«Κάτσε κάτω παιδί μου, νὰ μιλήσουμε σὰν ἄνθρωποι!», μοῦ εἶπε ἡ ξαδέρφη μου μὴ βγάζοντας ἄκρη, ποὺ μίλαγα σὰν πολυβόλο.
«Μπορεῖς νὰ μὲ φανταστεῖς καθιστό;», ἀπόρησα μὲ τὰ μάτια γουρλωμένα καὶ τὶς παλάμες τεντωμένες. «Δὲν μπορούσατε νὰ ἔχετε καὶ ἐσεῖς τὰ κορίτσια ἕνα σάκο πυγμαχίας στὸ δωμάτιό σας, γιὰ ὥρα ἀνάγκης;», εἶπα χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ πείσω τὶς φουσκωμένες φλέβες στὸν λαιμό μου νὰ ἐπιστρέψουν στὰ “κανονικὰ” ἐπίπεδα. Βλέποντας τὸ ποδήλατο γυμναστικῆς πρόχειρο ἔκατσα στὰ γρήγορα καὶ ἄρχισα νὰ κάνω πετάλι μὲ ταχύτητα, σὰν νὰ βρισκόμουν σὲ μεγάλη κατηφόρα! Τουλάχιστον εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι ἔφευγα μακριά, ὅτι θὰ ξέφευγα ἀπὸ ὅ,τι μὲ θύμωνε. Αὐτὸ γινόταν συχνὰ τὸν τελευταῖο καιρό, μετὰ ἀπὸ κάθε… ξιφομαχία ποὺ ἔπαιζα μὲ τὴν μάνα μου. Γινόμασταν “ἀπὸ δυὸ χωριὰ” καὶ ἔτρεχα στὴν Ἀσπασία, τρία τετράγωνα ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ποὺ ζοῦσε σὲ μία ἀπίστευτα ἤρεμη οἰκογένεια! Τῆς ξαδέρφης μου τῆς ἔπαιρνε λίγο χρόνο γιὰ νὰ μὲ προσεδαφίσει, ἀλλὰ εἴχαμε ἀδυναμία ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ ἤξερε τὰ κουμπιά μου. Πάντα μοῦ τὰ ἔψελνε, ἀλλὰ τώρα στὸ γυμνάσιο ἀποφάσισα ὅτι ξέρει πολλὰ πράγματα, ἔχοντας ζήσει πέντε χρόνια περισσότερο ἀπὸ ἐμένα.
Ἡ Ἀσπασία μὲ κοιτοῦσε μὲ αὐστηρότητα. «Στάθη, εἶναι καιρὸς νὰ μάθεις νὰ λές, “φταίω”!».
«Δὲν φταίω ἐγώ! Ἡ μάνα μου φταίει…», εἶπα καὶ συνέχισα νὰ τρέχω “τοῦ σκοτωμοῦ”, «…ποὺ πάει στὸν γιατρό της καὶ παίρνει “ὁδηγίες χρήσης” γιὰ τὸν γιό της! Ἐγὼ ζῶ σὲ “σωφρονιστικὸ ἵδρυμα”, ποὺ πρέπει νὰ λάμπει ἀπὸ καθαριότητα! Ἡ δεσμοφύλακας μάνα μου πληρώνει γιὰ νὰ πάρει τοὺς κανονισμούς, ποὺ ὅταν ἐκτελοῦνται ψυχρὰ φέρνουν “ἀποτέλεσμα”! Μετὰ τὸ ὀκτάωρο ἡ δεσμοφύλακας πρέπει νὰ ἔχει ξεμπερδέψει γιατὶ “θέλει νὰ ἔχει τὴν ἡσυχία της”! Ἐμᾶς στὸ σπίτι, ἡ προτεραιότητα εἶναι τὸ σπίτι, ἀλλὰ ἐγὼ φωνάζω ὅτι τὸ σπίτι εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸ σπίτι! Δὲν εἶπα ποτὲ ὅτι θέλω νὰ καθαρίζω τὸ δωμάτιό μου! Τὸ θέλω ὅπως γίνεται…». Εἶχα λαχανιάσει καὶ σταμάτησα, γιατὶ πόνεσαν τὰ πόδια μου. Καθιστὸς στὸ ποδήλατο συνέχισα νὰ κοιτάζω τὴν ἔμπειρη ξαδέρφη μου, περιμένοντας νὰ δικαιωθῶ ἔστω ἀπὸ ἐκείνη.
«Τὸ εἶπες ἔτσι ὄμορφα στὴν μαμά σου ἤ τὸ “διακόσμησες” ὅπως συνήθως;». Ἤξερε ὅτι ξέφευγα ὅταν θύμωνα, ἀλλὰ ἦταν πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου νὰ μιλήσω μὲ “γυαλιστερὴ” εὐγένεια ὅταν ἔνιωθα ὅτι καταπατοῦνται τὰ συναισθήματά μου!
«Δὲν καταλαβαίνω γιατὶ τὸ δωμάτιό μου εἶναι πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ ἐμένα! Οὔτε γιατὶ ἔχει σημασία ποὺ μοῦ εἶπε “εὐγενικὰ” ἡ μάνα μου ὅτι ἄν δὲν τὸ φτιάξω σὲ ἕνα τέταρτο, θὰ μοῦ στοιχίσει μία ἑβδομάδα τὴν παιχνιδομηχανή! Τὸ μυαλό μου δὲν ἔβρισκε γιατὶ δὲν μποροῦσε ἁπλῶς νὰ μοῦ πεῖ, “εἶσαι σημαντικὸς καὶ γι’ αὐτὸ χρειάζεσαι καθαρὸ δωμάτιο!”. Μπορεῖς ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς γιατὶ ἡ πρώτη κίνησή της νὰ εἶναι ἡ ἀπειλή, ἡ δεύτερη νὰ ἀρνεῖται νὰ μὲ κοιτάζει καὶ ἡ τρίτη νὰ προσέχει τὸν χρόνο ποὺ τελειώνει γιὰ νὰ μοῦ βγάλει τὴν “κόκκινη κάρτα”;». Ἐπειδὴ ἤξερα ποῦ μιλοῦσα, σταμάτησα νὰ συγκρατῶ τὸ παράπονό μου γιὰ τὶς παγερὲς ὁδηγίες ποὺ ἀκολουθοῦσε ἡ μάνα μου, καὶ κοίταζα τὸ “καταφύγιό μου” μὲ καημό! Ἡ Ἀσπασία καταλάβαινε πόσο μὲ στενοχωροῦσε ποὺ ἡ μάνα μου δὲν ἤξερε ἀπὸ μόνη της τί ἔπρεπε νὰ κάνει μὲ τὰ παιδιά της, καὶ πλήρωνε κάποιον γιὰ νὰ τῆς πεῖ…
Κάνοντάς μου μία κίνηση μὲ τὰ χέρια, νὰ ἡσυχάσω, εἶπε: «Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τί σὲ πειράζει περισσότερο;».
Θυμήθηκα αὐτὸ ποὺ μεταφέρθηκε στὸν πατέρα χθὲς βράδυ καὶ μία βροντὴ θυμοῦ ἔσεισε τὸ στομάχι μου! Ἀμέσως μετὰ ἐπικράτησε καὶ ἡ λάμψη της στὴν σκέψη, ὡς ἀγανάκτηση! «Μὲ πειράζει ποὺ ἡ συνταγὴ τοῦ γιατροῦ ἔλεγε ὅτι τὴν συμπεριφορά μου δὲν τὴν ὑποδεικνύει ἡ λογικὴ ἀλλὰ τὰ συναισθήματα! Ὅμως αὐτὸ ποὺ μὲ πειράζει ἀκόμα περισσότερο, εἶναι ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ εἶναι ἀλήθεια! Ἀλλὰ καὶ ἔτσι νὰ εἶναι, σὲ ποιά κατηγορία μπορεῖς νὰ ἐντάξεις, ποὺ ὅσο περίμενε ἡ μάνα μου νὰ περάσει τὸ τέταρτο ἔλεγε στὸν ἑαυτό της πάλι καὶ πάλι, “πρέπει νὰ μείνεις ἤρεμη, πρέπει νὰ μείνεις ἤρεμη”; Τὸ λὲς αὐτὸ λογικό; Καὶ δηλαδὴ ἐγὼ αὐτὸ θὰ κάνω σὲ ὅλη τὴν ζωή μου, θὰ ὑπακούω τυφλὰ σὲ κανόνες ποὺ δὲν καταλαβαίνω τὸν λόγο ποὺ ὑπάρχουν, ἀλλιῶς θὰ ὑφίσταμαι τὶς ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΕΣ συνέπειες;».


«Κατάλαβα», εἶπε καὶ ἔμεινε νὰ μὲ κοιτάζει γιὰ λίγο, πέφτοντας σὲ σκέψεις. «Θὰ πάρουμε τὰ πράγματα ἕνα- ἕνα. Κατ’ ἀρχὰς, κάποιοι ἄνθρωποι βάζουν τὸ καθῆκον πρὸς τὰ πράγματα πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ αὐτὸ δημιουργεῖ προβλήματα. Δηλαδὴ τὸ καθῆκον πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸ ποὺ ἁρμόζει στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, μένει ἀνικανοποίητο! Σημείωσε στὸ μυαλό σου ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ βασικὸ πρόβλημά σου. Δὲν μπορεῖς ὅμως Στάθη νὰ κατηγορήσεις κανέναν γιὰ κάτι ποὺ ἐσύ κάνεις πολλὰ χρόνια καὶ μάλιστα καμαρώνεις γι’ αὐτό! Καὶ ἐσὺ δεχόσουν νὰ βάζεις στὴν ἄκρη τὸ καθῆκον πρὸς τὸν ἑαυτό σου, προκειμένου νὰ ἀπολαμβάνεις κάτι ποὺ ἤθελες· σοῦ τὸ εἶχα ἐπισημάνει μὲ πολλοὺς τρόπους. Πόσες φορὲς δὲν καυχιόσουν ὅτι καθόσουν ἀπὸ τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδυ μπροστὰ στὴν παιχνιδομηχανή, ἐπειδὴ ἡ μαμά σου “ἤθελε τὴν ἡσυχία της”; Πόσες φορὲς δὲν ἔμεινες ἀδιάβαστος ἐπειδὴ σοῦ ἐπέτρεψαν νὰ μείνεις τὸ Σαββατοκύριακο στὸ σπίτι κάποιου φίλου, ποὺ θὰ ἔφευγαν γιὰ διήμερο οἱ γονεῖς σου; Ἐπειδὴ εἶχες πολλὰ χρήματα στὴν τσέπη σου, πόσες φορὲς δὲν ἔφαγες τόσα γλυκὰ ποὺ νὰ σὲ πονάει ἡ κοιλιά σου; Θυμᾶσαι μὲ τί παράπονο διπλωνόσουν ἀπὸ τὸν πόνο καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ἔκανες πάλι τὰ ἴδια; Οὔτε ἐγὼ καταλάβαινα καὶ σὲ ρωτοῦσα, “γιατὶ εἶναι τὰ γλυκὰ πιὸ σημαντικὰ ἀπὸ ἐσένα;”».
Σὰν ὁ γνώριμος πόνος νὰ μὲ ξαναθυμήθηκε γιὰ νὰ μὲ ἐξοντώσει, ἔκανε τὴν ἀνυπεράσπιστη κοιλιά μου νὰ ἀνακατεύεται. Καταλάβαινα ὅτι συμπεριφερόμουν ἀνεύθυνα καὶ ὅτι ἔφταιγα ἐγώ, ποὺ προκαλοῦσα ὅ,τι τράβαγα. «Ἀσπασία, εἶμαι δειλός! Δὲν τὸ θέλω ἀλλὰ ὑπακούω καὶ ἐγὼ τυφλὰ σὰν τὴν μάνα μου, καὶ στενοχωριέμαι ποὺ δὲν ξέρω ἀπὸ μόνος μου τὶ πρέπει νὰ κάνω μὲ τὸν ἑαυτό μου!». Αἰσθανόμουν τὴν λύπη σὰν ἕνα βάρος ποὺ μὲ πίεζε πρὸς τὸ ἔδαφος, μὲ ἐχθρότητα! Ἡ Ἀσπασία μὲ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ κατέβω ἀπὸ τὸ ποδήλατο καὶ μὲ ἔβαλε νὰ καθίσω στὴν καρέκλα. Ἔκατσε κι ἐκείνη δίπλα, στὸ κρεβάτι της καὶ μοῦ εἶπε μὲ καλοσύνη:
«Πᾶμε πάλι σὲ αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ὅτι εἶναι τὸ βασικὸ πρόβλημά σου· τὸ καθῆκον, δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ σοῦ ἁρμόζει, μένει ἀνικανοποίητο! Ὅσο Ἡ ἈΞΙΑ ΣΟΥ δὲν εἶναι ἡ προτεραιότητά σου, θὰ σοῦ προκαλεῖται δυστυχία! Ὁ λόγος ποὺ εἶσαι σημαντικὸς εἶναι ἐπειδὴ εἶσαι τὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ! Ἔχεις τὸ μεγαλύτερο ἀξίωμα πάνω στὴν γῆ, ἀρκεῖ νὰ τὸ προστατεύεις!».
«Δηλαδή; Τί νὰ κάνω;».
«Νὰ διδαχτεῖς! Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ συνειδητοποιήσεις ὅτι ἡ ψυχή σου εἶναι ἡ Πνοὴ τοῦ Θεοῦ! Ὅταν κάνεις αὐτὰ ποὺ τρέφουν τὴν ψυχή σου, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ σὲ πηγαίνουν κοντὰ στὸν Χριστό, ἡ ὕπαρξή σου θὰ νιώθει πληρότητα, θὰ γεύεσαι ἱκανοποίηση ἀπὸ τὴν ζωή σου! Ὅταν κάνεις ὅσα σὲ ἀπομακρύνουν ἀπὸ Ἐκεῖνον, θὰ διαπιστώνεις ὅτι “περιφρονεῖς” τὴν ζωή σου, καὶ ἡ στενοχώρια θὰ σὲ βρίσκει ὅπου καὶ νὰ πηγαίνεις!».
«Καὶ τὶ πρέπει νὰ μάθω;», ρώτησα μὲ ἐμπιστοσύνη.
«Νὰ μάθεις νὰ ξεχωρίζεις τί σὲ πηγαίνει κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ τι σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ ἀπὸ τὴν ἈΝΩΤΕΡΗ ΖΩΗ! Στάθη, ἡ λογικὴ εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς, νὰ μποροῦμε νὰ ξεχωρίζουμε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ὥστε νὰ “θησαυρίζουμε” ἀπὸ τὸ καλό, ἀλλὰ νὰ μὴν ἐπιτρέπουμε στὸ κακὸ νὰ μᾶς κάνει “ἀνάπηρους”! Ὅταν μποροῦμε ΝΑ ἘΠΙΣΗΜΑΙΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΦΡΑΧΤΗ ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα, τὰ συναισθήματα εἶναι μὲ τὸ μέρος μας ἐπειδὴ χαιρόμαστε ποὺ ἡ ζωή μας εἶναι δημιουργική! Ὅταν ὅμως ζοῦμε καταστροφικά, δηλαδὴ κάνουμε πράγματα ποὺ δὲν πρέπει, ποὺ δὲν ταιριάζουν στὴν ἀξία μας, ΜΑΣ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ Ἡ ΚΑΤΩΤΕΡΟΤΗΤΑ! Ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε συνεπεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας, ἐπιτρέπουμε στὸ κακὸ νὰ μᾶς ὑποβιβάζει! Ἐκεῖ τὸ ξέρεις, τὰ συναισθήματα ἔχουν μόνο μελανὰ χρώματα…».


«Ἐμένα πῶς θὰ μὲ βοηθήσουν αὐτὰ ποὺ λές; Πῶς μπαίνει ὁ φράχτης ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα; Δὲν ἔχω καταλάβει».
«Ὑπακούοντας στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ξεκαθαρίζουμε τί εἶναι σωστὸ καὶ τί λάθος. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ κάνουμε ὑπακοή, ἐπειδὴ εἴμαστε “ὑποχρεωμένοι” νὰ ζήσουμε εὐτυχισμένοι! Τὸ ἐπιτάσσει ἡ ἀνώτερη ἀξία μας αὐτό! Θὰ προσπαθήσω ὅμως νὰ σοῦ τὸ πῶ καὶ μὲ ἄλλα λόγια, νὰ τὸ δεῖς ἀπὸ ἄλλη πλευρά. Ἄν ἐγὼ θελήσω κάτι ποὺ παραβιάζει μία θεία ἐντολή, ἀλλὰ δὲν τὸ συνειδητοποιῶ καὶ προχωρήσω σὲ αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμῶ, ἡ ψυχή μου ἀρχίζει νὰ γίνεται “ἀνάπηρη”! Παθαίνει δηλαδὴ κάτι ποὺ τῆς “φθείρει” τὴν “σημαντικότητα”! Ὅταν ἐπιθυμῶ κάτι ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν ἀθάνατη ἀξία μου, τὴν καταστρέφει καὶ δυστυχῶ! Ὁπότε ποῦ καταλήγουμε;». Δὲν ἤξερα νὰ ἀπαντήσω καὶ συνέχισε: «Καταλήγουμε ὅτι γιὰ νὰ ὑπερασπιστῶ τὸν ἑαυτό μου θὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ΠΡΕΠΕΙ στὴν ἀξία μου, ὄχι αὐτὸ ποὺ ΘΕΛΩ ἐγώ! Ὁ λόγος ποὺ δὲν ξέρεις ἀπὸ μόνος σου τί πρέπει νὰ κάνεις μὲ τὸν ἑαυτό σου δὲν εἶναι ἐπειδὴ εἶσαι δειλός, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἔμαθες νὰ κρίνεις τὴν ζωὴ σύμφωνα μὲ τὸ καθῆκον ποὺ ἔχεις ἀπέναντι στὸν ἑαυτό σου. Τὴν σημαντικότητα ποὺ σοῦ δώρησε ὁ Χριστὸς θὰ μπορεῖς νὰ τὴν ἀπολαμβάνεις μόνο ἄν πᾶς κοντὰ Του!».
«Μπορεῖς νὰ μοῦ “μεταφράσεις” ὅσα σοῦ εἶπα ὅταν ἦρθα, σὲ αὐτὰ ποὺ λὲς τώρα;», ζήτησα νὰ γεφυρώσω τὸ κενὸ ποὺ μὲ χώριζε ἀπὸ τὴν βεβαιότητα τῆς Ἀσπασίας.
«Ἐννοεῖται. Ὅσο ἤσουν μικρότερος, ὑπεύθυνοι γιὰ ἐσένα ἦταν οἱ γονεῖς σου. Τώρα ὅμως μαθαίνεις νὰ περιφρουρεῖς τὴν ἀξία σου καὶ ἀπὸ μόνος σου. Ἡ ὕπαρξή σου νιώθει ὅτι οἱ “ξύλινοι” κανόνες δὲν εἶναι ἄξιοι νὰ τὴν ὑποτάξουν καὶ ΑΝΤΙΔΡΑ ΔΙΚΑΙΑ. Δὲν ξέρεις ὅμως τὸν λόγο ποὺ ἘΞΥΨΩΝΕΣΑΙ ὅταν φτιάχνεις τὸ δωμάτιό σου μὲ συνέπεια! Μιλάω γιὰ τὴν εὐλογημένη ἱκανότητα γιὰ ἐργασία, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀξία σου καὶ τὴν ὡριμότητά σου! Ἡ τεμπελιὰ εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀπόδειξη ἀναπηρίας τῆς ψυχῆς! Μὴ γνωρίζοντας, ἔκανες ΤΥΦΛΑ ὅ,τι ἬΘΕΛΕΣ, ἀλλὰ ἡ ἀναπηρία σὲ τιμωροῦσε ἐπειδὴ ἀνακάτευες τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό! Οἱ συναισθηματισμοὶ κρύβουν φοβερὸ ἐγωισμὸ καὶ καθαρὴ φιλαυτεία! Ὁ Χριστὸς σὲ ἔπλασε γιὰ νὰ κάνεις καλὰ ἔργα! Ἡ δουλειά σου εἶναι νὰ γεμίζεις τὴν ἡμέρα σου μὲ αὐτά! Ἠ ἀσφάλειά σου εἶναι τὰ καλὰ ἔργα σου ποὺ σὲ πηγαίνουν κοντὰ στὸν Χριστό! Τὸ μυαλὸ δὲν εἶναι ἁρμόδιο νὰ τὸ συλλάβει αὐτό, ἀλλὰ πάνω στὴν πράξη ἡ ψυχὴ τὸ νιώθει!».
«Ἡ μάνα μου γιατὶ δὲν ξέρει νὰ ξεχωρίζει τί μᾶς πηγαίνει κοντὰ στὸν Χριστό;», ζήτησα νὰ μάθω μὲ παράπονο.
«Ἐπειδὴ δὲν τῆς τὸ ἔμαθε κανείς, ὅπως δὲν τὸ ἔμαθε σὲ τὸσους φίλους σου. Ἐσὺ ὅμως σταμᾶτα νὰ ἀδικεῖς τὸν ἑαυτό σου καὶ σταμᾶτα νὰ τὸν ταλαιπωρεῖς! Τὸ ὄνομα “Εὐστάθιος” σημαίνει ὅτι εἶσαι εὐσταθής, ὅτι ξέρεις νὰ διατηρεῖς τὴν ἰσοῤῥοπία σου! Ὁ κανόνας εἶναι ἕνα ὑγιὲς “ὄχημα” ὅταν μᾶς πηγαίνει ἐκεῖ ποὺ ΠΡΕΠΕΙ νὰ πᾶμε, ὄχι ἐκεῖ ποὺ ΘΕΛΟΥΝ τὰ συναισθήματά μας! Ἄν δὲν προλάβεις νὰ τὸ ἐμπεδώσεις τώρα μεγαλώνοντας, ἀργότερα θὰ ὑπακοῦς ἄθελά σου σὲ βλαβεροὺς νόμους ποὺ θὰ ἐπιβάλλουν τὴν ψυχικὴ ἀναπηρία, ἐπειδὴ θὰ ἐπιμένουν νὰ ἀνακατεύουν τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό…».
«Ἀσπασία, γιατὶ τρώω πολλὰ γλυκὰ ἐνῶ ξέρω ὅτι στὸ τέλος θὰ κλαίω ἀπὸ τοὺς πόνους; Γιατὶ δὲν ἔχω τὴν δύναμη νὰ σταματήσω ἔγκαιρα;». Μόλις τὸ εἶπα, ἔνιωσα τὸ στομάχι μου νὰ “ἀναστενάζει”…
«Ἀγόρι μου, μεγάλωσες νομίζοντας ὅτι το κακὸ ἦταν καλὸ καὶ ὅτι τὸ καλὸ ἦταν κακό! Τὰ πράγματα ἀνακατεύτηκαν καὶ ἡ ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ θὰ ἔφερνε ἀναπηρία στὴν ψυχή σου, ἔβρισκε τὴν πόρτα της ἀνοιχτή! Χρειάζεται νὰ μάθεις τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀθάνατη ἀξία σου ὥστε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ καταφέρνεις νὰ τὴν ὑπερασπίζεσαι ἀπὸ τὴν ψυχοβλαβὴ ἐπιθυμία!».
«Θυμᾶμαι ποὺ μοῦ εἶπες κάποτε ὅτι ἡ προσευχὴ προσανατολίζει καὶ δίνει δύναμη νὰ προχωρήσουμε στὸ “ἀκατόρθωτο”… Καὶ ὅτι τὸ θέμα δὲν ἦταν ἄν θὰ ἔδινε τὸ καλὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἄν ἐγὼ λαχταροῦσα νὰ ἔχω τὸ καλὸ ἀποτέλεσμα…».
«Αὐτὸ εἶναι κανονας γιὰ ὅλους μας, μὲ τὴν προσευχὴ ἀρχίζει ἡ “κίνηση” τῆς ἐσωτερικῆς ὑγείας! Ὅταν κάνουμε τὸν σταυρό μας καὶ ξεκινᾶμε κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο “τὸ μέσα μας” προβάλλει ἀντίσταση ἀλλὰ εἶναι σωτήριο γιὰ ἐμᾶς, ἤ συγκεντρώνουμε τὶς δυνάμεις μας γιὰ νὰ ξεκόψουμε ἀπὸ κάτι ἐπιζήμιο ποὺ μᾶς ἑλκύει, μέσα μας γίνεται κάτι σὰν ΣΥΘΕΜΕΛΟΣ ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ! Μαθαίνοντας νὰ κάνουμε “ἀπογραφὴ” τοῦ ψυχικοῦ δυναμικοῦ μας, διαπιστώνουμε ὅτι σφύζει ἀπὸ δύναμη! Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι μὲ κάθε ἀρετὴ ποὺ θὰ ἐπιστρατεύσουμε στὸν συθέμελο ξεσηκωμὸ γιὰ νὰ πᾶμε κοντὰ στὸν Χριστό, ἡ θέλησή μας γίνεται ἰσχυρότερη! Σίγουρα ὑπάρχουν ἕνα σωρὸ πράγματα ποὺ πιστεύαμε μέχρι πρόσφατα, ὅτι δὲν εἴχαμε τὴν δύναμη νὰ πετύχουμε. Μὲ τὴν δύναμη τοῦ σταυροῦ ὅμως κάθε καλὸ ἔργο μποροῦμε νὰ τὸ κατακτήσουμε!
Τὸν Σταυρόν Σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν
καὶ τὴν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν
ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν

