μιὰ ζωὴ δὲν ὑπερασπιζόσουν τοὺς ἀδύναμους; Δὲν ἀγανακτοῦσες ἐπειδὴ ἤθελες νὰ ἐπικρατεῖ ἡ δικαιοσύνη;», εἶπε καὶ ἔνιωσα ἕνα κάψιμο στὴν πληγὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ διχασμοῦ μου, σὰν νὰ ἔφτασε ἡ ματιά του καὶ ὥς ἐκεῖ! «Ὅμως ἔχει ἐνδιαφέρον νὰ μάθεις πῶς ξεκίνησε ὅλο αὐτό. Ἕνας ἀπὸ τοὺς καθηγητές μου στὸ γυμνάσιο, ποὺ τὸ σπίτι του τότε ἦταν ἐδῶ κοντά, εἶχε περάσει καὶ ἀπὸ κάποια πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης, πρὶν διδάξει. Αὐτὰ ποὺ πιστεύαμε μὲ τοὺς φίλους μου, ἦταν οἱ δικές του ἰδέες, οἱ “εὐρωπαϊκές”, ποὺ τὶς συζητοῦσε σὲ κάθε εὐκαιρία. Συγκεκριμένα μᾶς ἔλεγε ὅτι ἡ “συστηματικὴ ἀμφιβολία” εἶναι ὁ μόνος δρόμος πρὸς τὴν ἀληθινὴ γνώση, καὶ ἔπρεπε νὰ ἀμφιβάλλουμε γιὰ ὅλα, ὥστε ἡ προκατάληψη νὰ βρεθεῖ ἀντιμέτωπη μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο! Νὰ μὴν βιαζόμαστε δηλαδὴ νὰ συμπεριλάβουμε στὶς κρίσεις μας κάτι ποὺ στὸν νοῦ, δὲν θὰ παρουσιάζεται ἀπολύτως εὐδιάκριτα· οὔτε νὰ παραδεχόμαστε ποτὲ τίποτα γιὰ ἀληθινό, ἄν δὲν τὸ παραδέχεται καὶ τὸ μυαλό μας ὡς ἀληθινό!».

«Ναὶ ἀλλὰ γιατὶ δημιούργησες προβλήματα στοὺς δικούς μας; Γιατὶ εἶχες ἀντίρρηση νὰ ἔχετε καὶ ἐμένα;».

«Σοῦ εἶπα, ἤμουν καχύποπτος μὲ τὶς “προκαταλήψεις τοῦ χθές” καὶ τοὺς κατηγοροῦσα ὅλους, προσπαθώντας νὰ τοὺς πείσω ὅτι εἶχα δίκιο! Δὲν σκόπευα νὰ σοῦ τὰ ἔλεγα, ἀλλὰ ἐπειδὴ τώρα ἐπιβάλλεται, ἑτοιμάσου ψυχολογικά! Ὁ καθηγητὴς αὐτὸς ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα “σκωληκόβρωτο ἄνθος” καὶ τίποτα παραπάνω! Ἰσχυριζόταν ὅτι δὲν ὑπῆρχε Θεός, πόσο μᾶλλον νὰ εἶναι καὶ ἀγωνοθέτης, καὶ ὅτι οἱ ἀντιλήψεις περὶ Θεοῦ ἤταν “γραώδεις”, δηλαδὴ παλιομοδίτικες, γιὰ τοὺς γέρους… Μιλοῦσε μὲ πάθος γιὰ θνητοψυχία, δηλαδὴ δὲν δεχόταν νὰ ἀκούσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νὰ ζεῖ στὴν ἀθανασία! Συγκεκριμένα γιὰ τὰ ἔμβρυα εἶχε πεῖ, ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ “ἀνθίζουν” καὶ ὅλα, ἀλλὰ δὲν χάνουν καὶ τίποτα…». 

«Ναὶ ἀλλά, ὅταν σοῦ λέει ὁ ἄλλος ὅτι πρέπει νὰ ξεπεραστοῦν οἱ “προκαταλήψεις”, δὲν μπορεῖς νὰ ξέρεις πῶς ἀκριβῶς τὸ ἐννοεῖ αὐτὸς μέσα στὸ κεφάλι του…», εἶπα σὰν χαμένος μουδιάζοντας ὅσο συνειδητοποιοῦσα τὴν κακία, ποὺ λιμπιζόταν νὰ μὲ “μαράνει” ὅταν βρισκόμουν στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου! Θὰ ἦταν ἀνήθικο νὰ ἐπικρατοῦσε ἡ ἀντίληψη αὐτοῦ τοῦ ἐπικίνδυνου “σύμβουλου”, καὶ νὰ μὴν μποροῦσε ἡ μάνα μου νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ζωή μου! Σὰν νὰ “ξύπνησε” ἡ ψυχή μου, εἶδε τὴν ζωὴ τῶν γονιῶν μου σὰν νὰ τοὺς γνώρισε ἐκείνη τὴν στιγμή, καὶ παρατηροῦσε τὸν ἀγώνα τους, ποὺ —λόγῳ ἡλικίας— ἦταν διπλάσιος ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῶν δύο πρώτων παιδιῶν τους! Ἦταν “ὅλα ἐναντίον τους”, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἤξεραν νὰ ὑπακοῦν στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ! Τὸ στόμα τους δὲν παραπονέθηκε ποτέ, οὔτε μὲ ἄφηναν νὰ καταλάβω ὅτι μοῦ προσέφεραν περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι ἄντεχαν! «Ἄν ἦταν νὰ πέθαινε ἡ ψυχή, καὶ δὲν παίρναμε τὸν ἑαυτό μας στὰ σοβαρά, τί νόημα θὰ εἶχαν ὅλα; Ἐπίτηδες σᾶς ἔλεγε αὐτὰ τὰ ψέματα, γιὰ νὰ μὴν ὑπερασπίζεστε τὸν ἑαυτό σας!». Μέσα στὴν σκέψη μου ποὺ εἶχε παγώσει, πέρασε αὐτὸ ποὺ εἶπα νωρίτερα, ὅτι δὲν ξέρουμε ποιοὶ ἀπὸ τοὺς διπλανούς μας εἶναι φίλοι μας καὶ ποιοί ἐχθροί μας, ἀλλὰ ἡ πλευρὰ ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ ἔβλεπα τώρα, εἶχε ἀλλάξει…

«Ἡ ὑπερηφάνεια τὰ κάνει ὅλα, Θεοχάρη, ἡ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια… Στὴν ἀρχὴ σοῦ λέει ὅτι ὑπάρχει μόνο τὸ ἄσπρο καὶ τὸ μαῦρο, καὶ μόλις σὲ φέρει μὲ τὰ νερά της, δὲν ἡσυχάζει ἄν δὲν παραδεχτεῖς τὴν νύχτα, γιὰ ἡμέρα!».

«Θέλεις νὰ πεῖς ὅτι κάποια στιγμὴ ἄλλαξες γνώμη; Δὲν σὲ πείραζε ποὺ εἴχατε καὶ ἐμένα στὸ σπίτι;», ῥώτησα κάπως ἀδέξια. Ὁ Δρόσος ἦταν τὸ πρότυπό μου, εἶχα ἀνάγκη νὰ τὸν βλέπω νὰ βαδίζει μὲ τιμή, παρόλο ποὺ παραδεχόμουν τώρα ὅτι τὸν τελευταῖο καιρό, ἐγὼ εἶχα λοξοδρομήσει ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς τιμῆς… 

«Οὐδὲν κρυπτὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον, ἀδερφέ! Βλέπεις, ὁ καλὸς Θεὸς εἶχε φέρει αὐτὸν τὸν καθηγητὴ νὰ μένει κοντά μας, καὶ “ἔτυχε” νὰ δῶ μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια τὴν φαυλοβιότητα ποὺ ἀπέκρυπτε… Πίστευε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι “ἀφύλαχτος” καὶ γιὰ νὰ ὑποστηλώσει τὴν δοξομανία του, παραβίαζε τὴν συνείδησή μας, γεμίζοντας τὴν ψυχή μας μὲ τὶς “βδέλλες του”… Κατὰ τοὺς θεοφόρους Πατέρες, “ὁ διεφθαρμένος βίος γεννάει καὶ διεφθαρμένες ἰδέες”! Ἡ νίκη τοῦ διαβόλου πάνω μας, δὲν εἶναι ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸν νικήσουμε, ἀλλὰ οἱ διεφθαρμένες ἰδέες, μᾶς κάνουν νὰ μὴν θέλουμε νὰ τὸν πολεμήσουμε!».

«Αὐτὸς ἦταν ὁ “ἀπόλυτος ἔλεγχος” ποὺ ἤθελε γιὰ τὴν ζωή του; Ἡ φαυλότητα;», εἶπα ἀπορημένος καὶ μὲ τὸν ἑαυτό μου· ἡ μόνη ποὺ δὲν ἀμφισβήτησα καὶ δὲν “ἔκρινα”, ἦταν ἡ ἴδια ἡ κριτικὴ σκέψη… «Δηλαδή, ἡ δουλειὰ τῶν διεφθαρμένων ἰδεῶν εἶναι νὰ σὲ “πετύχουν” γιὰ νὰ σὲ διχάσουν! Τότε ἡ ψυχὴ ἀρχίζει νὰ σπαράσσεται… Οἱ γονεῖς μας ὅμως ἀντιστάθηκαν! Κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ ἀποσπάσει τὴν ζωή τους ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ὄντως εἶχαν ἔλεγχο πάνω στὴν ζωή τους!».

«Πάντα ἡ μάνα μᾶς λέει νὰ ζοῦμε χριστιανικά, δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος. Ἐπιμένει, ὅτι ἔτσι θὰ μένουμε στέρεοι στὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια, καὶ τὸ ἄστρον τῆς συνειδήσεως θὰ βασιλεύει μέσα στὴν καρδιά μας!».

«Τώρα εἶναι ἡ σειρά σου, νὰ τὰ μάθεις αὐτὰ στὰ παιδιά σου. Τόσα πράγματα εἴδαμε μεγαλώνοντας!».

«Καλὰ τὸ εἶπες, ΕΙΔΑΜΕ! Γιὰ νὰ γίνουν τὰ παιδιὰ πρόμαχοι τῶν Ἱερῶν καὶ τῶν Ὁσίων μας, πρέπει νὰ δοῦν ἀπὸ τὸ γνήσιο ὀρθόδοξο βίωμά μας, ὅτι δὲν ἐπιτρέπουμε σὲ κανέναν νὰ χαρακτηρίζει τὴν Παράδοσή μας ὡς “προκαταλήψεις”! Ἔχοντας μεγαλώσει καὶ τὰ παιδιά μας μὲ τὶς οὐράνιες καὶ τὶς γήινες ῥίζες τους, δὲν θὰ καταφέρνουν οἱ διεφθαρμένες ἱδέες νὰ τὰ “πετύχουν”, γιὰ νὰ τὰ διχάσουν! Ὁ ἐνάρετος τρόπος ζωῆς τῆς οἰκογένειας προφυλάσσει τὸν ἄνθρωπο, καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πλανηθεῖ μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια!

Ἀδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν,

ἀλλὰ τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε

Ἀδεφλοί, νὰ μὴν συμπεριφέρεστε σὰν νὰ εἶστε ἀκόμα παιδιὰ στὸ μυαλό, ἀνίκανοι νὰ σκεφτεῖτε σοβαρὰ καὶ συνετά, ἀλλὰ νὰ γίνεστε μόνο ὡς πρὸς τὴν κακία ἀπονήρευτοι καὶ ἀθῷοι σὰν τὰ νήπια. Στὸ μυαλὸ ὅμως καὶ τὴν φρόνιμη σκέψη, φροντίζετε πάντα νὰ γίνεστε τέλειοι ἄνδρες. (Α΄ Κορ. 14,20)

Τὸ βιβλίο μου εἶναι ἕτοιμο νὰ φτάσει

στὴν ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσή σου!

Διαβάζοντάς το, ξεκινᾶς ἕνα ταξίδι ἀπὸ δρόμο ποὺ εἶχε κλείσει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὸν τόπο μας! 

Θυμήσου τὰ λόγια μου…

Ὅποιος σιωπᾶ,

δείχνει ὅτι συναινεῖ!

Λίγα λόγια γιἀ ἐμένα,

μπορεῖς νὰ βρεῖς ἐδῶ.

Μοιραστεῖτε τὸ ἄρθρο μὲ τοὺς φίλους σας

Βασιλική Κουφή

Μπορεῖ τὸ ΠΑΡΑΛΟΓΟ νὰ δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπικρατεῖ, ἰσως ἀκόμα καὶ ὅτι παραγκωνίζει τὴν λογική, ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι καθόλου ἔτσι! Πρόκειται μόνο γιὰ ὉΜΙΧΛΗ, ποὺ ἡ ὑποτιθέμενη δύναμή της εἶναι ὅτι σὲ ἐμποδίζει νὰ δεῖς τί κρατάει κρυμμένο...Ἄν ἑστιάσεις πάνω της χάνει κάθε φορὰ τὸ πλεονέκτημά της, ποὺ εἶναι ὁ ἀφανής αἰφνιδιασμός! Ἀφοῦ τὸ πλεονέκτημα τοῦ παραλόγου εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός, τότε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ προετοιμαστοῦμε! Θὰ συγκρίνουμε τοὺς καρποὺς τοῦ παραλόγου μὲ τὴν ποιότητα ζωῆς ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, καὶ δὲν θὰ ἀφεθοῦμε στὴν... προκατασκευασμένη "τύχη μας"! Λέγομαι Βασιλικὴ Κουφῆ καὶ ἐδῶ μπορεῖτε νὰ διαβάσετε ἄρθρα ποὺ επιδιώκουν νὰ «ἀπονευρώσουν» ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ!