«Μοῦ φαίνεται ἀπίστευτο, ὅτι βρίσκομαι πάλι ἐδῶ! Μοῦ εἶχε λείψει τὸ μέρος! Ἡ τελευταία φορὰ ποὺ εἴχαμε ἔρθει γιὰ περίπατο στὸ δάσος, ἦταν πολλοὺς μῆνες πρὶν μπαρκάρεις, μπαμπά. Δὲν ἦταν καὶ τότε εὔκολη ἡ περίοδος, καὶ ἔλεγες ὅτι ὅσο εἴχαμε πρόβλημα ἐπιβίωσης, ἡ βόλτα θὰ περίμενε». Ὅπως ἄνοιξα τοὺς πνεύμονες νὰ γεμίσουν ἀπὸ τὸ βουνίσιο ἀεράκι ποὺ σφύριζε ἀνάμεσα στὰ πεῦκα, καὶ τραβοῦσε μαζὶ καὶ τὴν μυρωδιὰ τοῦ ῥετσινιοῦ τους, ἔνιωθα ἄπειρη εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαρίστησα τὸν Χριστὸ γιὰ τὰ δῶρα Του. Ἤρθαμε οἱ δυό μας τώρα μὲ τὸν μπαμπά, ἀλλὰ σύντομα θὰ ἐπαναλάβει τὴν ἐξόρμηση, ὅλη ἡ οἰκογένεια μαζί.
«Πελαγία μου, τὰ πράγματα ἦταν πολὺ πιεσμένα. Ἦμουν διατεθειμένος νὰ κάνω τὴν πρώτη δουλειὰ ποὺ θὰ βρισκόταν μπροστά μου. Οὔτε γιὰ ἐμένα ἦταν εὔκολη ἡ ἀπόφαση νὰ ἀφήσω τὴν οἰκογένειά μου καὶ νὰ φύγω γιὰ τὶς θάλασσες τοῦ κόσμου… Ἤθελα νὰ βρίσκομαι δίπλα στὴν γυναίκα μου, καὶ νὰ σᾶς βλέπουμε μαζὶ νὰ μεγαλώνετε! Ὅμως ἡ ἀνασφάλεια στὰ οἰκονομικὰ δὲν ἀφήνει περιθώρια ἐπιλογῆς. Βλέπαμε καὶ τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ ἔρχονταν· εἰδικῶς ἐσύ, ποὺ τελειώνεις τὸ γυμνάσιο, θὰ χρειαστεῖς ἐνδεχομένως σὲ λίγο κάποια φροντιστήρια. Ὁ Λυκοῦργος εἶναι πολὺ μικρότερος, ἀλλὰ ἔχει τὶς ἀνάγκες του κι αὐτός. Δυστυχῶς, ἡ ζωὴ εἶναι ἀκριβή!».
«Ὅμως μπαμπά, δὲν μᾶς ἀγοράσατε, γεννηθήκαμε! Οἱ ὅροι τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι οἰκονομικοί! Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε σὰν ἄλλους, ποὺ διψᾶνε γιὰ τὸ κέρδος… Ἡ κοινωνία δὲν θὰ ξεδιψάσει ποτὲ γιὰ τὰ χρήματα, ἀλλὰ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ζήσουμε καὶ μὲ λιγότερα!». Ὅλους μᾶς εἶχε συγκλονίσει τὸ ὅτι ὁ μπαμπὰς θὰ ἔβαζε τὰ ροῦχα του σὲ μία βαλίτσα, καὶ θὰ ἄνοιγε τὴν πόρτα… Μόλις τὸ σπίτι ἄδειασε ἀπὸ τὸ βλέμμα καὶ τὴν παρουσία του, τὰ χρώματα τριγύρῳ ξεθώριασαν, τὸ ἴδιο ποὺ ἔπαθα μέσα μου καὶ ἐγὼ… Κάθε φορὰ ποὺ μάθαινα ἀπὸ τὸ δελτίο καιροῦ ὅτι ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν ὁ πατέρας μου, ἡ θάλασσα θὰ τὰ ἔβαζε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, αἰσθανόμουν τὰ γόνατα νὰ λύνονται! Ὑπῆρχαν τόσοι κίνδυνοι μέσα σὲ ἕνα πλοῖο… Μόλις μὲ ξανάσφιξε στὴν ἀγκαλιά του, τὸ σπίτι ἄνθισε ἀπὸ χαρά! Περίμενα καιρὸ αὐτὴ τὴν στιγμή, γιὰ νὰ δείξω στὸν μπαμπὰ ὅτι ὅσο ἔλειπε σήκωνα τὸν σταυρό μου· ὁ ὑψηλὸς στόχος μου ἦταν νὰ καθαρίζω τὴν καρδιά μου, γιὰ νὰ μπορεῖ ἔτσι ἡ προσευχή μου νὰ ἐκτοξεύεται στὸν οὐρανό! Ἐκεῖ, εἶχαν ἀνατεθεῖ τὰ πάντα!
«Παιδί μου, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν ἐμπιστεύεται, παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι Του ὅ,τι τοῦ δίνει Ἐκεῖνος, κι ἄς μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ περίμενε. Ἐμεῖς βλέπουμε τὸ παρόν, ἀλλὰ ὁ Κύριος βλέπει τὸ μέλλον, καὶ μᾶς δίνει ὅ,τι μᾶς χρειάζεται στὴν πραγματικότητα».
«Ἡ μαμὰ λέει, ὅτι ἡ παρασοδιακὴ Ἑλληνίδα νοικοκυρὰ στηρίζεται στὴν σοφία τοῦ λαοῦ μας, καὶ κατευθύνει τὴν οἰκογένειά της πρὸς τὸν λιτὸ τρόπο ζωῆς», εἶπα, ὅσο καθόμουν δίπλα στὸν μπαμπά, στὴν μεγάλη πέτρα ποὺ βρῆκε. «Ὅταν ἔφυγες, κάναμε συμβούλιο οἱ τρεῖς μας· ἡ μαμὰ εἶπε ὅτι θὰ συνεχίζαμε νὰ περνᾶμε μὲ λίγα χρήματα, ὅπως ὅταν δὲν εἶχες δουλειά· ἐγὼ συμπλήρωσα, ὅτι ἔτσι θὰ σοῦ ἀποδείξουμε ἐμπράκτως, ὅτι θὰ μπορέσεις γρηγορότερα νὰ ψάξεις στὴν Ἑλλάδα δουλειά, μὲ μικρότερη ἀμοιβή· ὁ Λυκοῦργος ξεκαθάρισε ὅτι θὰ συνεχίζει νὰ τρώει ὅ,τι ὑπάρχει, χωρὶς νὰ χρειάζονται συζητήσεις. Ὅμως ἄσχετα μὲ τὰ χρήματα, ἡ μαμά μᾶς ἀνακοίνωσε πὼς ἤθελε νὰ ξαναρχίσει τὴν νηστεία ὅπως συνήθιζε ἀπὸ παιδὶ μὲ τοὺς παπποῦδες. Κάνοντας οἰκογένεια ἄφησε πίσω τοὺς ῥυθμοὺς ποὺ ἤξερε, ἀλλὰ θέλοντας νὰ περιφρουρήσει τώρα τὴν οἰκογένειά της καὶ τὸν ἑαυτό της, χρειαζόταν νὰ κατέβει στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, σωστά!». Ὁ μπαμπὰς ἀπομάκρυνε τὰ μαλλιὰ ἀπὸ τὸ στόμα μου, ποὺ τὰ φύσαγε ὁ ἀέρας, τὰ στρίμωξε πίσω ἀπὸ τὸ αὐτὶ μου καὶ ὅπως μοῦ χάιδεψε τὸ κεφάλι, συνέχισε νὰ μὲ παρακολουθεῖ ἀμίλητος. «Ἐπειδὴ δὲν νηστεύαμε πρίν, δὲν ἤξερα καὶ στὴν ἀρχὴ τὸ πῆρα λίγο στραβά· ἡ ἐγκράτεια ποὺ ὁπλίστηκε μέσα μου, περίμενε ὡς ἀντάλλαγμα νὰ σὲ φυλάει ὁ Θεός. Αὐτὴ ἡ ἐγκράτεια ὅμως, ἄρχισε νὰ ἁπλώνει μέσα στὴν ψυχή μου κάτι “μυστηριῶδες” ποὺ τὴν συγκινοῦσε, τὴν “φλόγιζε”, ἀλλὰ δὲν ἤξερα πὼς νὰ τὸ περιγράψω! Τότε ὁ φόβος Θεοῦ μέσα μου, ἑνώθηκε μὲ τὴν εὐλάβεια, καὶ ἡ καρδιά μου ἔγινε κάτι σὰν “ἰαματικὴ πηγὴ” ποὺ ἀνάβλυζε ἀγάπη! Ἐνῶ τὴν ἀναπνοὴ καὶ τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς δὲν τὰ αἰσθανόμουν, ὅταν ἡ ψυχή μου σκιρτοῦσε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἔνιωθα κοντά Του, ἀμέσως οἱ ἀνάσες ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μοῦ ἔδιναν ζωή, καὶ οἱ πνευματικοὶ παλμοὶ ἔκαναν τὴν καρδιά μου νὰ λιώνει ἀπὸ ἀγάπη!». Μὲ τὸν μπαμπὰ κοιταζόμασταν ἴσια στὴν ψυχή, ὅπως εἴχαμε ἀνάγκη νὰ κάνουμε πάντα. Ἀνακουφίστηκα ποὺ ἔνιωσε γιὰ τί πράγμα τοῦ μιλοῦσα. Μὲ έσφιξε λίγο πάνω του, σκούπισε τὰ μάτια του καὶ περίμενε νὰ πάρει δυὸ τρεῖς ἀνάσες.


«Ὅταν μὲ ζήτησε ὁ μάγειρας γιὰ βοηθό του, καὶ ἤμουν συνέχεια στὴν κουζίνα τοῦ καραβιοῦ, στὴν ἀρχὴ ἔτρωγα ὅτι νὰ’ ναι καὶ ὅποτε νά’ ναι. Ὅταν μοῦ εἶπε ἡ μαμὰ ὅτι στὸ σπίτι νηστεύετε, ἐπειδὴ οὔτε ἐγὼ ἤξερα, στὴν ἀρχὴ τὸ πῆρα πολὺ στραβά! Θεωροῦσα πὼς μετὰ ἀπὸ ὅσα τράβαγε τὸ σῶμα μου σὲ κάθε βάρδια, δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ τὸ ταλαιπωρῶ κι ἄλλο. Ἡ μαμὰ πιστεύει ὅτι ὁ λόγος ποῦ ἤρθαμε στὴν γῆ, εἶναι νὰ ὑπομείνουμε τὶς θλίψεις καὶ τὶς ἀρρώστιες, ἐπιστρατεύοντας τὰ πνευματικὰ ὅπλα στὰ ὁποῖα μᾶς ἐξουσιοδότησε ὁ Χριστός. Μόνο ἔτσι θὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ μᾶς μισεῖ! Ἐπειδὴ ὅμως νηστεύατε καὶ ἐσεῖς τὰ παιδιά, καὶ ἐπειδὴ ἡ μαμὰ εἶπε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς θέλει σὲ κάποιες περιόδους “ΦΤΩΧΟΥΣ”, καὶ ὅτι ἡ νηστεία εἶναι φάρμακο γιὰ τὴν ψυχή, τὸ ἀποφάσισα καὶ εἶπα στὸν ἑαυτό μου: “γιὰ δοκίμασε νὰ δεῖς ἄν ἔχεις τὴν δύναμη νὰ πεῖς ὄχι, σὲ κάτι ποὺ σοῦ ἀρέσει!”».
«Ἄρχισες νὰ νηστεύεις;».
«Ναί, κανονικά! Μόλις ὅμως σταμάτησα νὰ κάνω τὸ θέλημά μου, καὶ ἔχασα τὸ βόλεμά μου, συνειδητοποίησα ὅτι τὸ βάρος ποὺ μὲ πίεζε ἦταν Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΟΥ, ποὺ κουβαλοῦσα στὴν πλάτη ἀκολουθώντας τὸν Χριστό! Ἦταν συγκλονιστικὸ ὅτι ἀνηφορίζαμε μαζί, ΕΧΑΜΕ ΠΑΡΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΟΛΓΟΘΑ, τὸ φαγητὸ θὰ μὲ ἔνοιαζε; Ἔτσι βρέθηκε καὶ ἡ δύναμη νὰ νηστεύω μὲ χαρά! Δόξα τῷ Θεῷ!», εἶπε καὶ ἔκανε τὸν σταυρό του.
«Ὁ Μέγας Ἀντώνιος λέει ὅτι τὴν ἐνάρετη ζωὴ τὴν πραγματοποιοῦν ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι εὐσεβεῖς, καὶ ἔχουν νοῦ ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό. Δὲν μποροῦν νὰ κατορθώσουν τὴν ἀρετὴ οἱ τυχόντες. Ὁ νοῦς τῶν πολλῶν εἶναι κοσμικὸς καὶ κάνει σκέψεις ἄλλοτε καλές, καὶ ἄλλοτε κακές. Τὸ εἶχες ἀκούσει ὅτι ἡ παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στὰ βάθη τῶν αἰώνων, εἶναι ἀσκητική; Ἔτσι μεγάλωσαν τὴν μαμά, ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιά· λέγοντάς της πὼς ὅ,τι εἶναι περισσότερο ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητο, εἶναι περιττό! Τὸ φαντάζεσαι ὅτι παρόλο ποὺ στὴν κοσμικὴ ζωὴ τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα εἶναι ἐφιάλτης, στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι “μοχλὸς ἀπογείωσης;”. ΜΕ ΤΟΝ ΛΙΤΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ, Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΛΑΜΠΕΙ! Στὴν ἀρχὴ δὲν τὸ πίστευα, ἀλλὰ ὅταν ἄρχισα νὰ διαβάζω ὅ,τι μοῦ ἔδινε ἡ μαμά, συνειδητοποίησα ὅτι μὲ τὸ κοσμικὸ φρόνημα, ἡ ἀγαλλίαση εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ ἄπιαστο ὄνειρο…».
«Μὰ μόλις ἀρχίζουμε νὰ ἀσφαλίζουμε τὴν ψυχή μας, τὸ φαγητό, τὰ ροῦχα, τὰ πάντα γίνονται δευτερεύοντα, ἐπειδὴ φεύγοντας, οἱ ἀνασφάλειες παίρνουν μαζὶ καὶ τὶς δαπανηρὲς συνήθειές τους…».
«Ξέρεις πόσα καινούργια φαγητὰ φτιάχνει τώρα ἡ μαμά, ποὺ εἶναι ὅμως πολὺ παλιά;», εἶπα, καὶ γελάσαμε μαζί. «Καὶ ἐγὼ ἄλλαξα τὶς συνήθειές μου, μπαμπά, τὶς “ξεκαθάρισα”! Εἶπα, ἀφοῦ ἡ καρδιά μου ἔγινε “ἰαματικὴ πηγὴ” ποὺ “δὲν σταματάει νὰ τρέχει”, καὶ χρειάζεται νὰ δίνω τὸν χρόνο μου γιὰ νὰ μαθαίνω γιὰ τὴν ὀλιγάρκεια ἀπὸ τοὺς Πατέρες, θὰ ἔπρεπε νὰ κλείσω τὴν μουσικὴ καὶ τὸ κινητό, καὶ νὰ σταματήσω τὸ χαζολόγημα. Σκέφτηκα, ἄν μπορῶ νὰ ἐλέγξω τί θὰ τρώω καὶ πόσο, θὰ μπορῶ νὰ ἐλέγξω καὶ τὴν χρήση τῶν τεχνολογικῶν μέσων! Ἀπὸ ἐσένα τὸ πῆρα αὐτό!».
«Τί ἐννοεῖς, τέλος τὰ ἀκουστικὰ ὅλο τὸ ἀπόγευμα; Ὅταν σὲ φωνάζουμε, θὰ ἀπαντᾶς;», ῥώτησε μὲ τὰ μάτια γεμάτα χαρά, παριστάνοντας τὸν ἔκπληκτο. Συμμεριζόμουν τὴν εὐθυμία του, καὶ χαιρόμουν μὲ ὅλα, ἀλλὰ μόλις ἔριξα μία φευγαλαία ματιὰ μέσα μου, ντράπηκα. Ὁ μπαμπὰς τὸ πρόσεξε, καὶ εἶπε ἁπαλά: «πές μου». Τὸν κοίταξα στὰ μάτια, γιὰ νὰ καταλάβει πὼς αὐτὸ ποὺ θὰ ἀκούσει, τὸ ἔχω ἀφήσει πίσω, καὶ ἄρχισα νὰ ἐξηγῶ:
«Μπαμπά, παλιότερα κορόιδευα πολλὰ παιδιὰ… Τὰ ἔδειχνα στὶς φίλες μου καὶ χαζοχαχάνιζα. Πίστευα ὅτι ἤμουν καλύτερή τους, καὶ τὰ ἔκρινα! Ὅταν ἔψαχνες γιὰ δουλειὰ τὸ ἔκανα περισσότερο, ἀλλὰ τὸ ἔβλεπα ἀλλιῶς ἀπὸ ὅτι ἦταν, σὰν νὰ ἀποζημιωνόμουν γιὰ τὶς δυσκολίες ποὺ περνούσαμε στὸ σπίτι… Ἡ ἄλλη ζημιὰ ποὺ ἔκανα, ἦταν νὰ γεμίζω καὶ τὴν ψυχὴ τῶν φίλων μου μὲ τὶς ἀκαθαρσίες μου… Ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει ὅτι “τίποτα δὲν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς θείας σοφίας καὶ τὴν γνώση τῶν ἁγίων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ὅσο τὸ γέλιο ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸν χλευασμό, καὶ ὁ ἀστεϊσμὸς ποὺ γίνεται μὲ παρρησία, μὲ ἐλευθεροστομία”. Ξέρεις, αὐτὸ εἶναι ἐπάγγελμα τοῦ δαίμονα τῆς πορνείας… Κάτι ἄλλο ποὺ εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, εἶναι ὅτι “ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξέρει νὰ ξεχωρίζει ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιὸ εἶναι τὸ κακό, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κρίνει τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακούς. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνωρίζει τὸν Θεό, εἶναι ἀγαθός. Ἄν ὅμως δὲν εἶναι ἀγαθός, οὔτε γνωρίζει τὸν Θεό, οὔτε θὰ τὸν γνωρίσει ποτέ, γιατὶ ὁ τρόπος νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν Θεό, εἶναι τὸ ἀγαθό”. Ὅταν κατάλαβα ὅτι σκοτώνω τὴν ψυχή μου, ἀποφάσισα ὅτι δὲν θέλω νὰ ζῶ σὰν “πτῶμα”! Ἡ νηστεία μὲ βοήθησε νὰ τὰ δῶ αὐτά, ποὺ εἶναι παθοκτόνος!».


«Κάνεις ἄριστα ποὺ μελετᾶς καὶ μαθαίνεις, Πελαγία μου· ποὺ μπαίνεις κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι, καὶ καθαρίζει ἡ ψυχή σου. Ἐννοεῖται, ὅτι θὰ πάω καὶ ἐγώ!».
«Ὅταν ἀρχίσαμε νὰ τρῶμε στὸ σπίτι ὅλα τὰ παραδοσιακὰ φαγητά, τὰ ἁπλά, ἔγινα καὶ ἐγὼ ἁπλή. Καταλάβαινα καὶ ἀπὸ μόνη μου πὼς ἡ φωνή, τὸ βλέμμα, τὸ βάδισμά μου, ὅλα εἶχαν ἀλλάξει καὶ εἶχαν γίνει κοσμιότερα. Τὸ πρόσεξαν καὶ τὰ κορίτσια στὸ σχολεῖο, καὶ ἄρχισαν κι ἐκεῖνα νὰ ψάχνουν γιὰ τὴν κοσμιότητα. Ἀρχίσαμε δηλαδὴ νὰ συζητᾶμε ἀνοιχτὰ γιὰ τὴν νηστεία, ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ δαμάσουμε τὴν ψυχή μας, καὶ τὴν ἐγκράτεια, ποὺ σημαίνει τὸ κράτος, δηλαδὴ τὴν δύναμη ποὺ μαζεύουμε στὴν ψυχή μας. “Ἀνακάλυψαν” δηλαδὴ καὶ οἱ φίλες μου τοὺς Θεοφόρους Πατέρες καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη! Ἔτσι ὅλες μαζὶ τώρα, ἀσκούμαστε στὴν ὀλιγάρκεια, ἀσχέτως ἄν νηστεύουμε, ἤ ὄχι».
«Ἡ φτώχεια εἶναι τὸ φυσικὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου, καὶ αὐτὸ τὸ ἤξεραν οἱ Ἕλληνες τῶν προηγούμενων γενεῶν. Ἐπιβίωναν, ἐπειδὴ γνώριζαν νὰ ζητᾶνε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ!».
«Οἱ Πατέρες τὴν ὀνομάζουν πτωχεία· μαζὶ μὲ τὴν μελέτη τῶν θείων λόγων, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἐνάρετης ὁδοῦ! Εἶχα διαβάσει ὅτι ἡ ὕλη εἶναι μέγα ἐμπόδιο τῶν ψυχικῶν ἀρετῶν, καὶ ἄν δὲν ἀσκούμαστε στὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς πτωχείας, δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεό! Νὰ ὅμως ποὺ αὐτὸ ἐξυπηρετεῖ καὶ τοὺς μπαμπάδες, νὰ μὴν ἀγχώνονται μὲ τὰ χρήματα· νὰ ἔχουν ὡς δεδομένο στὸ μυαλό τους τὸν φτωχικὸ τρόπο ζωῆς, καὶ νὰ δέχονται τὴν ταπεινὴ ζωή!».
«Κοριτσάκι μου, λὲς νὰ μὴν θέλω ἐγὼ νὰ ἀφήσω τὴν δουλειὰ ποὺ κάνω; Ἴσως ὅμως πρέπει νὰ βάλουμε κάτι στὴν ἄκρη, δὲν ξέρουμε τί μᾶς ξημερώνει…».
«Μπαμπά, ἡ ζωὴ ὅπως τὴν μάθαμε εἶναι ἄρρωστη! Μᾶς κάνει φίλους μὲ τὴν πλεονεξία, ἐπειδὴ μᾶς δείχνει σχεδὸν μόνο ἄχρηστα καὶ περιττὰ πράγματα! Μακάρι νὰ μποροῦσες νὰ ἔβλεπες τὰ πράγματα ὅπως τὰ βλέπω ἐγὼ! Εἶναι πλάνη νὰ πιστεύουμε ὅτι τὸ χρῆμα θὰ μᾶς ἐξασφαλίσει, ἤ ὅτι θὰ δώσει αὐτὰ ποὺ χρειαζόμαστε! Ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει, ἀνάλογα πόσο ἐμεῖς γκρεμίζουμε τὸν πλεονέκτη ἑαυτό μας! Ἡ πρόνοιά Του ῥυθμίζει τὶς ἀνάγκες μας, ἀλλὰ ἐμεῖς πρέπει νὰ βάλουμε στὴν ἄκρη τὴν ἐξασφάλισή μας! Ἄν ἀναθέσεις τὴν δουλειά σου στὸν Χριστό, Ἐκεῖνος θὰ σὲ βάλει ἐκεῖ ποὺ θέλει, γιὰ νὰ Τὸν εὐαρεστεῖς!».
«Αὐτὸ προσπαθῶ νὰ κάνω, γλυκό μου παιδί! Γι’ αὐτὸ ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴν μαμά σας…».
«Τότε θὰ ἀκούσεις μὲ προσοχὴ ὅσα παρατήρησα, ἀπὸ τὴν ζωὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς πτωχείας;», ῥώτησα τὸν μπαμπὰ καὶ ἀπάντησε κουνώντας τὰ μάτια. «Λοιπόν, παρατήρηση πρώτη: ὅπως εὐθύνομαι νὰ μὴν παρακολουθῶ κάτι ἄπρεπο, ἐπειδὴ θὰ καταληστέψει τὴν ψυχή μου, ἔτσι εὐθύνομαι καὶ νὰ ἀρνοῦμαι νὰ παρακολουθῶ κάτι ποὺ θέλει νὰ μὲ συμφιλιώσει μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι περισσότερο ἀπὸ τὸ ἀναγκαῖο —τὸ ὁποῖο μοῦ δίνει ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ σταμάτησε ἡ μαμὰ νὰ ἀνοίγει τὴν τηλεόραση, καὶ πιστεύω πὼς κάτι τέτοιο ἐντάσσεται στὴν “ἐγκράτεια”. Μὲ τὸν Λυκοῦργο εἴπαμε, ὅτι μὲ τὴν “ἐγκράτεια” τῆς μαμᾶς, σταματήσαμε νὰ φοβόμαστε τὰ βράδια! Παρατήρηση δεύτερη—ποὺ ἀπαιτεῖ ψυχραιμία: ὁ γονιὸς ποὺ κοιτάζει νὰ κάνει τὴν δουλειὰ ποὺ τοῦ δίνει τὰ περισσότερα χρήματα —πέρα ἀπὸ τὰ εὐπρεπῆ ὅρια— βλέπει μὲ προθυμία τὸν ἑαυτό του σὰν ἐμπόρευμα, ποὺ τὸ “μισθώνει” στὴν πιὸ συμφέρουσα τιμή! Ξεκινώντας νὰ παραχωρεῖ ἕναν ἀνθρώπινο πόρο του, δηλαδὴ ὅλο τὸν χρόνο του, παραχωρεῖ εὔκολα καὶ ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους· ἐνῶ εἶναι φορέας τῶν μεγαλόπρεπων δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, παραιτεῖται ἀπὸ αὐτὲς —στὴν οὐσία πληρώνεται γιὰ νὰ τὶς περιφρονεῖ— ἐπειδὴ θέλει νὰ έξασφαλιστεῖ άπὸ αύτὰ ποὺ θὰ ἀγοράσει, δηλαδὴ αὐτοδικαιώνεται! Τὸ συμπέρασμα εἶναι, ὅτι ἡ ἀνεξέλεγκτη “εὐημερία”, εἶναι σκλαβιά!», εἶπα καὶ περίμενα νὰ δῶ τὴν ἀντίδραση τοῦ μπαμπᾶ.
«Δηλαδή, ἔμμεσα μοῦ λὲς νὰ δεχτῶ τὴν δουλειὰ ποὺ μοῦ βρῆκε ἡ μαμά, ποὺ θὰ μᾶς δίνει πολὺ λιγότερα χρήματα», διαπίστωσε ὁ μπαμπὰς μὲ ἀνακούφιση.
Τὸ πρόσωπό μου φλογίστηκε ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμό, καὶ ἡ συγκίνηση δὲν ἄφησε τώρα τὰ δικά μου μάτια, στεγνά. «Θὰ δεῖς μπαμπά, ποὺ ὅλα θὰ γίνουν ὅπως πρέπει! Ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ πᾶμε κοντά Του ὅλοι οἱ κοπιῶντες καὶ οἱ πεφορτισμένοι, καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀναπαύσει! Ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας τὸν ἔχουμε γιὰ νὰ ψάξουμε μέσα του τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα θὰ δοθοῦν ἀπὸ τὸν Βασιλιὰ τῆς καρδιᾶς μας!».
«Ἔπρεπε νὰ τὰ ἀκούσω ἀπὸ τὸ στόμα σου ὅλα αὐτά, παιδί μου! Ἔτσι σκεφτόμαστε μὲ τὴν μαμά, ὅτι ἡ θέση μας εἶναι στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐγκράτεια, καὶ πιστεύουμε πὼς ἡ πρόνοια τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ μᾶς στερήσει αὐτὰ ποὺ χρειαζόμαστε γιὰ τὸ σῶμα μας! Εἴμαστε κληρονόμοι τῆς ὀρθῆς Πίστης, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὀφείλουμε νὰ φανοῦμε ἄξιοι ὑπερασπιστές καὶ συνεχιστές της!».
Τὴν ἀπόκτηση τῶν χρημάτων καὶ τὸ πλούσιο ξόδεμά τους νὰ τὰ θεωρεῖς μόνο σὰν φαντασία ποὺ δὲν κρατάει παρὰ λίγο καιρό, ξέροντας ὅτι ἡ ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωὴ διαφέρει ἀπὸ τὸν πλοῦτο. Ὅταν τὸ μελετᾶς αὐτὸ σταθερά, οὔτε θὰ ἀναστενάξεις, οὔτε θὰ κραυγάσεις, οὔτε θὰ κατηγορήσεις κανέναν, ἀλλὰ θὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ δίνει, βλέποντας ὅτι οἱ χειρότεροι ἀπὸ ἐσένα στηρίζονται στὰ λόγια καὶ στὰ χρήματα. Γιατὶ ἡ ἐπιθυμία, ἡ δόξα καὶ ἡ ἄγνοια εἶναι τὰ πιὸ κακὰ πάθη τῆς ψυχῆς
Ἅγιος Ἀντώνιος
Μὲ πράσινο χρῶμα εἶναι λόγια τοῦ Ἀββὰ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου

