You are currently viewing -Κουτὶ παραπόνων

-Κουτὶ παραπόνων

«Δὲν μπορεῖς νὰ περιμένεις λίγο, παιδάκι μου;», ῥώτησα βαριεστημένα τὸν δεκάχρονο ἀδερφό μου. Τὸν ἄκουγα ἀπὸ ὥρα νὰ γκρινιάζει, ἀλλὰ δὲν ἔβγαζα τὰ ἀκουστικὰ ἀπὸ τὰ αὐτιά. 

«Τώρα θέλω τὰ ῥοῦχα μου! Ἄκουσες;», εἶπε ὁ Νεοκλῆς, καὶ στένευε τὰ μάτια ὅπως μὲ κοίταζε ἕτοιμος γιὰ ἐπίθεση. Εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὴν μαμὰ νὰ τοῦ κατεβάσει τὰ καλοκαιρινά, ἀλλὰ ἡ μαμὰ εἶπε νὰ τὸ ἔκανα ἐγὼ κάποια στιγμή. Δὲν ἤθελα νὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι κι ἄς ἦταν ἀπόγευμα. Ἔνιωθα νὰ βρίσκομαι μεταξύ ὕπνου καὶ ξύπνιου, σὰν νὰ νυστάζει ἡ ψυχή μου καὶ νὰ ἔχουν βασιλέψει τὰ μάτια της. Τὸ σῶμα μου ὑπέφερε ἀπὸ ἀδράνεια, σὰν νὰ μὲ πάτησε ὁδοστρωτήρας καὶ νὰ τὸ παράχωσε στὴν ἀπραξία…

«Εὐθαλία, σήκω! Δὲν μπορῶ νὰ τὸν ἀκούω!». Μόλις φώναξε ἡ μαμά, τὰ μάτια τοῦ Νεοκλῆ ἀγρίεψαν περισσότερο. Αὐτομάτως ἁρπάχτηκα ἀπὸ τὸν θυμό, ἐπειδὴ ἐπιτέλους δὲν ἤθελα νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ πρέπει, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θέλω! Πετάχτηκα ἐκνευρισμένη καὶ ἄνοιξα τὴν σκαλίτσα, ἅπλωσα τὰ χέρια καὶ κατέβασα ἀπὸ τὴν ντουλάπα τὴν θήκη μὲ τὰ καλοκαιρινὰ τοῦ ἀδερφοῦ μου.

Τώρα ποὺ μὲ ἄφησε στὴν ἡσυχία μου θὰ μποροῦσα νὰ περιπλανηθῶ ἀνενόχλητη στὰ κοινωνικὰ δίκτυα, γιὰ νὰ δῶ τί λένε οἱ τοξικοὶ ἄνθρωποι τῆς τάξης μου. Ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς βγάλουμε ἀπὸ τὴν ζωή μας εἶναι μεγάλο πρόβλημα, ἐπειδὴ θέλουν νὰ μᾶς ἐξαντλοῦν! Ὅσο περισσότερο τοὺς δίνουμε τὴν προσοχή μας, τόσο θὰ ἀπαιτοῦν περισσότερα ἀπὸ τὸν χρόνο μας! Εἰδικὰ κάποιες φίλες μου, δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ποῦν “εὐχαριστῶ” γιὰ τὶς θυσίες ποὺ ἔκανα γι’ αὐτὲς… Ὅταν θὰ μποῦμε ὅμως στὸ λύκειο, θὰ καταλάβουν ὅτι θὰ κοιμηθοῦν ὅπως ἔστρωσαν…

Ὁ μπαμπὰς λέει ὅτι ὁ καναπὲς εἶναι καπαρωμένος ἀπὸ ἐκεῖνον τὰ ἀπογεύματα, ὁπότε ἀναγκάζομαι νὰ βλέπω τὶς νεανικὲς σειρὲς στὴν τηλεόραση, ἀπὸ τὸ δωμάτιό μου. Καλύτερα! Νὰ μὴν ἀκούω εἰδήσεις, γιατὶ ὁ πατέρας μου τὶς “λατρεύει”!

«Παστίτσιο φάγαμε καὶ τὸ μεσημέρι! Θὰ ξαναφᾶμε;», διαμαρτυρήθηκα στὴν μαμά, ποὺ εἶχα ὄρεξη νὰ παραγγείλουμε κάτι ἀπό ἔξω γιὰ βραδινό. Ἔτσι κι ἄλλιῶς, σὲ ὅλους μας ἐδῶ ἀρέσει τὸ ἕτοιμο φαγητό, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς στὴν παραγγελία συνδυάζουμε καὶ κρέπες, κάποιο ταψάκι μὲ γλυκό, ἤ ὅ,τι ἄλλο πλησιάσει τὴν φαντασία μας! “Ποιός μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ σὲ ἕνα γλυκό;” Αὐτὸ εἶναι τὸ σύνθημά μας! Γι’ αὐτὸ δουλεύουν καὶ οἱ δύο γονεῖς μας, γιὰ νὰ μὴν μᾶς λείπει τίποτα.

Αἰσθάνομαι ὅτι κάτι μοῦ λείπει… Κάνω ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι μου νὰ εἶμαι ἐνημερωμένη γιὰ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, νὰ ξέρω ὅλα αὐτὰ ποὺ περιμένει ἀπὸ ἐμένα ἡ ἡλικία μου, καὶ δὲν ὑπάρχει ἐπιθυμία μου ποὺ νὰ μὴν γίνεται πραγματικότητα. Ὁ ἑαυτός μου ὅμως ἔχει μία ἐπιθυμία καὶ βασανίζεται. Δὲν πλησιάζει, νὰ μοῦ πεὶ “ποιὰ εἶναι” καὶ ὅσο παραμένει ἀπραγματοποίητη, ἡ ψυχή μου τρέμει! Ἐπιπλέον, φοβᾶμαι ὅτι αὐτὸ ποὺ μὲ δυσκολεύει ἴσως κάποια στιγμὴ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ κάνω γιὰ νὰ κρατηθῶ, εἶναι νὰ παίρνω λίγο ἀπὸ τὸ ἄγχος μου καὶ νὰ τὸ διπλώνω στὰ χαρτάκια, ποὺ ἔχει ὁ κύβος γιὰ τὶς σημειώσεις πάνω στὸ γραφεῖο. Ὅταν ἔγραψα τὶς πρώτες σκέψεις μου, δὲν ἤξερα τί νὰ ἔκανα τὸ χαρτάκι καὶ ὅπως ἀνησυχοῦσα νὰ μὴν τὸ διαβάσει κανείς, τὸ δίπλωσα καὶ τὸ ἔριξα μέσα στὸν κουμπαρά μου. Ἦταν εἰρωνία ὅτι ἔριχνα τὴν “φτώχεια μου” μέσα στὸν “πλοῦτο μου”… Δὲν εἶχα κάποιο σχέδιο γιὰ τα χαρτάκια μὲ τὶς “σταλαγματιὲς τῆς ψυχῆς μου”, τὰ ἔριχνα καὶ τὰ ξεχνοῦσα. Μόλις εἶδα ὅτι τὸ ξεχείλισμα πάνω στὸ χαρτὶ μὲ ἀνακούφιζε, ἄλλαξα τὸ ὄνομα τοῦ κουμπαρᾶ καὶ τὸ ἔλεγα ΚΟΥΤΙ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ.

«Θέλω νὰ δῶ μέχρι ποῦ θὰ τὸ φτάσουν!», εἶπε ὁ μπαμπὰς ἀγανακτισμένος. Συνήθως εἶναι ξαπλωμένος στὸν καναπέ, ἀλλὰ ἐδῶ καὶ λίγες ἡμέρες βρίσκεται σὲ ἐγρήγορση, μὲ τὴν ἐκτεταμένη ἀπεργία τῶν φορτηγῶν. Ἀπὸ τὸ μεσημέρι καὶ μετὰ παρακολουθεῖ ταραγμένος τοὺς δημοσιογράφους καὶ τοὺς καλεσμένους τους, νὰ φωνάζουν καὶ νὰ ἀλληλοκατηγοροῦνται. Ἀπὸ ὅ,τι μπορῶ νὰ καταλάβω, οὔτε ὁ ἴδιος δὲν βγάζει ἄκρη, ὅπως ἐγώ. Τὸ μόνο ποὺ εἶναι ξεκάθαρο σὲ ὅλους, εἶναι ὅτι τὰ ῥάφια στὰ μαγαζιὰ ἄρχισαν νὰ ἀδειάζουν. Μετὰ ἀπὸ τόσες ἡμέρες ποὺ εἶναι ὅλοι ἀναστατωμένοι, τὸ ἐνοχλητικὸ εἶναι ὅτι ἡ μαμὰ δὲν μᾶς φτιάχνει ὅ,τι φαγητὸ τῆς ποῦμε ὅτι θέλουμε, γιὰ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα. Δὲν φτὰνει ποὺ μαγειρεύει ὅ,τι βρεῖ νὰ ψωνίσει, ἀλλὰ περιμένει ἐμεῖς νὰ τὸ φᾶμε! Τὸ “καλύτερο” εἶναι ποὺ ὁ μπαμπὰς ἔφερε ἕνα σακὶ μὲ πατάτες, καὶ πολὺ φοβᾶμαι ὅτι ἡ μαμὰ θὰ μᾶς ταράξει μὲ αὐτὲς… Λένε νὰ κάνουμε λίγη ὑπομονὴ μέχρι νὰ ξεπεραστεῖ τὸ πρόβλημα, καὶ νὰ τρῶμε χωρὶς γκρίνια ὅ,τι ὑπάρχει, ἀλλιῶς νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφαση ὅτι θὰ μένουμε νηστικοί…

«Τὸ πιστεύεις ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ παραγγείλουμε φαγητὸ ἀπὸ ἔξω;», εἶπα μουδιασμένη στὸν Θεμιστοκλῆ, ποὺ ἔβλεπα ὅτι εἶχε κι αὐτὸς τὴν ἴδια ἀμηχανία μὲ τὴν δική μου. Δὲν συνήθιζε νὰ ἔρχεται στὸ σπίτι μου, παρόλο ποὺ ζεῖ δίπλα, καὶ ποὺ μεγαλώσαμε μαζί. Στὴν τάξη μιλᾶμε, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ κι αὐτὸς νὰ καταλάβει τί γίνεται τριγύρω, ἦρθε μήπως καὶ βγάλουμε καμία ἄκρη. 

«Δὲν τὸ χωράει τὸ μυαλό μου νὰ μὴν ὑπάρχουν πράγματα στα ῥάφια!», εἶπε ὁ Θεμιστοκλῆς. «Πῶς μπορεῖ νὰ γίνεται αὐτό; Ἡ μάνα μου λέει ὅτι στὸ ἑξῆς θὰ τρῶμε λιγότερο, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν γίνεται!». Πιστεύοντας ὅτι αὐτὰ ποὺ ζούσαμε δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι πραγματικότητα, ἦταν φανερὸ ὅτι καὶ οἱ δύο ἤμασταν σὰν χαμένοι… Στὴν προσπάθεια νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ σπιτιοῦ, ἀνεβήκαμε στὴν ταράτσα. Ἐδῶ πάνω —λίγο κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ— εἴχαμε μία ἐλπίδα νὰ δοῦμε αὐτὸ ποὺ περνοῦσε ἀπαρατήρητο ἀπὸ τὰ μάτια μας. Ἐδῶ καὶ λίγες ἡμέρες δὲν περνοῦσε τὸ ἀπὸγευμα μὲ τὰ ἠλεκτρονικὰ παιχνίδια του μὲ τὸ ποδόσφαιρο. Ἐδῶ καὶ λίγες ἡμέρες δὲν εἶχα καμία διάθεση νὰ δῶ τὶς σειρές μου στὴν τηλεόραση μὲ τὰ δημοφιλῆ κορίτσια στὰ κολέγια, καὶ τὶς μηχανορραφίες τους γιὰ νὰ παραμείνουν στὴν πρώτη θέση τῆς ἀναγνωρισιμότητας. Ἡ σκέψη ὅτι μᾶλλον καὶ ἐκεῖνες ἦταν ἀνίδεες γιὰ τὴν “ἀνεξακρίβωτη ἐπιθυμία τοῦ ἑαυτοῦ τους”, ἔκανε τὸ στομάχι μου νὰ πονάει. Τί νόημα ἔχει νὰ χτίζεις τὶς “ἰσχυρὲς ἄμυνες” ποὺ θέλει ἡ προσωπικὴ βελτίωση, γιὰ νὰ μὴν δοῦν οἱ ἄλλοι τὰ ψέματα ποὺ λὲς στὸν ἑαυτό σου; Τί ἐξυπηρετεῖ “νὰ μὴν “βλέπεις” τί γίνεται γύρω σου, ἐκεῖ στὴν πραγματικότητα;

Σήμερα ἡ φυγὴ στὴν ταράτσα ἦταν μεγαλύτερη ἀνάγκη. Ἡ φράση στὴν ἔκθεση τῆς Ἰουστίνης ἀκουγόταν πάλι καὶ πάλι μέσα μου, καὶ ὅπως φάνηκε ἔκανε αἴσθηση καὶ στὸν Θεμιστοκλῆ. “Τὸ μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου τὸ παρουσιάζει ἡ ψυχή, καὶ ἡ μελέτη τοῦ ἀγῶνα της στὸν πνευματικὸ στίβο. Μόνο τὸ Φῶς τῆς Αἰωνιότητας μπορεῖ νὰ πυρπολήσει τὸ Ψέμα καὶ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἀπάτη μας!”. «Θυμᾶσαι ποὺ εἶχε πεῖ ἡ Ἰουστίνη ὅτι ὁ ἀγνώμονας εἶναι ἐγωιστὴς καὶ ἀναίσθητος, ἐπειδὴ νοιάζεται μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του;», εἶπα στὸν Θεμιστοκλῆ καὶ ξαναθυμήθηκα τὸ πιάτο μὲ τὶς βραστὲς πατάτες ποὺ ἔφαγα ἀδιαμαρτύρητα πρὶν λίγο. Στὸ μυαλό μοῦ ἔρχονταν συνέχεια τὰ κορίτσια ποὺ συνήθιζα νὰ ἀποκαλῶ “τοξικοὺς ἀνθρώπους”. Δὲν ἦταν σὲ καλύτερη κατάσταση ἀπὸ ἐμένα, ἤ τὸν Θεμιστοκλῆ. Δὲν ἤξεραν πῶς νὰ φερθοῦν, καὶ τὶς συμπόνεσα! Δὲν ὑπάρχουν τοξικοὶ ἄνθρωποι, αὐτὰ ποὺ διακήρυττε ἡ αὐτοβοήθεια, νὰ τοὺς ἀπορρίπτουμε, ἦταν κακία! Τώρα τὸ ἔβλεπα, ὅλοι ἔχουμε τὶς ἴδιες ἀνάγκες καὶ παιδευόμαστε ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐλλείψεις… Κατηγορώντας τὰ κορίτσια ὡς τοξικά, “φώναζα” ὅτι εἶχα χάσει τὸν αὐτοέλεγχό μου, καὶ αὐτὸ τώρα μὲ συγκλόνιζε! Ὅπως ἔπεφτε ἡ ψυχή μου ἀπὸ ψηλά, ἀγωνιζόταν νὰ προσανατολιστεῖ μέσα στὸν πνευματικὸ στίβο. 

«Τὸ θυμᾶμαι. Αὐτὸ ποὺ καταλαβαίνω γιὰ πρώτη φορά, εἶναι ὅτι ἄν βάζεις στὴν ἄκρη τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ κοιτάξεις τὸ “κέρδος σου”, αὐτὸ σταματάει νὰ σὲ συμφέρει! Αὐτὸ εἶναι ἡ ἐγωκεντρικότητα! Μὲ τοὺς δικούς μου, ἀρχίσαμε νὰ μιλᾶμε τώρα μεταξύ μας…».

«Θεμιστοκλῆ, ἀνακάλυψα ὅτι ὅσο κανακεύουμε τὸν ἑαυτό μας φαινόμαστε ἐξωτερικὰ νὰ εἴμαστε κοινωνικοί, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἴμαστε ἀποκλεισμένοι! Πρὶν μὲ ἀπωθοῦσε ἡ ἰδέα νὰ συζητήσω γιὰ νὰ βρῶ τὴν Ἀλήθεια! Ἔνιωθα ὅτι ἡ τηλεόραση δὲν μοῦ ἔδινε τὴν ἄδεια νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ δίπλα της! Τώρα ὅμως δὲν τῆς ἀναγνωρίζω ἐξουσία πάνω μου, πέρασε ἡ “ἐπίδρασή της”. Γιατί;». Πραγματικὰ ἔνιωθα σὰν νὰ εἶχα γλυτώσει ἀπὸ κάποιο “ἀνένδοτο” λήθαργο, καὶ δὲν συμφωνοῦσα μὲ τὴν ἔλλειψη σειρᾶς ποὺ διαπίστωνα μέσα μου! Ἔβλεπα τὴν ἐξυπνάδα μου σὰν μία στιβαρὴ δύναμη μέσα μου, ποὺ ὅμως τώρα εἶχα ἀνάγκη νὰ προσανατολίσω αὐστηρὰ πρὸς τὸν αὐτοσεβασμό! Πλέον τὸ ἔνιωθα ἔντονα σὰν τὴν μοναδικὴ σανίδα σωτηρίας ποὺ ἔβλεπα, ἀλλὰ δὲν ἤξερα τὸν τρόπο… «Ἡ Ἰουστίνη πρὶν φάει τὴν τυρόπιτα κάνει πάντα τὸν σταυρό της καὶ λέει “δόξα τῷ Θεῷ!”. Κάποια στιγμὴ τὴν ῥώτησα ποῦ χρειάζονται αὐτά, καὶ εἶπε ὅτι χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα. Ἡ ζωή μας βλασταίνει πάνω Του, καὶ ὅ,τι χρειαζόμαστε τὸ ζητᾶμε ἀπὸ Ἐκεῖνον. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι θὰ Τοῦ εἴμαστε εὐγνώμονες καὶ ὅτι θὰ δοξάζουμε τὸ ὄνομά Του! Τὸ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ περιφρονοῦσα τὸ φαγητό μου; Θεωρώντας το σὰν κάτι δεδομένο, τὸ ἔβλεπα σὰν “κατάκτηση”! Ὅσο πιὸ περίπλοκο ἦταν, τόσο ἔνιωθα “ἀπρόσβλητη”! Μὲ κάποιο τρόπο, αὐτὸ μοῦ ἔδινε τὸ “δικαίωμα” νὰ ἀποκαλῶ τοῦς ἄλλους τοξικούς! Μόνο τώρα συνειδητοποιῶ πόσο εὐάλωτη εἶναι ἡ ζωή ὅλων μας…». Ἀποφασισμένη νὰ δῶ τὴν “ἀνεξακρίβωτη ἐπιθυμία τοῦ ἑαυτοῦ μου” κατάματα, πῆρα τὸν κουμπαρά μου ποὺ τὸν εἶχα μαζί, καὶ τὸν ἔσπασα. Τὰ χαρτάκια ποὺ εἶχαν καταχωνιασμένο τὸ παράπονό μου ὅταν ἡ ψυχή μου διπλωνόταν κουβάρι, ἦταν ἀρκετά. Ἄρχισα νὰ τὰ ξεδιπλώνω καὶ μόλις τὰ διάβαζα, τὰ ἔδινα καὶ στὸν Θεμιστοκλῆ. Μόνο ἄν λύναμε ἀπὸ κοινοῦ τὰ προβληματά μας, θὰ τὰ λύναμε ἀπὸ τὴν ῥίζα, ἐκεῖ εἶχα καταλήξει. Ἔκπληκτη μὲ ὅσα διάβαζα, συνειδητοποίησα ὅτι σὲ ὅλα ξεσποῦσα σὲ κραυγὲς ἐπειδὴ ἡ ὕπαρξή μου ἀργόσβηνε! Ἡ ἐσωτερικὴ διαμαρτυρία ὅτι κάτι μοῦ ἔλειπε, ἄφηνε τώρα νὰ φανεῖ ὅτι ἔρρεε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια μου αὐτὸ ποὺ κυνηγοῦσα ὁλόψυχα: ἡ ἴδια ἡ ζωή! Μὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ζωή, θεωρεῖται νεκρός! Καὶ ἐγὼ ἦμουν ἄδεια ἀπὸ ζωή, καὶ γι’ αὐτὸ ἔνοιωθα τὴν ψυχή μου ἄδεια! Ὅμως τὴν ἀπουσία ζωῆς, μὲσα ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἄνεση τὴν θεωροῦσα “ἀπόδειξη ζωῆς”! Αὐτὸ ἦταν ψέμα! Ἐνῶ ἀδικοῦσα τὸν ἑαυτό μου ποὺ πίστευα ὅτι ἐξαρτιόμουν ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τώρα θεωρῶ πολυτέλεια, τὴν ἴδια στιγμὴ ἐξαπατοῦσα τὸν ἑαυτό μου ὅτι μποροῦσα νὰ κάνω τὰ πάντα! Ἔτσι νεκρωνόμουν!

Ὁ Θεμιστοκλῆς ἔδειχνε σὰν νὰ “καθρεφτιζόταν” μέσα στὰ χαρτάκια μου. «Κάποια στιγμὴ ποὺ μιλούσαμε μὲ τὴν Ἰουστίνη, εἶχε πεῖ ὅτι πλαστήκαμε γιὰ τὸ ἄπειρο, καὶ τὴν ψυχή μας μπορεῖ νὰ τὴν γεμίσει μόνο ὁ Χριστός! Εἶπε ὅτι οἱ ἀπολαύσεις κάποτε τελειώνουν, χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ “ἀγγίξουν” τὴν ψυχή, καὶ ὅσο περνάει ὁ καιρὸς μένει πεινασμένη ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἄπειρου! Ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ τὴν παραγεμίσει μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ στὸ τέλος διαπιστώνει ὅτι τὸ ψέμα εἶναι μάταιο…».

«Ναὶ ἀλλὰ ἡ ὀθόνη εἶναι γεμάτη ἀπὸ ψέμα, μᾶς προτρέπει σὲ αὑτό! Ἐμεῖς γιατὶ δὲν τὸ βλέπαμε;». Μόλις ἀναρωτήθηκα, ἄρχισα νὰ ἀποζητῶ τὴν ἀπάντηση μέσα μου μὲ ἀπαίτηση. Ἧταν περισσότερο ἀπὸ ὁλοφάνερο, ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ χάθηκε ἡ γνωστὴ ἀσφάλεια στὴν καθημερινότητα εἶχα ἀνάγκη τὴν συζήτηση, καὶ ὅτι ἔχασα κάθε διάθεση γιὰ διασκέδαση καὶ χαζολόγημα. Ἡ προσωπικὴ ἀνάπτυξη βεβαιώνει ὅτι σοῦ μαθαίνει νὰ “ὀχυρώνεσαι” καὶ νὰ κρατᾶς τοὺς ἄλλους μακριά, ἀλλὰ δὲν συνειδητοποιεῖς ὅτι ἐκεῖ μέσα στὸ “περιθώριο” ποὺ μπαίνεις, τὸ ψέμα σου σὲ ἀποσυνθέτει ἀνενόχλητο! Ἀπὸ τὴν ἀπουσία ζωῆς ἔχεις τὸν “ἀξύπνητο”, ἀλλὰ σὲ ἔχει πείσει ὅτι στὴν κορυφὴ οἱ ἄλλοι “δὲν χωρᾶνε”… Μᾶλλον αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ παππούς μου ὅταν ἔλεγε, “γιὰ τοὺς τεμπέληδες πάντα εἶναι γιορτή”, καὶ “ὁ ὕπνος φέρνει ὕπνο”!

«Προφανῶς δὲν τὸ βλέπαμε ἐπειδὴ κοιτάζαμε τὴν ζωή μας μὲ ὑπερήφανο βλέμμα. Ἡ Ἰουστίνη πιστεύει ὅτι δὲν παίζουν ῥόλο οἱ δυσκολίες, ἀλλὰ ἡ τοποθέτησή μας σὲ αὐτές. Ἄν δὲν “συνεργαστοῦμε” μαζί τους, νὰ ἀρνηθοῦμε τὶς ἐγωιστικὲς ἄμυνες ποὺ χτίζαμε στὸν καιρὸ τῶν ὑπέρμετρων ἀνέσεων, οἱ δυσκολίες θὰ μᾶς συντρίψουν! Ὀ ἐγωισμὸς εἶναι περισπασμὸς ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ αἰώνιου! Εἶπε ἀκόμα ὅτι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἐγκράτεια ἐξουσιοδοτοῦν τὴν προσευχὴ νὰ μᾶς ἀποφυλακίσει ἀπὸ τὸ ὀχυρὸ τῆς ἀνασφάλειας, ὥστε νὰ γευτοῦμε τὴν λύτρωση ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ!».

Ἀρχίζοντας νὰ βλέπω τριγύρω πρωτόγνωρες καταστάσεις, βρῆκα τὴν γενναιότητα νὰ ἀναγνωρίσω αὐτό, ποὺ ἡ καθοδήγηση τῆς προσωπικῆς ἀνάπτυξης θὰ χαρακτήριζε ὡς “ὑποτιμητικὴ ἧττα”. Συνειδητοποίησα ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ συσχετίσουν τὸν μεγάλο φόβο τους, μὲ τὴν μεγάλη ἄγνοιά τους! Κάνοντας καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο δὲν μποροῦσα νὰ συνειδητοποιήσω τὴν ἄγνοιά μου γιὰ τὸν πνευματικὸ στίβο, καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν ἀδύνατον νὰ παραδεχτῶ τὸν φόβο μου! Ἔτσι ὑπέκυπτα στὴν ἀνασφάλεια τῶν ἀκατάσχετων ἐπιθυμιῶν, προσπαθώντας νὰ κρύψω τὸν φόβο τοῦ κενοῦ… «Θεμιστοκλῆ, ἐκπλήσσομαι ἀπὸ τὴν ἀπὸσταση ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια! Τώρα ὅμως ποὺ τὰ βλέπω ὅλα μὲ καινούργια μάτια, χαίρομαι ποὺ ὑπάρχουν τόσα πράγματα νὰ μάθω!».

Ἄν δὲν ταπεινωθεῖ ἡ καρδιὰ δὲν μπορεῖ νὰ παύσει τὸν διασκορπισμό, διότι μόνο ἡ ταπείνωση περιμαζεύει τὴν καρδιά. Ὅταν ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀμέσως τὸν κυκλώνει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδιὰ τότε αἰσθάνεται τὴν θεία βοήθεια καὶ γεμίζει χαρὰ καὶ πίστη. Ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίνει ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι καταφύγιο βοήθειας, πηγὴ σωτηρίας, καὶ βέλος κινούμενο κατὰ τῶν δαιμόνων.

Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Τὸ βιβλίο μου εἶναι ἕτοιμο νὰ φτάσει

στὴν ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσή σου!

Διαβάζοντάς το, ξεκινᾶς ἕνα ταξίδι ἀπὸ δρόμο ποὺ εἶχε κλείσει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὸν τόπο μας! 

Θυμήσου τὰ λόγια μου…

Ὅποιος σιωπᾶ,

δείχνει ὅτι συναινεῖ!

Λίγα λόγια γιἀ ἐμένα,

μπορεῖς νὰ βρεῖς ἐδῶ.

Μοιραστεῖτε τὸ ἄρθρο μὲ τοὺς φίλους σας

Βασιλική Κουφή

Μπορεῖ τὸ ΠΑΡΑΛΟΓΟ νὰ δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐπικρατεῖ, ἰσως ἀκόμα καὶ ὅτι παραγκωνίζει τὴν λογική, ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι καθόλου ἔτσι! Πρόκειται μόνο γιὰ ὉΜΙΧΛΗ, ποὺ ἡ ὑποτιθέμενη δύναμή της εἶναι ὅτι σὲ ἐμποδίζει νὰ δεῖς τί κρατάει κρυμμένο...Ἄν ἑστιάσεις πάνω της χάνει κάθε φορὰ τὸ πλεονέκτημά της, ποὺ εἶναι ὁ ἀφανής αἰφνιδιασμός! Ἀφοῦ τὸ πλεονέκτημα τοῦ παραλόγου εἶναι ὁ αἰφνιδιασμός, τότε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ προετοιμαστοῦμε! Θὰ συγκρίνουμε τοὺς καρποὺς τοῦ παραλόγου μὲ τὴν ποιότητα ζωῆς ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, καὶ δὲν θὰ ἀφεθοῦμε στὴν... προκατασκευασμένη "τύχη μας"! Λέγομαι Βασιλικὴ Κουφῆ καὶ ἐδῶ μπορεῖτε νὰ διαβάσετε ἄρθρα ποὺ επιδιώκουν νὰ «ἀπονευρώσουν» ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ!