Ὁ π. Θεόκλητος ἄφησε στὸ τραπέζι τὸ ποτήρι μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ πιατάκι μὲ τὸ κέρασμα, καὶ ἔκατσε στὴν καρέκλα δίπλα μου. Εἶναι συγγενὴς τῆς μάνας μου —ἔχουν περίπου τὴν ἴδια ἡλικία— καὶ ἀφιερώθηκε στὸ μοναστήρι τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπὸ ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του. Ἡ ὀξυμμένη οἰκονομικὴ κατάσταση τῆς οἰκογένειάς μου μὲ σφυροκοποῦσε ἀκόμα καὶ ἐδῶ, γιὰ νὰ περάσει μέσα στὴν καρδιά μου δειλία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀρνιόμουν νὰ δεχτῶ πὼς ἀπὸ τὸ οἰκονομικὸ ἐξαρτᾶται ὅλος ὁ αὐτοσεβασμὸς μιᾶς οἰκογένειας, ὅπως πιστεύει ὁ πατέρας μου…
«Ποιά τάξη τελειώνεις τώρα, Μάξιμε;».
«Τὴν γ΄ γυμνασίου. Μὴ μὲ ῥωτήσετε πῶς πάω μὲ τὰ μαθήματα, τὸ περιβάλλον στὸ σπίτι δὲν εὐνοεῖ τὴν συγκέντρωση! Ἡ πιθανότητα νὰ μᾶς τὸ πάρει ἡ τράπεζα ἔγινε πλέον ὁρατή, καὶ ὁ πατέρας μου δὲν μπορεῖ νὰ διαχειριστεῖ τὴν κατάσταση. Ἀγχώνεται καὶ λέει πὼς ἄν ἀναγκαστοῦμε νὰ νοικιάσουμε κάπου, εἴμαστε κατεστραμμένοι! Ἡ μάνα μου ὅμως πατάει γερὰ στὰ πόδια της· τοῦ λέει ὅτι πρέπει νὰ ξεπεράσει τὴν “εἰκόνα μας”, καὶ πὼς δὲν πειράζει ἄν πᾶμε σὲ κάποιο σπίτι παλιὸ καὶ ξοδεύουμε γιὰ τὸ φαγητό μας τὰ μισὰ χρήματα. Τὸν προτρέπει νὰ ἀναθέσει τὰ πάντα στὸν Χριστό, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν τὴν βλέπει ὅτι ΔΕΝ ΣΥΝΘΛΙΒΕΤΑΙ, ὅπως τὴν βλέπω ἐγώ, ποὺ συμμερίζομαι τὴν πίστη της. Ἁπλῶς πάτερ, ἡ δική μου πίστη θέλω νὰ εἶναι συνειδητή. Ἔχω ἀνάγκη νὰ τὴν ψάξω, νὰ τὴν μάθω, γιὰ νὰ γίνει βαθύτερη ὥστε νὰ μὴν συνθλίβομαι οὔτε ἐγώ. Ὅμως ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ζητήσω νὰ φιλοξενηθῶ στὴν Μονὴ ἦταν ἕνας θάνατος! Ὁ συμμαθητής μου ὁ Πελοπίδας πέθανε “στὰ ξαφνικά”, καὶ ὅλοι στὸ σχολεῖο παγώσαμε! Σοκαριστήκαμε! Ἡ εἰρωνία εἶναι ὅτι τὸ σύνθημά του ἦταν: “Κλείδωσε τὰ “πρέπει σου” μέσα σὲ ἕνα συρτάρι καὶ πέτα τὸ κλειδί. Πάλεψε γιὰ τὰ “θέλω σου” μέχρι τέλους, ἐπειδὴ ζοῦμε μόνο μία φορά!”. Βλέπετε, πίστευε ὅτι ἦταν ἄτρωτος καὶ εἶχε γίνει ἡδονόχαρος! Παρόλο ποὺ γελοῦσε, τὸ ἐννοοῦσε ποὺ ἤθελε νὰ σπουδάσει σὲ κάποια εὐρωπαϊκὴ χώρα, τῆς ὁποίας τὸ “ἐθνικὸ προϊὸν” νὰ ἦταν ἡ… ἀσωτία!».
«Ναὶ μὰ ὅταν κάποιος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ ἀντίθετα μὲ τὴν λογική, λόγῳ τῆς ἥττας του ἀπὸ τὴν αἴσθησή τους, γίνεται πρόξενος λύπης στὴν ψυχὴ μὲ τὸ νὰ δέχεται συνεχεῖς μαστιγώσεις ἀπὸ τὴν συνείδηση».
«Δὲν ξέρω ἄν ὁ Πελοπίδας ἔνοιωθε ἐνοχές, ἀλλὰ περιφρονοῦσε τὴν λογικὴ καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ κυλιέται στὶς ἀκαθαρσίες, σὰν νὰ ἦταν… γουρούνι. Κάποτε σὲ μία συζήτηση μὲ ἄλλους, διαφωνοῦσε κάθετα ὅτι ὑπάρχει ζωὴ μετὰ θάνατον. Συγκεκριμένα, μοῦ θύμιζε τὸν δοῦλο τῆς παραβολῆς ποὺ ἐξαπάτησε τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν θὰ ἔχει συνέπειες, καὶ ἔθαψε στὴν γῆ τὸ τάλαντο ποὺ ἔπρεπε νὰ πολλαπλασιάσει! Ὅμως ἐπειδὴ ὁ Πελοπίδας δὲν σεβόταν τὸν ἑαυτό του ὅσο ζοῦσε, πολὺ φοβᾶμαι ὅτι αὐτὴ ἡ στάση πρὸς τὸν ἑαυτό του, τώρα στὴν κυριολεξία θὰ… διαιωνίζεται!». Σταμάτησα γιὰ νὰ σκεφτῶ πῶς θὰ περιγράψω αὐτὸ ποὺ ἀναζητοῦσα μὲ λαχτάρα. «Μετὰ ἀπὸ ὅσα πέρασα πατέρα Θεόκλητε ψάχνω νὰ βρῶ τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀξίζει νὰ ἀγωνιστοῦμε χωρὶς νὰ κινδυνεύουμε νὰ τὸ χάσουμε, καὶ ἦρθα γιὰ νὰ σᾶς ῥωτήσω!
Ὁ εὐλαβὴς ἱερομόναχος μὲ κοίταξε σκεπτικός. «Ἡ σάρκα ἀνήκει στὴν ψυχή, καὶ ὄχι ἡ ψυχὴ στὴν σάρκα! Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι προσκολλημένος σὲ πάθη καὶ ὑλικὰ πράγματα, ὁρμάει σὲ αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν δέχεται εὐχαρίστως τὶς συμφορὲς ποὺ τὸν στεροῦν ἀπὸ τὴν ἱκανοποίηση παθῶν καὶ ἀπὸ πράγματα, ἀποφεύγει ἐκεῖνα ποὺ δὲν πρέπει. Ὅπως εἶδες καὶ μὲ τὸν ἐκλείποντα συμμαθητή σου, ὅταν ἡ σάρκα, ἡ αἴσθηση, πλανήσει τὸν νοῦ τῆς ψυχῆς καὶ τὸν κάνει ὑποχείριό της, τότε τοῦ μαθαίνει τὴν πολυθεΐα! Τὸν ὑποδουλώνει στὴν λατρεία τῶν παθῶν καὶ τὸν παραπείθει νὰ προτιμάει —διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων— ἀντὶ γιὰ τὸν Θεό, τὸ ἀντίστοιχο αἰσθητό. Βλέπεις ὁ νοῦς καὶ ἡ αἴσθηση ἔχουν ἀντίθετες φυσικὲς ἐνέργειες, ἐπειδὴ τὰ ἀντικείμενά τους ἔχουν ἀκρότατη διαφορὰ καὶ ἑτερότητα μεταξύ τους. Ὁ νοῦς ἔχει ὡς ἀντικείμενό του τὶς νοητὲς καὶ ἀσώματες ὑπάρξεις, ἐνῶ ἡ αἴσθηση ἀντιλαμβάνεται τὶς σωματικὲς φύσεις. Σκέψου τί γίνεται ὅταν ὁ νοῦς νομίσει ὅτι ἡ αἴσθηση εἶναι… “κατὰ φύσῃ” δική του δύναμη, καὶ ΜΠΛΕΓΜΕΝΟΣ ΕΜΠΑΘΩΣ μὲ τὶς ἐξωτερικὲς μορφὲς τῶν αἰσθητῶν, ἀπορρίψει τὶς ἐνέργειες ποὺ ταιριάζουν στὴν φύση του! Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐδῶ ἀδυνατεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν φύση τῶν ὁρατῶν —δηλαδὴ ἀδυνατεῖ νὰ ὑψωθεῖ στὰ ἀόρατα— ὁ νοῦς ΕΠΙΝΟΕΙ τὶς σαρκικὲς ἡδονές! Μὲ τὴν ἀνακάλυψη τρόπων νὰ περιποιεῖται τὴν σάρκα, ὅλη ἡ δύναμή του κατευθύνεται στὴν πάχυνσή του, καὶ ὁλοφάνερα γίνεται δημιουργὸς τῆς ἡδονῆς τῆς αἰσθήσεως! Μόνο ποὺ ὅταν ὁ νοῦς ξεπέσει ἀπὸ τὰ νοητά, τὰ ὁποῖα εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν φύση του, καὶ “ἀγκαλιάζει μὲ τὰ δύο χέρια” τὰ ἀντίθετά του, τὶς σωματικὲς φύσεις, ΚΥΡΙΑΡΧΕΙΤΑΙ ἀπὸ αὐτές, ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ· ἡ ἡδονὴ τῆς αἰσθήσεως ὑπερισχύει στὴν λογικὴ διάκριση ποὺ διέθετε, καὶ ἀπὸ τὶς μαστιγώσεις τῆς συνειδήσεως ἡ ψυχὴ κατακλύζεται ἀπὸ ΛΥΠΗ! Δυστυχῶς, λόγῳ τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδὰμ ζυμώθηκε μὲ τὴν σάρκα ἡ ἡδονὴ τῆς αἰσθήσεως, ἡ ὁποία εἶναι Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ… Ὅλα ξεκίνησαν ὅταν ἡ ἡδονὴ τῆς αἰσθήσεως παραμέρισε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν Παράδεισο, καὶ δέχτηκε τὴν ἀλογία τῆς ἡδονῆς, σὰν κάποιο φίδι ποὺ σερνόταν. Ὡς ἐκ τούτου ἐναντίον της ὁρίστηκε δίκαια ὁ θάνατος, γιὰ νὰ πάψει νὰ δίνει στὸν διάβολο δυνατότητα εἰσόδου στὴν ψυχή!».
«Τὸ πιστεύω ὅτι οἱ συμφορὲς μᾶς γλυτώνουν ἀπὸ τὰ πάθη! Μικρότερος ποὺ ἤμουν, ὁ πατέρας μὲ τὸ παραμικρὸ μοῦ ἔλεγε μπράβο, ἐπειδὴ ὑποτίθεται πὼς ἔκανα τὰ πάντα… “τέλεια”. Ἡ μάνα ἀγωνιζόταν νὰ μοῦ μαθαίνει τὴν ταπείνωση, καὶ ἐξισορροποῦσε τὴν ταραχή μου ἀπὸ τὴν ἀνυπόστατη εἰκόνα τῆς ὑπερηφάνειας ποὺ μοῦ ἔπλαθε ὁ πατέρας. Ἀπὸ μόνος μου δὲν εἶχα σκεφτεῖ τὴν ὁλιγάρκεια, γιὰ νὰ νεκρώνω ἑκούσια τὴν σάρκα, ἀλλὰ μὲ τὴν δυσκολία στὰ οἰκονομικὰ ἡ “νέκρωση” γινόταν ἀκουσίως. Ἡ ὑποχρεωτικὴ μείωση στὶς ἐξόδους στὴν ἀρχὴ μὲ θύμωνε, ἀλλὰ ὅσο καθόμουν μέσα ἀναθεωροῦσα πολλὰ στὶς φιλίες μου, διαπιστώνοντας πὼς στὴν οὐσία δὲν ἦταν δικές μου ἐπιλογές. Μετὰ ἀπὸ λίγο πραγματικὰ χαιρόμουν ποὺ ξεκαθάρισα ὅτι δίπλα μου ἤθελα ἀνθρώπους ποὺ δὲν σκέφτονται ἄσχημα γιὰ τοὺς ἄλλους. Τὸ ὅτι δὲν μὲ παρασύρει τώρα κανεὶς σὲ κατάκριση πρὶν τὸ καταλάβω, μοῦ δίνει μιὰ σπάνια χαρά!».
«Μὰ ὅταν ἐπικρατεῖ μέσα μας τὸ λογικό, ἡ σάρκα ποὺ ἔχει ὑποδουλωθεῖ γιὰ χάρη τῆς ἀρετῆς, ΒΑΣΑΝΙΖΕΤΑΙ! Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ σάρκα λυπᾶται ἀπὸ τοὺς πόνους ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ, συγχρόνως στὴν ψυχὴ χαίρεται γιὰ αὐτὴ τὴν ἀρετή, ἐπειδὴ μὲ τὴν καλλιέργειά της ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἡ ψυχὴ ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΕΤΑΙ, δεδομένου ὅτι ἡ ἡδονὴ ποὺ δοκιμάζει εἶναι σωτήρια, καὶ ἡ λύπη ὠφέλιμη! Λάβε ὑπόψιν πὼς ὅταν ἡ ψυχὴ καταγίνεται μὲ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ταιριάζουν στὴν φύση της, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΥ ΕΦΕΥΡΙΣΚΕΙ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ! Ὅταν ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς ἀφιερώνει ὁλοκληρωτικὰ τὴν γνώμη της στὰ θεῖα, οἱ λογικοὶ φραγμοὶ δένουν τὴν ἀσύδοτη ἐπιθυμία καὶ ἡ ψυχὴ στερεῖ τὴν σάρκα ἀπὸ τὴν ἡδονή, καὶ δὲν θέλει οὔτε κὰν νὰ τὴν παρηγορήσει γιὰ τὶς ὀδύνες της! Ἔτσι ἡ λογικὴ λύπη τῆς αἰσθήσεως —ὅταν ἡ ἀρετὴ προκόβει— τῆς προκαλεῖ τόσους πόνους, ὅση ἡδονὴ καὶ χαρὰ φέρνει στὴν ψυχὴ ποὺ πλησιάζει στὸν Θεό, μὲ τὴν ἀνάλογη ἔλλαμψη μέσῳ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσεως! Ὁπότε ἀγόρι μου, ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ μὲ ἐλπίδα τὴν ἄφθαρτη καὶ ἀμόλυντη ζωὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀγαλλίαση στὴν ψυχή του καὶ εὐφραίνεται ἀκατάπαυστα μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, ἐνῶ στὴν σάρκα καὶ τὴν αἴσθηση ἔχει λύπη, δηλαδὴ τοὺς πόνους καὶ τὶς ὀδύνες ποὺ τοῦ προκαλοῦν οἱ διάφοροι πειρασμοί. Γι’ αὐτὸ ὅποιος ἐννόησε ὅτι ὁ θάνατος μπῆκε στὴν μέση γιὰ τὴν κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, ἔχει πάντα χαρὰ στὴν ψυχή του, ἐπειδὴ μὲ τοὺς διάφορους πόνους βλέπει νὰ φεύγει ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὴν σάρκα του, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεχτεῖ τὴν μέλλουσα πνευματικὴ καὶ μακαρία ζωή· τὴν ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτύχει ποτὲ κανείς, ἄν πρωτύτερα στὴν παροῦσα ζωὴ δὲν ἀδειάσει σὰν ἀπὸ ἕνα δοχεῖο, ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὴν σάρκα».
«Καταλαβαίνω ὅτι μὲ τὴν κοίμησή του ὁ Πελοπίδας προστατεύεται ἀπὸ τὸ νὰ συνεχίζει νὰ ἁμαρτάνει καὶ νὰ λερώνει τὴν ψυχή του, ἀλλὰ πῶς καταργεῖται ἔτσι ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ἐξομολογήθηκε ποτέ του; Μιλήσατε πρὶν γιὰ τὴν ἀλογία τῆς ἡδονῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ ὁρίστηκε δίκαια ἐναντίον τῆς ἄλογης ἡδονῆς, πῶς φτάνουμε σὲ ἡδονὴ ποὺ εἶναι σωτήρια, ἤ σὲ λύπη ποὺ εἶναι ὠφέλιμη; Μήπως αὐτὰ ἰσχύουν μόνο γιὰ τοὺς ἐξομολογημένους Χριστιανούς; Ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετὰ τὸ ἔχασα…».
«Πᾶμε νὰ τὰ ξεδιαλύνουμε. Ὅταν ὁ Θεὸς Λόγος δημιούργησε τὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν ἔθεσε μέσα της οὔτε ἡδονή, οὔτε ὀδύνη τῆς αἰσθήσεως, ἀλλὰ φυσικὴ ἐπιθυμία τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό. Μὲ τὴν παράβασή του ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔδωσε αὐτὴ τὴν φυσικὴ ἐπιθυμία στὴν αἴσθηση, μέσω τῆς ὁποίας ἀπέκτησε τὴν ἡδονὴ ποὺ ἐνεργεῖ πάνω του ΠΑΡΑ ΦΥΣῌ. Φροντίζοντας γιὰ τὴν σωτηρία μας ὁ Θεός, δίπλα στὴν ἡδονὴ τῆς αἰσθήσεως τοποθέτησε τὴν ὀδύνη σὰν τιμωρητικὴ δύναμη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ῥίζωσε μὲ σοφία μέσα στὴν φύση τοῦ σώματος Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, γιὰ νὰ περιορίζει τὴν ἐπιθυμία τῆς παραφροσύνης τοῦ νοῦ, ἀπὸ τὸ νὰ κινεῖται παρὰ φύσῃ πρὸς τὰ αἰσθητὰ πράγματα. Ἀπὸ τὴν μεριά της, ἡ παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς, ἐπινόησε τὴν ἡδονὴ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ, ἐνῶ ἐπέβαλε τὴν ὀδύνη σὰν καταδίκη πρὸς διάλυση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἔτσι ὥστε ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ προκαλέσει τὴν ἁμαρτία ὡς ΕΚΟΥΣΙΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ἡ δὲ ὀδύνη μὲ τὴν διάλυση νὰ προξενήσει τὴν ἀποσύνθεση τῆς σάρκας! Ὅλα αὐτὰ τὰ μηχανεύτηκε ὁ διάβολος γιὰ νὰ ἀφανίσει τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ καταστρέψει ὅσα ἔχουν δημιουργηθεῖ! Σύμφωνα μὲ τὴν Πρόνοιά Του ὁ Θεός, γιὰ τιμωρία τῆς κατὰ προαίρεση ἡδονῆς ἔδωσε στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν —παρὰ τὴν προαίρεσή της— ὀδύνη, μὲ πολλὰ παθήματα καὶ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀκολουθεῖ, προκειμένου νὰ ἀφαιρέσει τὴν παρὰ φύσῃ ἡδονή! Ὄχι ὅμως νὰ προκαλέσει καὶ τὴν τέλεια ἐξόντωσή της, κατὰ τὴν ὁποία —ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΑΙΡΕΣΕΩΣ— συνηθίζει νὰ φανερώνεται στὸν νοῦ ἡ Χάρη τῆς θείας ἡδονῆς!».
«Θέλετε νὰ πεῖτε ὅτι γιὰ ΚΑΘΕ ἡδονὴ ποὺ κυνηγάει ὁ ἄνθρωπος, ΠΑΝΤΑ θὰ ὑφίσταται τὴν ἀνάλογη ὀδύνη;». Κοιτοῦσα τὸν πατέρα Θεόκλητο ἀποσβολωμένος, ἀκριβῶς ἐπειδὴ συνειδητοποιοῦσα πὼς ὅσα ἔλεγε… ἐπιβεβαιώνονταν! Θυμᾶμαι ἀπὸ μικρός, μὲ ἔπιανε ἡ λιγούρα νὰ φάω καὶ κάτι γλυκὸ μετὰ τὸ φαγητό, ἀλλὰ μετὰ ἡ κοιλιὰ πονοῦσε ἀφόρητα ἀπὸ τὴν ὑπερβολή, ἤ ἀπὸ τὸ δεύτερο πιάτο φαγητοῦ ποὺ μοῦ ἄρεσε πολὺ… «Πῶς γίνεται νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἁμαρτία, ποὺ πρέπει νὰ προλάβει νὰ ἀδειάσει ὅσο ζεῖ, ἀφοῦ τὴν ἁμαρτία τὴν διαπράττουμε στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας;».
«Μετὰ τὴν παράβαση τῶν Πρωτοπλάστων ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τὴν ἡδονὴ νὰ προηγεῖται φυσικῶς ἀπὸ τὴν γέννησή τους, καὶ ἀπολύτως κανεὶς δὲν ὑπῆρχε φυσικῶς ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἐμπαθὴ μὲ ἡδονὴ γέννηση· ὅλοι, σὰν νὰ κατέβαλλαν φυσικὸ χρέος, ὑπέφεραν τοὺς πόνους καὶ τὸν θὰνατο ἐξ αἰτίας της. Ἡ ἡδονὴ ποὺ προήλθε ἀπὸ τὴν παράβαση εἶναι ἡδονὴ χωρὶς αἰτία, ἐπειδὴ δὲν διαδέχθηκε κάποιον πόνο ποὺ εἶχε προηγηθεῖ. Ὁπότε στὴν ἡδονὴ —ἡ ὁποία εἶναι ΠΑΡΑ ΦΥΣῌ— ὁπωσδήποτε ἀκολουθεῖ ὁ φυσικὸς πόνος σὲ ὅλα, στῶν ὁποίων τὴν γένεση προηγήθηκε Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ. Ἧταν τελείως ἀδύνατον νὰ βρεθεῖ τρόπος ἀπελευθερώσεως γι’ αὐτοὺς ποὺ τυραννιοῦνταν ἀπὸ τὴν ΑΔΙΚΗ ἡδονή, καὶ κρατιοῦνταν ἀπὸ τοὺς ΔΙΚΑΙΟΥΣ πόνους καὶ τὸν ΑΚΟΛΟΥΘΟ ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΟ θάνατο. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΘΟΡΑ μὲ τὴν ἡδονή, καὶ τὴν τελείωνε ΣΤΗΝ ΦΘΟΡΑ μὲ τὸν θάνατο, σπαραζόταν μὲ ἐλεεινὸ τρόπο! Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἔπεσε στὴν ΚΑΤΑ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ ἡδονὴ καὶ τὴν ΑΘΕΛΗΤΗ θλίψη, δὲν θὰ ἐπέστρεφε στὴν ἀρχικὴ ζωή, ἄν δὲν γινόταν ἄνθρωπος ὁ Δημιουργός, καὶ δὲν δεχόταν μὲ τὴν προαίρεσή Του τὴν ὀδύνη, ποὺ εἶχε ἐπινοηθεῖ πρὸς τιμωρία τῆς κατὰ προαίρεση ἡδονῆς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Δεχόμενος ὁ Κύριος τὴν ὀδύνη στὴν ὁποία δὲν εἶχε προηγηθεῖ ἡ γένεσή της ἀπὸ ἡδονή, ἐλευθέρωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν γέννηση ποὺ προήλθε ἀπὸ καταδίκη! Γιὰ τὴν ἐπανόρθωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ποὺ ἔπαθε, ἔπρεπε νὰ ἐπινοηθεῖ πόνος καὶ θάνατος ΑΔΙΚΟΣ καὶ ΑΝΑΙΤΙΟΣ μαζί· ἀναίτιος, ἐπειδὴ δὲν θὰ εἶχε καθόλου τὴν ἡδονὴ νὰ προηγεῖται καὶ νὰ τὸν δημιουργεῖ, καὶ ἄδικος, ἐπειδὴ δὲν θὰ διαδεχόταν καμία ἐμπαθὴ ζωή· ἔτσι ὥστε, ἀφοῦ βρεθεῖ, ἀνάμεσα σὲ ἄδικη ἡδονὴ καὶ σὲ δικαιότατο πόνο καὶ θάνατο, ἀδικότατος πόνος καὶ θάνατος, νὰ ἐξαλείψει ὁλότελα τὴν ἀδικότατη ἀρχὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἡδονή, καὶ τὸ ἐξ αἰτίας τῆς ἡδονῆς δικαιότατο τέλος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μὲ τὸν θάνατο. Τότε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων θὰ γινόταν πάλι ἐλεύθερο ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ὁδύνη, καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση θὰ ἔπαιρνε πάλι πίσω τὴν ἀρχικὴ εὐτυχία, χωρὶς νὰ τὴν μολύνει κανένα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα ὅσων βρίσκονται κάτω ἀπὸ γέννηση καὶ θάνατο.
«Ποιός μποροῦσε νὰ ὑποψιαστεῖ ὅτι σπαράσσεται ἐλεεινὰ ἀπὸ τὴν ἡδονή; Συνήθως κατηγοροῦμε τοὺς ἄλλους γιὰ ὅσα περνᾶμε, ἤ τὰ θεωροῦμε τυχαῖα γεγονότα, ἴσως γιὰ νὰ μὴν ἀντιμετωπίσουμε τὸ χρέος ποὺ ἐν ἀγνοία μας ἐκτινάσσεται! Ὅσο πηγαίνουμε ἀντίθετα ἀπὸ τὴν λογική, πηγαίνουμε καὶ ἀντίθετα ἀπὸ τὴν φύση μας! Πατέρα Θεόκλητε, ἀφοῦ ἡ ἡδονὴ προηγεῖται καὶ ἡ ὀδύνη ἕπεται, γιατὶ εἴπατε πὼς ἡ ἡδονὴ χωρὶς αἰτία, τῶν Πρωτοπλάστων, δὲν διαδέχθηκε κάποιον πόνο ποὺ εἶχε προηγηθεῖ;».
«Κοίταξε νὰ δεῖς Μάξιμε, μέσα στὴν παθητότητα ὑπῆρχε ἡ τυραννία τῆς ἁμαρτίας, μέσῳ τῆς ἡδονῆς, καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου, μέσῳ τῆς ὀδύνης. Ὅταν ἐπιτείνεται ἡ φυσικὴ τιμωρία μὲ τὴν ὀδύνη, ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποφύγει, καὶ ἐπιχειρώντας νὰ παρηγορήσει τὴν φύση ποὺ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴν κάκωση τῆς ὀδύνης, καταφεύγει ἐκ νέου στὴν ἡδονή, φροντίζοντας νὰ ἀμβλύνει ὅσο μπορεῖ τὰ κύματα τῆς ὀδύνης. Βεβαίως ΕΤΣΙ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ, μὴ μπορώντας ΠΟΤΕ νὰ ἔχει τὴν ἡδονὴ ἐλεύθερη ἀπὸ ὀδύνη καὶ πόνους… Ἔπρεπε λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι νὰ βγοῦν ἀπὸ αὐτὸν τὸν φαυλότατο κύκλο. Γι’ αὐτὸ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τέλειος κατὰ φύσῃ, γίνεται τέλειος ἄνθρωπος μὲ ψυχὴ νοερὴ καὶ σῶμα κατὰ φύσῃ, ἐπιδεκτικὸ παθημάτων παρόμοια μὲ ἐμᾶς, μόνο ποὺ δὲν εἶχε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε διόλου τὴν ἡδονὴ ποὺ προήλθε ἀπὸ τὴν παρακοὴ νὰ προηγεῖται τῆς γεννήσεώς Του μέσα στὸν χρόνο, ἀπὸ γυναίκα. Τὴν ὀδύνη πάλι ποὺ προήλθε ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καὶ ἀποτελεῖ τὸ τέλος τῆς φύσεως, τὴν ἀναδέχθηκε θεληματικὰ ἀπὸ φιλανθρωπία, μὲ σκοπό, πάσχοντας ἀδίκως, νὰ ἀφανίσει τὴν ἀπὸ ἄδικη ἡδονὴ ἀρχὴ τῆς γενέσεως ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως ἐπίσης καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὸ δίκαιο μέσῳ τοῦ θανάτου τέλος τῆς φύσεως, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ὡς αἰτία τοῦ εἶναι Του τὴν παράνομη ἡδονή. Ὁ Κύριος εἶναι κατὰ φύσῃ Σοφὸς καὶ Δίκαιος καὶ Δυνατός. Πραγματικὰ ἔπρεπε, ὡς Σοφὸς νὰ μὴν ἀγνοήσει τὸν τρόπο τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου· ὡς Δίκαιος, νὰ μὴν κάνει τυραννικὴ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν προαίρεσή του· καὶ ὡς Παντοδύναμος, νὰ μὴν φανεῖ ἀδύναμος νὰ ἐκπληρώσει τὴν θεραπεία. Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ παιδί μου, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἔγινε ἀληθινὰ ἄνθρωπος κατὰ φύσῃ, χωρὶς μετατροπὴ ἤ ὁποιαδήποτε ἀλλοίωση. Ἡ ἰσότητα τῆς δικαιοσύνης Του φάνηκε μὲ τὸ μέγεθος τῆς συγκαταβάσεως, παίρνοντας ἐπάνω Του θεληματικὰ τὴν καταδίκη μας. Ὁ Κύριος φανέρωσε τὴν ὑπερβολικὴ δύναμή Του, ὅταν μὲ τὰ παθήματα τὰ ὁποῖα ὑπέφερε ἔκανε ἀμετάβλητη τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ μέσῳ παθῶν καὶ θανάτου, δημιούργησε αἰώνια ζωή! Ἀφοῦ μὲ τὸ πάθος ἔδωσε στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ἀπάθεια, καὶ μὲ τοὺς πόνους τὴν ἀνάπαυση, καὶ μὲ τὸν θάνατό Του τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὶς στερήσεις τῆς σάρκας Του ἀποκατέστησε ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΕΣ τὶς ἕξεις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ μὲ τὴν σάρκωσή Του ἔδωσε στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ὑπερφυσικὴ Χάρη, δηλαδὴ Μάξιμε, τὴν θέωση!».
«Δὲν περιγράφεται ὁ φθόνος τοῦ σπορέα τῆς ἁμαρτίας ἐναντίον μας, καὶ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δελέασε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Παράδεισο! Ἡ μάνα μου λέει πὼς ὁ διάβολος εἶναι κλέφτης, ἐπειδὴ ἁρπάζει γιὰ τὸν ἑαυτό του τὴν γνώση τῆς φύσεως, καὶ προσπαθεῖ νὰ μεταφέρει τὸν σεβασμὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεό, στὸν ἑαυτό του! Ἐσεῖς τῆς εἴχατε πεῖ ὅτι ὁ διάβολος ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν νοερὴ θεωρία τῶν πνευματικῶν λόγων ποὺ ὑπάρχουν στὰ δημιουργήματα, καὶ περιορίζει τὴν νοερὴ δύναμη τῶν ἀνθρώπων μόνο στὴν ἐπιφάνεια τῶν αἰσθητῶν; Τώρα τὸ καταλαβαίνω καλύτερα, μαζὶ μὲ ὅσα εἴπατε. Μοῦ ἔλεγε πὼς ὅταν ὁ διάβολος κάνει ἀρχὴ ἀπὸ τὶς φυσικὲς ὁρμές, τραβάει τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς πρὸς τὰ παρὰ φύσῃ, καὶ μὲ πειστικὸ καὶ ΣΟΦΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ προσηλώνει τὴν ἐπιθυμία της στὰ χειρότερα! Ἤξερα πὼς ὁ ἀκάθαρτος φθόνησε τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴν γίνει μὲ τὴν ἀρετὴ μέτοχος τῆς θείας δόξας. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ σκεφτῶ ἀπὸ μόνος μου ὅτι φθόνησε τὸν Χριστό, γιὰ νὰ μὴν ἐκδηλωθεῖ στὴν πράξη Η ΠΑΝΥΜΝΗΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΝΑ ΘΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ!».
«Πραγματικά, ὁ μισάνθρωπος φρίττει μὲ τὴν δύναμη τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν σωτηρία μας! Ὁ Θεὸς ἔγινε ἀληθινὰ ἄνθρωπος καὶ ἔδωσε ἄλλη ἀρχὴ γιὰ δεύτερη γέννηση στὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία καταλήγει μέσῳ τοῦ πόνου, ΣΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΑΣ ΖΩΗΣ! Μὲ τὴν παράβαση ὁ προπάτορας Ἀδὰμ εἰσήγαγε γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἄλλη ἀρχὴ γεννήσεως. Καὶ ἔτσι, ὅλοι ὅσοι προέρχονται ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ κατὰ σάρκα, ἕνεκα τῆς ἀπὸ ἡδονὴ ἄδικης ἀρχῆς, δικαίως ὑπομένουν μαζί του τὸ τέλος τοῦ θανάτου, μέσῳ τοῦ πόνου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ δημιούργησε γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἄλλη ἀρχή, δεύτερης γεννήσεως ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, καὶ καταδέχθηκε τὸν ὀδυνηρὸ καὶ δικαιότατο θάνατο τοῦ Ἀδὰμ —ἀλλὰ ἀδικότατο γιὰ τὸν Κύριο. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐξαφάνισε καὶ τὰ δύο, καὶ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς γεννήσεως ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, γιατὶ αὐτὰ δὲν εἶχαν προέλθει ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ξαναγεννιοῦνται πνευματικὰ ἀπὸ Αὐτόν, τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ! Σὲ ἐκείνους ποὺ γεννιοῦνται στὴν ζωὴ ποὺ δίνει ὁ Κύριος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπιτρέπει, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ, νὰ δέχονται αὐτοὶ τὸν θάνατο ποὺ προηγουμένως ἀπέβλεπε στὴν καταδίκη τῆς φύσεως. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν πιὰ τὴν ἡδονὴ τῆς γεννήσεως ποὺ προήλθε ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ μόνο τὴν ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀδὰμ ὀδύνη, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ σ’ αὐτοὺς τὸν θάνατο, ὄχι σὰν χρέος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ! Δηλαδὴ ὅταν ὁ θάνατος δὲν ἔχει μητέρα τὴν ἡδονή, γίνεται πατέρας τῆς αἰωνίας ζωῆς! Γιατὶ ὅπως ἡ ἡδονικὴ ζωὴ τοῦ Ἀδὰμ ἔγινε μητέρα θανάτου καὶ φθορᾶς, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ὑπὲρ τοῦ Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τοῦ Ἀδάμ, ΓΕΝΝΑΕΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ! Νὰ τὸ ποῦμε λίγο διαφορετικά, μετὰ ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει ἀρχὴ τῆς γενέσεώς της τὴν μὲ ἡδονὴ σύλληψη καὶ γέννηση μέσῳ σπορᾶς ἀπὸ πατέρα, καὶ τέλος της τὸν θάνατο μὲ ὀδύνη καὶ φθορά. Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τέτοια ἀρχὴ τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεώς Του, δὲν ἦταν δυνατόν οὔτε ἀπὸ τὸ τέλος νὰ κυριευθεῖ, δηλαδὴ τὸν θάνατο. Ὅπως στὸν Ἀδὰμ ὁ θάνατος ἦταν καταδίκη τῆς φύσεως, ἐπειδὴ εἶχε ἀρχὴ τῆς γενέσεώς της τὴν ἡδονή, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἔγινε καταδίκη τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ στὸν Χριστὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση βρῆκε πάλι τὴν γένεσή της καθαρὴ ἀπὸ ἡδονή».
«Ἄ, γι’ αὐτὸ εἶχα διαβάσει κάπου ὅτι ὁ Θεὸς λέγεται καὶ γίνεται Πατέρας κατὰ Χάρη ἐκείνων μόνο ποὺ ἔχουν τὴν ἑκούσια πνευματικὴ γέννηση, κατὰ τὴν ἀρετή. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν γέννηση, στὶς ἀρετὲς φαίνονται τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς γέννησε, ὅπως φαίνονται στὸ πρόσωπο τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ψυχῆς. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν δοξάζεται μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ ἔργα ἀρετῆς τὰ ὁποῖα φωνάζουν πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ λόγια, τὴν θεία Μεγαλοπρέπεια! Εἶχα διαβάσει ἀκόμα ὅτι ἡ ὑπομονὴ τῶν ἁγίων ἐξαντλεῖ τὴν πονηρὴ δύναμη τοῦ διαβόλου, ποὺ ἐπιτίθεται ἐναντίον τους. Ἡ ὑπομονὴ τοὺς πείθει νὰ θεωροῦν τοὺς ἀγῶνες γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας τὸ στολίδι τους, καὶ διδάσκει τοὺς ἁγίους νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ παθήματα περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀπολαμβάνουν τὶς ἀνέσεις, ἐκεῖνοι ποὺ φροντίζουν ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν σαρκικὴ ζωή. Ἄν τὸ κατάλαβα καλά, ἡ ὑπομονὴ κάνει τὴν φυσικὴ ἀσθένεια τῆς σάρκας σχετικὰ μὲ τὸν πόνο, ἀφορμὴ ὑπερβολικῆς θείας δυνάμεως, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀπέδειξε τὸν διάβολο κατώτερο!».
«Καλὰ τὸ κατάλαβες. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ σοφία ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο, πρὶν ἀπὸ τὸν ἀναπόφευκτο καὶ ἀθέλητο θάνατο προτιμάει καὶ ἐπιβάλλει στὸν ἑαυτό του τὸν θάνατο τῆς σάρκας, κάνοντας πλήρη χωρισμὸ τῆς γνώμης του ἀπὸ τὴν αἴσθηση· φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα του τόσο, ὅσο γιὰ νὰ διακόψει τὴν σχέση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν αἴσθηση, καὶ νὰ μὴν δίνει διόλου στὴν ψυχὴ νὰ φανταστεῖ κάτι ὑλικό».
«Καὶ βεβαίως, ἐκεῖ δὲν γίνεται οὔτε λόγος γιὰ ἐσωτερικὴ σύνθλιψη ἀπὸ τὶς δυσκολίες! Οὔτως ἤ ἄλλως, ὁ Κύριος μακαρίζει τοὺς ταπεινοὺς ποὺ πενθοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, καὶ ὅσους διώκονται ἤ ὀνειδίζονται γιὰ τὴν πίστη τους. Εἶχα ἀκούσει ὅτι ἡ ἀπόλυτη Ἐπιστήμη εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα ποτὲ νὰ συλλάβω πὼς οἱ Ἕλληνες ἔχουμε παντελὴ ἄγνοια, ἤ πὼς χωρὶς τὴν πνευματικὴ τροφὴ τῆς πίστης πορευόμαστε σὰν πρωτόγονοι ποὺ κυνηγᾶνε τὸν ἀέρα, θέλοντας τοὺς ἐπίγειους θησαυροὺς γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες μας… Ἡ μάνα μου λέει ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ ἄν τελικὰ ἡ ζωὴ ἀποδειχτεῖ “σύντομη”, πῶς θὰ προλάβει κάποιος νὰ ἀδειάσει τὴν σάρκα του ἀπὸ τὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας; Ἤ, πῶς θὰ περιμένει νὰ νοιώσει ἀληθινὴ χαρά, ὅταν ἡ ὀφειλή του στὶς θλίψεις προσαυξάνεται θανάσιμα; Ἤ, ἄν δὲν θελήσει νὰ εὐπρεπίσει τὴν ψυχή του ἀπὸ νωρίς, πῶς θὰ συγκρατήσει τὸν ἑαυτό του ἀργότερα, ποὺ δὲν θὰ διδάσκεται ἀπὸ τὶς συμφορὲς ποὺ τοῦ στεροῦν τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, καὶ ἡ σάρκα θὰ τὸν ὑποδουλώνει στὴν λατρεία αὐτῶν τῶν παθῶν; Νά τος πάλι ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς ποὺ ἐξαπάτησε τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν θὰ ἔχει συνέπειες, καὶ ἔθαψε στὴν γῆ τὸ τάλαντο ποὺ ἔπρεπε νὰ πολλαπλασιάσει! Τὸ συμπέρασμα τελικὰ πάτερ, εἶναι πὼς ἄν κάποιος σέβεται τὸν ἑαυτό του θὰ φροντίσει νὰ ξεμπλέξει μέσα του, τὸν θάνατο ποὺ προηγουμένως ἀπέβλεπε στὴν καταδίκη τῆς φύσεως σὰν χρέος τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ δὲν ἔχει μητέρα τὴν ἡδονὴ καὶ κατακρίνει τὴν ἀμαρτία! Αὐτὸ σημαίνει πὼς θὰ χαίρεται μὲ τὴν εὐλογία ποὺ παίρνει ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅταν σηκώνοντας μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν σταυρό του, θὰ μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύει τοὺς πόνους τοῦ Γολγοθᾶ του! Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ξέρουμε ἄν θὰ ζοῦμε τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, πιστεύω πὼς τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ στὴν ζωή μας εἶναι νὰ ζητήσουμε νὰ μᾶς συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες, σήμερα! Ἤ θὰ σπαράσσεται κάποιος μὲ ἐλεεινὸ τρόπο ἀφήνοντας τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του ΣΤΗΝ ΦΘΟΡΑ ἀπὸ τὴν ἡδονή, καὶ θὰ καταλήγει ΣΤΗΝ ΦΘΟΡΑ μὲ τὸν θάνατο, ἤ θὰ ξαναγενηθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ πετραχήλι, καὶ θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ! Ὅπως εἶπε καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος, δὲν ἔχουν καμία ἀξία τὰ παθήματα τοῦ τωρινοῦ καιροῦ ἄν συγκριθοῦν μὲ τὴν δόξα ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς φανερωθεῖ, ἀφοῦ τὰ παθήματα ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἀρετή, πρέπει νὰ προηγηθοῦν ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τῆς μέλλουσας ζωῆς!».
«Τὸ τέλος τῆς πίστεως εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν*, παιδί μου, ἡ ἀληθινὴ ἀποκάλυψη ἐκείνου ποὺ πιστέψαμε! Ζυγαριὰ τῆς ΠΡΟΑΙΡΕΣΕΩΣ τοῦ καθενὸς κατὰ τὴν Κρίση, θὰ εἶναι ὁ λόγος τῆς φύσεως ποὺ θὰ ἐλέγχει τὴν κίνησή της πρὸς τὴν ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ ἤ τὴν ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία θὰ γίνει ἡ μέθεξη ἤ ὄχι τοῦ καθενὸς στὴν θεία ζωή! Ὁ Θεὸς θὰ παρουσιαστεῖ καὶ θὰ μαζέψει τοὺς πάντες γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν αἰώνια ὕπαρξη. Γιὰ τὴν αἰώνια ὅμως μακαριότητα θὰ μαζέψει μὲ ἰδιαίτερο τρόπο μόνο τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, καὶ θὰ ἀφήσει τὴν αἰώνια ἀθλιότητα νὰ πέσει στοὺς μὴ ἁγίους, σὰν καρπὸ τῆς προαιρέσεώς τους. Τὸ θέμα εἶναι ὅτι ἄν ἐμεῖς, ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Πνεύματος ἀξιωθήκαμε νὰ γίνουμε οἶκος Θεοῦ, ὀφείλουμε νὰ δείχνουμε τόσο μεγάλη ὑπομονὴ στὰ παθήματα γιὰ καταδίκη τῆς ἁμαρτίας, ΠΡΟΣ ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, καὶ σὰν νὰ εἴμαστε κακοῦργοι νὰ ὑπομένουμε πρόθυμα τὸν ἐπονείδιστο θάνατο ἐνῶ εἴμαστε ἀγαθοί, τότε ποιό θὰ εἶναι τὸ τέλος ἐκείνων ποὺ ἀπειθοῦν στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ**; Δηλαδὴ ποιὰ θὰ εἶναι ἡ καταδίκη, ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο διατήρησαν μὲ προθυμία ζωντανὴ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν προαίρεσή τους, ὥς τὸ τέλος τους τὴν μὲ ἡδονὴ γένεση τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ δὲν δέχτηκαν μήτε τὸν Θεὸ Πατέρα ποὺ τοὺς καλοῦσε κοντά Του, διὰ μέσου τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ Του, μήτε πάλι τὸν Ἴδιο τὸν Υἱὸ καὶ Μεσίτη ποὺ ἦρθε ἀπεσταλμένος τοῦ Πατέρα; Ὅλων ἐκείνων ποὺ σώζονται, ὁ Θεὸς θὰ εἶναι τόπος ἀπεριόριστος, χωρὶς ἐναντιότητες, καὶ ἄπειρος, ποὺ θὰ γίνει σὲ ὅλους τὰ πάντα, ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΘΜΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΘΕΝΟΣ, ἤ μᾶλλον ἀνάλογα μὲ ὅσα καθένας ἔπαθε ἐδῶ ΜΕ ΓΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Ὁ Θεὸς θὰ δωρίζει σὲ κάθε μέλος τὸν Ἑαυτό Του, ἀνάλογα μὲ τὴν δύναμη ποὺ ἔχει κάθε μέλος, ἡ ὁποία φανερώνει τὸν ἑαυτό της νὰ ἐνεργεῖ, καὶ ποὺ συνδέει τὰ μέλη μὲ τὸν ἑαυτό της, ὥστε νὰ συγκρατιοῦνται μεταξύ τους γιὰ νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτό, ποῦ θὰ φανεῖ ὁ ἀσεβὴς καὶ ἁμαρτωλός, ἀφοῦ θὰ στερεῖται αὐτὴ τὴν Χάρη; Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ἐνεργῶς τὴν ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ἡ ὁποία ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ, ποῦ θὰ φανεῖ ὅταν ξεπέσει ἀπὸ τὴν θεϊκὴ ζωὴ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ αἰῶνα καὶ χρόνο καὶ τόπο; Μάξιμε, ἐκεῖνοι ποὺ συμμόρφωσαν τὴν προαίρεσή τους μὲ τὴν θεία βούληση, θὰ ἔχουν πλήρη μέθεξη τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν θεία ζωὴ ποὺ θὰ λάμπει πάνω τους, εἶτε ἄγγελοι εἶναι αὐτοί, εἴτε ἄνθρωποι. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἐναντίωσαν τὴν προαίρεσή τους στὴν θεία βούληση, θὰ ξεπέσουν ὁλότελα ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα, ἐξ αἰτίας τῆς οἰκειώσεως ποὺ ἔχουν πρὸς τὴν ἀθλιότητα. Ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτὴ θὰ προέλθει ἡ διάστασή τους πρὸς τὸν Θεό, καὶ δὲν θὰ Τὸν ἔχουν γιὰ νὰ τοὺς συγκρατεῖ στὴν μακαριότητα! Ὁ Υἱός, γιὰ νὰ μᾶς συμφιλιώσει μὲ τὸν Ἅγιο Πατέρα καταδέχτηκε νὰ παραδώσει θεληματικὰ τὸν Ἑαυτό Του στὸν θάνατο, καὶ νὰ περιφρονηθεῖ γιὰ τὰ παθήματά μας, ἔτσι ὥστε νὰ δοξάσει ἐμᾶς μὲ τὸν Ἑαυτό Του, καταλαμπρύνοντάς μας μὲ τὸ κάλλος τῆς θεότητάς Του! Ἀνάλογα μὲ τὴν δεκτικότητά τους οἱ ἄνθρωποι, μέσῳ τῆς Χάρης θά ἔχουν ΜΕΘΕΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ποὺ εἶναι ἡ ἀνέκφραστη, καὶ πάνω ἀπὸ ἀνέκφραστη ἡδονὴ καὶ χαρὰ ἐκείνων ποὺ δέχονται τὴν θεία ἐνέργεια, κατὰ τὴν ἀνέκφραση καὶ πάνω ἀπὸ κάθε νόηση ἕνωση μὲ τὸν Θεό! Γι’ αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεῖ κανεὶς μέσα στὴν φύση τῶν ὄντων οὔτε λόγο, οὔτε τρόπο νὰ τὴν νοήσει καὶ νὰ τὴν ἐκφράσει!».
Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη Θεοῦ πεφανέρωται,
μαρτυρούμενη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν,
δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ
εἰς πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας·
οὐ γὰρ ἐστι διαστολή· πάντες γὰρ ἥμαρτον
καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ,
δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ Χάριτι
διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
Τώρα ὅμως, χωρὶς ὁ παλαιὸς νόμος νὰ συντελέσει σὲ τίποτα ἄλλο, ἔχει φανερωθεῖ δικαίωση, τὴν ὁποία παρέχει ὁ Θεός, καὶ ἡ δικαίωση αὐτὴ μαρτυρεῖται καὶ προφητεύεται ἀπὸ τὸν νόμο καὶ τοὺς Προφήτες. Ἡ δικαίωση αὐτὴ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ ὅλους καὶ πέφτει ἀφθόνως πάνω σὲ ὅσους πιστεύουν. Καὶ αὐτό, διότι ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἁμάρτησαν καὶ ἔχουν στερηθεῖ τὴν δόξα ποὺ ἔχει καὶ μεταδίδει ὁ Θεός. Συνεπῶς γίνονται ὅλοι δίκαιοι καὶ σώζονται δωρεὰν μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἀπελευθέρωσε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς ἐξαγορᾶς, τὴν ὁποία ἔκανε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ λύτρο τοῦ Αἵματός Του (Ῥωμ. 3,21)
Τὸ κείμενο βασίζεται στὴν ἕκτη ἑκατοντάδα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ, στὰ “Διάφορα κεφάλαια περὶ θεολογίας, οἰκονομίας, ἀρετῆς καὶ κακίας”, τοῦ β΄ τόμου τῆς Φιλοκαλίας.
* Α΄ Πέτρου 1, 9
** Α΄ Πέτρου 4, 17


Τὸ ῥωμαίικο φιλότιμο εἶναι ἡ ἐπουράνια “ἀγαπητικὴ τιμὴ” ποὺ τρέφει
τὴν εὐλαβὴ ψυχή, καὶ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ ΤΗΣ!
